Μάτια που έκρυβαν θάλασσες αγριεμένες, γαλάζια σαν το χρώμα που χει ο ουρανός του Ιούλη λίγο πριν νυχτώσει, όταν βγαίνει το λυτρωτικό αεράκι των 8. Χείλη πολυφιλημένα, χτυπημένα από έναν έρωτα νεαρό, κλέφτη, τα φανταζόμουν να τρέχουν στο λαιμό μου, να γυρίζουν στην πλάτη. Έβγαζαν λέξεις μπερδεμένες, τυχαίες σκέψεις, γέλια μαγικά, αναμνήσεις. Και γω κρεμόμουν απ'το κάθε τι θέλοντας να τα κρατήσω όλα, να μην ξεχάσω λέξη μα ο χρόνος έτρεχε, έτρεχε αδιάκοπα. Λαχάνιασα πίσω του και τελικά αφέθηκα στον ήχο της φωνής, άκουγα αφηρημένα, κοιτούσα τα μαλλιά, τα μάτια, τα χείλη που ανοιγόκλειναν, και αναρωτιόμουν ποιος κόσμος σε 'κρυβε τόσο καιρό, ποιο αστέρι..
Χέρια απαλά, κάθε τυχαίο άγγιγμα με τάραζε. Ποιος Θεός να σε φτιάξε, πως να ρθες μέχρι εδώ; Τι κάνεις δίπλα μου; Πυκνά μαύρα μαλλιά πέφτουν βίαια στο πρόσωπο σου, κρύβονται τα μάτια σου και χαμογελάς.. Χάνω κάθε έλεγχο. Θέλω να σε χορτάσω, να σ' αφήσω να μιλάς για ώρες γιατί το ξέρω θα φύγεις και θα σε ψάχνω στα ίδια μέρη, στις λέξεις, στα αρώματα.. Το ξέρω, η καρδιά σου είναι αλλού. Αλλά μου αρκεί αυτό, εγώ και συ στο πεζούλι του σχολείου -πήγε μεσάνυχτα; - το φεγγάρι να καθρευτίζεται στα μάτια σου, να λέμε τα πιο μικρά μας μυστικά, τις ιστορίες και η αλήθεια να μπλέκεται με την ψευδαίσθηση, να ταξιδεύουμε σε απάτητους κόσμους, απύθμενες θάλασσες, χρωματιστά ακρογιάλια, να κολυμπάμε μες τις θάλασσες των ματιών σου..
Σ' όποια αγκαλιά και να κοιμάσαι, εγώ μαζί σου θα ταξιδεύω, το ξέρεις. Άλλωστε,μου χες πει ότι οι έρωτες μοιάζουν είτε με άπιαστα όνειρα που θα σβήσουν προτού γεννηθούν είτε με εφιάλτες που θα μας επισκεφθούν σαν δαίμονες του μεