Μ Ι Α Κ Α Φ Ε Δ Ε Ρ Μ Α Τ Ι Ν Η Μ Ε Ρ Α

Μ Ι Α Κ Α Φ Ε Δ Ε Ρ Μ Α Τ Ι Ν Η Μ Ε Ρ Α Facebook Twitter
4

 

Ξύπνησε με μια διάθεση να αποτελειώσει ό,τι δεν πρόφτασε εχθές. Αυτή τη φορά δεν ένιωσε καν την ανάγκη να στρώσει το κρεβάτι του. «Δεν πειράζει, αρκεί που τα σεντόνια μυρίζουν ακόμα ωραία, σαν φρεσκοπλυμμένα», σκέφτηκε και με μια απότομη κίνηση του χεριού του τα τσαλάκωσε ακόμα περισσότερο, λες και έβαζε την τελευταία πινελιά του σ’ένα έργο τέχνης, ένα έργο τέχνης που κινδύνευε να μείνει χωρίς ταυτότητα, αν δεν είχε επέμβει την τελευταία στιγμή ο καλλιτέχνης. Δεν μπήκε καν στον κόπο να ανοίξει την μπαλκονόπορτα, να μπει λίγο φως στο δωμάτιο, να αεριστεί επιτέλους κι αυτό, έτσι όπως ήταν φουσκωμένο σα μπαλόνι από τις βαριές ανάσες απροσδόκητων ονείρων. «Αρκεί μία μου κίνηση για ν’ ανάψω τη λάμπα», σκέφτηκε και με μιας τον τύφλωσε το τεχνητό φως, σαν προβολέας που τυφλώνει τον ηθοποιό στο θέατρο αλλά δε τον κάνει δα να χάσει και τα λόγια του.  

Το πρωινό του, όμως, το πήρε κανονικά στις εφτά και μισή, όπως συνήθιζε να το παίρνει κάθε μέρα, βρέξει-χιονίσει, και δεν του έλειψε ούτε το καρβουδισμένο ψωμί με σπιτική μαρμελάδα δαμάσκηνο, ούτε ο καφές, ή μάλλον το γάλα με μια κουταλιά καφέ μέσα, ούτε καν η ζεστή crème brule που εφοδιαζόταν από την πρωτεύουσα. Αν δεν είχε και τη συνήθεια να πλένεται δυο φορές τη μέρα, θα γέμιζε τη μπανιέρα με έλαια και θα βουτούσε μέσα – προλάβαινε ακόμα – αλλά ήταν τέτοια η ανυπομονησία του να διεκπεραιώσει το έργο του – ένα έργο τέχνης, όπως είπαμε – που προτίμησε να σπαταλήσει το χρόνο του χαζεύοντας την καφέ δερμάτινη τσάντα, που στόλιζε σα λάφυρο πολέμου το τραπέζι του σαλονιού του. Η τσάντα αυτή ήταν αρκετά μεγάλη για να χαρακτηριστεί «φάκελος» και αρκετά μικρή για να ονομαστεί βαλίτσα, αν και όταν την κρατούσε στα χέρια του, και μάλλον έφταιγε ο τρόπος που την κρατούσε και όχι το μέγεθος της τσάντας, έδινε την εντύπωση ότι θα πήγαινε ένα ταξίδι μακρινό, έχοντας πάρει μαζί του ελάχιστα πράγματα και σίγουρα όχι τα απαραίτητα.

Θυμάται ακόμα την πρώτη φορά που πήγε στην τράπεζα κρατώντας αυτήν τη βαλίτσα. Ο τραπεζοϋπάλληλος του έριξε ένα βλέμμα ζηλοτυπίας και τον ρώτησε:

  • «Ετοιμάζεστε για ταξίδι, έτσι δεν είναι, κύριε...;»

Εκείνη τη στιγμή ψέλλισε τ’ όνομά του.

  • «Αλήθεια, πώς γίνεται να ξέρετε ήδη τ’ όνομά μου;»

  • «Μα είναι γραμμένο στην ετικέτα απάνω στη βαλίτσα σας.»

  • «Σωστά... Πάντως είναι τσάντα...»

  • «Ορίστε;»

  • «Τσάντα είναι, δεν είναι βαλίτσα...»

  • «Μάλιστα. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κύριε με τη δερμάτινη τσάντα;»

  • «Χρειάζομαι όσα χρήματα βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο λογαριασμό μου», είπε και του έδωσε το βιβλιάριο κατάθεσής του.

Ο υπάλληλος το επεξεργάστηκε βιαστικά και έπειτα χτύπησε στον υπολογιστή του τους απαιτούμενους αριθμούς, με πολλά μηδενικά στο τέλος.

  • «Τα χρήματα είναι πάρα πολλά. Καλά λέω εγώ ότι ετοιμάζεστε για ταξίδι... Το ακριβές ποσό είναι...»

  • «Δε μ’ ενδιαφέρει το ακριβές πόσό. Το μόνο που θα ήθελα να σας ζητήσω είναι να τα βάλετε όλα μέσα σε αυτή την τσάντα» και με μια κίνηση άνοιξε διάπλατα αυτό το δερμάτινο κουτί της Πανδώρας.

  • «Μάλιστα, κύριε. Μισό λεπτό, επιστρέφω.»

Το γραφείο άδειασε, αλλά τώρα αισθανόταν λιγότερο μόνος. Έριξε μια εξονυχιστική ματιά στο γραφείο. Τα πάντα ήταν τακτοποιημένα, τα μολύβια ξυσμένα και όλα στο ίδιο μήκος, σα μολυβένια στρατιωτάκια που με μία κίνηση ματ «έτρωγαν» το καλογυαλισμένο σταχτοδοχείο. Ο υπάλληλος δεν άργησε να γυρίσει, κρατώντας στα χέρια του στοίβες από κολλαριστά χαρτονομίσματα.

  • «Θα χρειαστώ κάποια ώρα να τα ξαναμετρήσω, αν και αυτό πρέπει να ‘ναι το ποσό. Θέλετε να σας τα κάνω στοίβες των 200, των 500, τι ακριβώς θέλετε;»

  • «Επειδή βιάζομαι πολύ μη χάσω το αεροπλάνο ξέρετε, θα προτιμούσα να τα βάζατε όπως είναι μέσα στην τσάντα μου...»

  • «Μα ούτε τα έχω τακτοποιήσει ακόμα...», είπε ο τραπεζοϋπάλληλος και τον κοίταξε καχύπτοτα, γιατί δεν κρατούσε τίποτα που να προμύνηε ταξίδι, εκτός από μια άδεια βαλίτσα, που δεν ήταν καν βαλίτσα, αλλά μια καφέ δερμάτινη τσάντα. Ίσως και να τον κοίταξε καχύποπτα, γιατί αυτή η απαίτηση του πελάτη ουσιαστικά τον απέτρεπε απ’ το να κάνει σωστά τη δουλειά του, δηλαδή να ξαναμετρήσει τα χρήματα, να τα τακτοποιήσει σε στοίβες και κατόπιν να τα δέσει με λάστιχο.

  • «Μην ανησυχείτε για τίποτα. Αν είναι λιγότερα, θα ευνοηθεί η τράπεζά σας και θα σας συγχαρεί το αφεντικό σας. Αν είναι περισσότερα, σας υπόσχομαι να σας τα επιστρέψω το συντομότερο δυνατό. Εξάλλου, είμαι ένας από τους πιο έμπιστους πελάτες της τράπεζάς σας».

Βέβαια, εκείνη τη στιγμή ήξερε ότι έδινε μια υπόσχεση που δεν μπορούσε να κρατήσει. Ωστόσο, ο τραπεζοϋπάλληλος υπάκουσε θέλοντας και μη, με μια βιασύνη που πρόδιδε την επιθυμία του να εξαφανίσει τον πελάτη το συντομότερο δυνατό, έναν πελάτη που τον ντρόπιαζε, γιατί στο κάτω κάτω της γραφής, τον υποχρέωνε να κάνει λιγότερη δουλειά απ’ ό,τι είχε συνηθίσει να κάνει. Κι ο υπάλληλος δεν είχε συνηθίσει να κάνει λιγότερη δουλειά από την απαιτούμενη.

Αυτά σκεφτόταν ενώ κοίταζε την καφέ δερμάτινη τσάντα και του φάνηκε περίεργο πώς μετά από βδομάδες θυμόταν ακόμα εκείνο το βλέμμα του τραπεζοϋπάλληλου, αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να φέρει το παρουσιαστικό στο μυαλό του. «Δε βαριέσαι...», είπε χαμηλόφωνα και έστρεψε το κεφάλι του πιο κάτω, δίπλα από το τραπέζι του σαλονιού, εκεί όπου βρισκόταν το πιάτο του Ρούμπικ. «Πολύχρωμες κροκέτες και βοδινό κονσέρβα...», είπε τραγουδιστά, σα να εκφωνούσε διαφημιστικό για ζωοτροφές, και έσκυψε στα τέσσερα κουνώντας την ανύπαρκτη ουρά του. Έβγαλε τη γλώσσα του, για να δοκιμάσει, αλλά τελευταία στιγμή δίστασε, γιατί ήταν ήδη χορτάτος. Ίσιωσε τη γραβάτα του για να συνέλθει, μήπως ίσιωνε και η συνείδησή του μ’ αυτήν την  εξωτερική κίνηση αμηχανίας, αλλά δεν κατάφερνε με τίποτα να ησυχάσει. Ό,τι μικρο-δουλειά απέμενε στο σπίτι, όπως το να μαζέψει τα σκουπίδια και το να πλύνει το σερβίτσιο του πρωινού, την έκανε μηχανικά, με την τελευταία του πράξη κολλημένη ακόμα στον φλοιό του μυαλού του. Πώς μπόρεσε να σκύψει πάνω από τις κροκέτες; Τόσο πολύ ήθελε να στερήσει τον Ρούμπικ από το τελευταίο του γεύμα; Τόσο άπληστος ήταν πια; Τόσο εγωιστής; Μήπως έφταιγε η ψυχολογία εκείνης της μέρας; Έξω έκανε τσουχτερό κρύο. Ήταν Νοέμβρης. Χιόνιζε. Όχι, λάθος. Δεκέμβρης ήταν. Ξέχασε ότι είχε μπει ο Δεκέμβρης για τα καλά. Αλήθεια τι μέρα ήταν; Τετάρτη μήπως;

Σκέφτηκε το ενυδρείο του. Όλα εκείνα τα τροπικά ψάρια που τον παρακολουθούσαν βουβά από την τραπεζαρία του. Τρία υπερατλαντικά ταξίδια χρειάστηκαν για να τ’ αποκτήσει. Τώρα, με λίγα κι όλας βήματα, μπορούσε να εξιλεωθεί. Ο Ρούμπικ, σα να διάβασε τη σκέψη του, τρίφτηκε στα πόδια του και τον κάρφωσε μ’ ένα επίμονο βλέμμα. Ο πειρασμός για τον γάτο ήταν ανέκαθεν εκεί. Πάντα παρών. Πάντα μεγάλος. Σε ένα κουτί που δεν του επιτρεπόταν να αγγίξει ποτέ, ούτε καν με την άκρη της ουράς του.

Το αφεντικό του έκανε ό,τι ήταν αναπόφευκτο σ’ αυτή τη ζωή. Σκεφτόταν. «Μήπως και ο Θεός, όταν άφησε τους πρωτόπλαστους στο έλεος του πειρασμού, γιατί δεν μπορεί να μην «έβλεπε» ότι θα ενδώσουν, - στο κάτω κάτω της Γραφής (ίσως και στο πάνω-πάνω) Θεός ήταν και εκείνοι δημιούργημά Του – μήπως τελικά με τούτη την ενέργειά Του, την επιλογή της μη παρέμβασης δηλαδή, είχε ήδη αποφασίσει να τους εγκαταλείψει;» Εκείνη τη μέρα, πάντως, όσο χρόνο και να είχε ήδη στη διάθεσή του, δεν ήθελε να τον περάσει φιλοσοφώντας, γι’ αυτό χωρίς να το πολυσκεφτεί, άνοιξε το ενυδρείο από πάνω και, για κακή τύχη των ψαριών που είχαν ήδη αρχίσει να βυζαίνουν στην επιφάνεια για φαί, το άδειασε στο πάτωμα κι ύστερα έφυγε. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω του, ο Ρούμπικ νιαούρισε τέσσερις κοφτές συνεχόμενες συλλαβές. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι για πρώτη φορά τον άκουγε να λέει «ευχαριστώ».

Έξω, το κρύο ήταν ανυπόφορο. Η πόλη ήταν κατάλευκη από το χιόνι, ωστόσο η μέρα ήταν ντυμένη στα μαύρα. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο, τόσο κρύο έκανε, και σ’ όλη τη διαδρομή το κίτρινο κασκόλ του κυμάτιζε από τον πολύ αέρα σα σημαία ανακωχής λίγο πριν την ολοκληρωτική ήττα. Εκείνος, όμως, απτόητος. Συνέχισε να περπατάει κανονικά, σα να μην άφηνε τίποτα το εξωγενές να τον επηρεάσει, με την ίδια άνεση που θα περπατούσε καλοκαίρι πάνω σε μία αμμόλουστη παραλία. Σύντομα σταμάτησε στην πρώτη στάση λεοφωρείου που συνάντησε μπροστά του. Ούτε που γνώριζε ποιο λεωφορείο περνούσε από κει, ούτε προς ποια κατεύθυνση πήγαινε. Δεν είχε σημασία εξάλλου. Δίπλα του στεκόταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα ντυμένη στα μπορντώ, μπορντώ βελούδο για την ακρίβεια. Τι περίεργο που δεν την είχε προσέξει νωρίτερα, δεδομένου ότι το παλτό της σού τραβούσε αναπόφευκτα την προσοχή. Τη σκέφτηκε σαν το απολεσθές πρόβατο ντυμένο στα μπορντώ κι όχι στα μαύρα, έτσι όπως στεκόταν ατάραχη, πιασμένη από την κολώνα, κι η αλήθεια είναι ότι δεν κατάφερε να αποτυπώσει τίποτα άλλο από δάυτη στο μυαλό του. Δε δίστασε, βέβαια, να ζητήσει τη συμμετοχή της στο έργο του, ακριβώς όπως ένας ζωγράφος θα σταματούσε μια γυναίκα στο δρόμο και θα της ζητούσε να τού ποζάρει γυμνή.    

  • «Συγνώμη για την ενόχληση...»

  • «Παρακαλώ»

  • «Μήπως θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να με σκοτώσετε;»

  • «Ορίστε;»

  • «Λέω... Μήπως θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να με σκοτώσετε;»

  • «Πότε θέλετε;»

  • «Σήμερα κι όλας. Σας βολεύει η μέρα;»

  • «Ούτε που να το συζητάς. Σήμερα είμαι πνιγμένη.»

  • «Τώρα; Τι θα λέγατε για τώρα; Δεν είναι κανείς στη στάση για να σας δει και απ’ ότι ξέρω το λεωφορείο θ’ αργήσει πολύ ακόμα να έρθει...»

  • «Πες το ψέμματα... Αν χάσεις το συγκεκριμένο λεωφορείο, την πάτησες. Θα πρέπει να περιμένεις τουλάχιστον μισή ώρα για το επόμενο.

Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν δέκα και πέντε.

  • «Έχουμε ακόμα εικοσιπέντε λεπτά περιθώριο και, δεδομένου ότι έχω μαζί μου το όπλο του εγκλήματος, σε λιγότερο από δέκα λεπτά θα έχουμε ξεμπερδέψει και οι δύο. Εγώ θα έχω πεθάνει και σεις θα έχετε πάρει την τσάντα με τα λεφτά. Τι λέτε; Θα το κάνουμε;»

  • «Πού, για εδώ πέρα εννοείς; Δεν πρόκειται να σε σκοτώσω εδώ πέρα. Ούτε που να το σκέφτεσαι, δηλαδή. Εδώ όλο το τετράγωνο παρακολουθείται με κάμερες, σ’ όποιον δρόμο κι αν κοιτάξεις, οι κάμερες είναι περισσότερες κι από τις πινακίδες. Δεν είμαι τρελή να διαπράξω ένα έγκλημα, που θα καταγραφεί στις κάμερες, αυτό ξεχάστε το.»

  • «Η φυλακή σας ενοχλεί;»

  • «Η δημοσιότητα περισσότερο. Αλλιώς δε θα ‘χα κανέναν ενδοιασμό να το κάνω. Ακόμα κι αμισθί.»

  • «Ωραία, τότε έχω μια ιδέα. Τι θα λέγατε αν σας ακολουθούσα... Αν παίρναμε μαζί το λεωφορείο και σταματούσαμε οπουδήποτε έχετε σκοπό να σταματήσετε κι εσείς - βλέπετε δε θέλω να σας βγάζω και από το πρόγραμμά σας...»

  • «Ξεχάστε το.»

  • «Γιατί;»

  • «Γιατί στο λεωφορείο διαβάζω πάντα την εφημερίδα μόνη μου και αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τώρα για εσάς.»

Την εξήγησή της την κατανοούσε. Τον καιρό που οι μέρες κυλούσαν κανονικά, που μπορούσε δηλαδή να τις διαιρέσει σε ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα, λες και η μέρα ήταν πρώτος αριθμός, είχε κι εκείνος κάποιες απ’ αυτές τις συνήθειες – επίθετα, συνήθειες δηλαδή που στέκονταν μπροστά από τις μέρες σαν επιθετικοί προσδιορισμοί, με σκοπό να τις χαρακτηρίσουν. Παλιότερα ήταν η «πηγαίνω για γκολφ» Παρασκευή. Πλέον ήταν απλά Παρασκευή. Ή μήπως ήταν Πέμπτη;

Το επόμενο πρόσωπο που θα συναντούσε στο δρόμο θα γινόταν κατ’ ευχήν και ο επικείμενος θύτης του, αν σήμερα ήταν η μέρα του. Ή μήπως θα γινόταν θύμα του;

Έκατσε σε μια καφετέρια, για να ξαποστάσει. Τα πόδια του ήταν γίνει ξύλο από το κρύο, πώς θα μπορούσε τώρα να του τα κόψει κανείς; Σκέφτηκε να τα ζεστάνει μ’ ένα κονιάκ, αλλά ήταν πρωί ακόμα για να ξεκινήσει να πίνει. Αρκέστηκε σ’ ένα μεταλλικό νερό με λεμόνι. Στα πόδια του, η καφέ δερμάτινη τσάντα έπαιζε το ρόλο του Ρούμπικ, που είχε αρχίσει ήδη να του λείπει. «Δεν είναι καιρός για συναισθηματισμούς» σκέφτηκε και κοίταξε από το παράθυρο το χιόνι, ενώ σκάλιζε την πίπα του, για να την ανάψει. Εκείνη τη στιγμή μπήκε εκείνος. Φουριόζος, σαν χιονοστοιβάδα, μ’ ένα στόμα που ήξερε μόνο να ξεστομίζει ακατάπαυστες βρισιές, λες κι αυτή ήταν η μητρική του γλώσσα, και ανάμεσα σ’ όλα αυτά που έλεγε,  η λέξη «απεργία» είχε σίγουρα την τιμητική της. Έκατσε μακριά του, αλλά χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο κύριος με την καφέ δερμάτινη τσάντα, κρατώντας μόνο την πίπα από ξύλο βελανιδιάς στο αριστερό του χέρι, τον πλησίασε και τον χαιρέτησε χαμογελαστός, σα να τον ήξερε ήδη, σαν να γνωρίζονταν χρόνια, αλλά να είχαν καιρό να ειδωθούν.

  • «Μου επιτρέπετε να κάτσω δίπλα σας, φαντάζομαι...»

  • «Ακούς εκεί να κηρυχθεί απεργία...»

  • «Προφανώς έχετε την ανάγκη να μιλήσετε. Θα κάτσω...»

  • «Με ενοχλεί απίστευτα η μυρωδιά του καπνού...»

  • «Έχετε κάτσει στην πλευρά των καπνιστών, αλλά θα τη σβήσω, δεν υπάρχει πρόβλημα...»

  • «Ακούς εκεί να θες να δουλέψεις, να πηγαίνεις στη δουλειά σου με όρεξη, αλλά να βρίσκεις τα πάντα κλειστά, γιατί η ανυπόφορη πλειοψηφία αποφάσισε ν’ απεργήσει...»

  • «Τι να σας πω, εγώ έχω καιρό που σταμάτησα...»

  • «Να απεργείτε;»

  • «Να δουλεύω.»

  • «Αναρωτήθηκαν ποτέ ότι ίσως κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν άλλη προτεραιότητα πέρα από τη δουλειά τους;»

  • «Κανένα άλλο ενδιαφέρον, εννοείτε...»

  • «Το σκεφτήκαν αυτό, προτού αποφασίσουν να απεργήσουν;»

  • «Αν θέλετε, μπορώ να σας βρω εγώ μια δουλειά για σήμερα, δε θα διαρκέσει πολύ, αρκεί να θέλετε να σκοτώσετε τον χρόνο σας...»

  • «Τι δουλειά είναι αυτή, που μου επιτρέπει να έχω εργοδότη για μία και μόνο μέρα;»

  • «Θα είχατε την ευγενική καλοσύνη να με σκοτώσετε;»

  • «Αυτό εσείς το ονομάζετε δουλειά;»

  • «Γιατί δεν είναι;»

  • «Για κάποιους είναι ευχαρίστηση να το κάνουν!»

Για πρώτη φορά ο φαλακρός άγνωστος με το ριγέ κοστούμι τού χαμογέλασε και τσούγκρισε την πίπα με το ποτήρι του. Τα μάτια του έλαμψαν, οι κόρες τους διεστάλθηκαν απότομα και καθώς έγλειφε τα χείλη με τη γλώσσα του, ξεπρόλαβε μια σειρά κίτρινης οδοντοστοιχείας. Ήταν σίγουρος πως κάπου τον είχε ξαναδεί.

  • «Επομένως, δέχεστε την πρόταση που σας κάνω...»

  • «Μα εσείς μου είπατε πως θα μου αναθέσετε δουλειά. Δουλειά για μια μέρα. Σας ξαναλέω, αυτό δεν είναι δουλειά, είναι ευχαρίστηση.»

  • «Άρα έχετε την ευχαρίστηση να το κάνετε..!»

  • «Όχι, έχω την ευχαρίστηση να εργαστώ...»

  • «Ωραία, λοιπόν, τότε θα το μετατρέψουμε σε δουλειά, μην ανησυχείτε για τίποτα. Τι θα λέγατε, αν σας διέταζα να με σκοτώσετε – και ως αφεντικό σας δε δέχομαι δεύτερη κουβέντα – με την προϋπόθεση να σας απολύσω, αν δεν κάνετε σωστά τη δουλειά σας...

  • «Αν επιζήσετε, εννοείτε...»

  • «Ακριβώς. Και φυσικά με χρηματική αμοιβή για αντάλλαγμα...»

  • «Αυτό λέγεται μισθός».

  • «Μισθός τότε», είπε, αρχίζοντας να χάνει την υπομονή του.

  • «Χρηματική αμοιβή θα μου δίνατε, αν έβρισκα τον σκύλο σας. Εάν δούλευα για σας, θα έπαιρνα μισθό, όχι...»

  • «Δέχεστε;»

  • «Εσείς θα μου πείτε. Εσείς είστε ο εργοδότης μου. Θεωρείτε ότι είμαι ικανός να ανταπεξέλθω;»

  • «Δεν υπάρχει πιο κατάλληλος από εσάς!»

  • «Ωραία. Θα ήταν αδιάκριτο να ρωτήσω τότε πόσα σκοπεύετε να μου δώσετε γι΄αυτή τη δουλειά;»

  • «Πολλά. Πάρα πολλά.»

  • «Ναι, αλλά πόσα;»

  • «Δεν τα έχω μετρήσει. Πιστέψτε με είναι πάρα πολλά»

  • «Δε νομίζετε πως οφείλω να γνωρίζω το ακριβές ποσό του μισθού μου, ως ο πιο κατάλληλος γι’ αυτή τη δουλειά, όπως με χαρακτηρίσατε;»

Η υπομονή του εξαντλήθηκε. Σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι, χωρίς να χαιρετήσει, χωρίς να πει λέξη. Κοντοστάθηκε μπροστά στο μπαρ, παρήγγειλε ένα κονιάκ, κι ας ήταν μέρα, και το κατέβασε μονορούφι. Ύστερα έφυγε. Ήταν ο τελευταίος υπάλληλος στη γη που θα ήθελε να προσλάβει. Για οποιαδήποτε δουλειά.

Βέβαια, το κονιάκ τον ηρέμησε. Τον βοήθησε να εστιάσει στο έργο του, να συνεχίσει την περιπλάνησή του μέσα στην πόλη, να μην τα παρατήσει, εώς ότου τα παρατήσει για τα καλά. Παρατήσει αυτή τη ζωή για πάντα.

«Σάμπως τι είναι για πάντα;», σκέφτηκε, και έδεσε το κίτρινο κασκόλ γύρω από το λαιμό του. «Αν είχα τη δύναμη να κρεμαστώ από αυτό, μόνος μου, τώρα δε θα είχα ανάγκη από κανέναν».

Όλοι οι δρόμοι του φαίνονταν πια ίδιοι. Δεν είχε σημασία ποια κατεύθυνση θα έπαιρνε, είχε πλέον χαθεί και ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό. Αργά ή γρήγορα – δεν μπορεί - θα πέθαινε, καθώς αισθανόταν ήδη την απόλυτη ευτυχία, μια ευτυχία που μάλλον αποδιδόταν στο κενό της παράδοσης. Της κατάθεσης των όπλων.

  • «Αν συνεχίσετε να προχωράτε ευθεία, θα βρεθείτε στον γκρεμό. Προσέξτε!»

Μια φωνή ακούστηκε από τον ουρανό. Από εκεί πρέπει να ακούστηκε, γιατί δεν ήταν κανείς δίπλα του.

  • «Τι κοιτάτε προς τα πάνω, καλέ; Εδώ πέρα είμαι, δε με βλέπετε;»

Το βλέμμα του έπεσε σε μια λεπτεπίλεπτη φιγούρα που τον κοιτούσε από το παράθυρο. Τώρα θυμήθηκε γιατί ήταν άθεος.

  • «Νόμιζα πως τα σπίτια αυτά είναι ακατοίκητα...»

  • «Φαίνονται έτσι, λόγω καιρού. Δεν τολμά να βγει κανείς έξω με τέτοιο χιόνι...»

  • «Δεν ήξερα ότι υπάρχει γκρεμός στην πόλη μας...»

Δεν ήξερε ότι υπήρχε γκρεμός στην πόλη τους.

  • «Τον καταυλυσμό των τσιγγάνων εννοώ. Τον λεγόμενο “Γκρεμό”».

  • «Α, μάλιστα... Είπα και ΄γω...»

  • «Θα προτιμούσατε όμως να κυριολεκτώ, ε;»

  • «Πώς το καταλάβατε;»

  • «Φαίνονται οι άνθρωποι που ψάχνουν για γκρεμό»

  • «Έχετε κανέναν υπόψη σας; Θα με βοηθούσε πολύ, αν..»

Ο γέρος από το παράθυρο σήκωσε τα χέρια ψηλά. Στο τελείωμα των μανικιών δεν υπήρχαν καρποί.

  • «Επιχειρήσατε και εσείς να...»

  • «Εγώ; Όχι, προς Θεού... Σε καμία περίπτωση... Ατύχημα στο φούρνο είχα πριν δεκαπέντε χρόνια...»

  • «Λυπάμαι πολύ...»

  • «Μη λυπάστε καθόλου. Το έχω ξεπεράσει. Κοιτάξτε πώς δουλεύω πλέον με το στόμα», είπε και, δαγκώνοντας το χερούλι, έκλεισε και ξανάνοιξε το παράθυρο απότομα, με την ίδια ευκολία που ανοιγοκλείνει κανείς τα βλέφαρά του. Ύστερα, είπε στον περαστικό:

  • «Γι’ αυτό σας λέω... Ποιο είναι το όπλο του εγκλήματος; Αν είναι πιστόλι, το βάζω στο στόμα μου και ξεμπερδεύουμε. Στο κυνήγι, που πάω, δεν έχω αστοχήσει ποτέ...»

  • «Έχω και πιστόλι, αν αυτό σας διευκολύνει. Να, το έχω εδώ, μέσα στην τσάντα..»

Το είχε εκεί, μέσα στην τσάντα. Όμως η τσάντα δεν ήταν εκεί.

  • «Η τσάντα μου... Πού είναι η τσάντα μου; Τι έγιναν τα λεφτά; Χωρίς τα λεφτά, πώς θα δεχτεί κάποιος να με σκοτώσει;»

Μουρμούριζε στο δρόμο της επιστροφής. Πρώτη φορά ταράχτηκε τόσο – και δεν ήταν λίγες οι φορές της άσκοπης αναζήτησης για υποψήφιο εγκληματία – ξυστά να τον είχαν πυροβολήσει, τέτοια ταραχή δε θα ‘παιρνε.

Πέρασε ακόμα και από την καφετέρια, όπου είχε κάτσει νωρίτερα. Όταν άλλαξε θέση και πήγε δίπλα στον φαλακρό κύριο με το ριγέ κοστούμι, είχε άραγε πάρει μαζί του την τσάντα; Πού στο καλό την είχε αφήσει; Στην καφετέρια δεν είδε κανείς, καμία, καφέ, δερμάτινη τσάντα. Τώρα τι μέλλον είχε ο επικείμενος θάνατός του; Ποιος θα δεχόταν να σκοτώσει έναν φτωχό; Με τι κίνητρο;

Γύρισε σπίτι και βρήκε τον Ρούμπικ άρρωστο από υπερβολική δόση ψαριών. Είχε κάνει παντού εμετό. Όλο το σπίτι μύριζε ξινισμένο Ατλαντικό, ακόμα και τα σεντόνια του κρεβατιού του είχανε χάσει πια τη χαρακτηριστική τους οσμή. Φόραγε τα πλαστικά του γάντια, για να ξεκινήσει καθαριότητα, όταν χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι της εξώπορτας. Την άνοιξε και δεν αντίκρισε κανέναν, παρά μία καφέ δερμάτινη τσάντα να τον κοιτάζει από χαμηλά και να του χαμογελά. Ήταν η δικιά του. Γεμάτη μ’ όλα τα χαρτονομίσματα. Ακριβώς όπως την είχε χάσει. Με ένα κίτρινο σημείωμα κολλημένο στη χειρολαβή, που, όπως σκέφτηκε μετά, μάλλον παρέπεμπε στην κίτρινη οδοντοστοιχεία.

«Αυτή τη φορά μου δόθηκε η δυνατότητα να τα μετρήσω. Είναι πεντακόσιες δύο χιλιάδες, εννιακόσια τριανταπέντε ευρώ ακριβώς. Δεν πείραξα τίποτα. Σκέφτηκα ότι τη χρειάζεστε ακάθεκτη, για να ολοκληρώσετε το έργο σας...

Υ.Γ. Η τράπεζα απεργεί μέχρι μεθαύριο.»

Κοιμήθηκε ήρεμος. Με μια διάθεση αύριο, ν’ αποτελειώσει ό,τι δεν πρόφτασε σήμερα.

Τον ήρωα, τον λέγαν Αγκουστίν. Ακόμα έτσι τον λένε, δηλαδή.

4

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

4 σχόλια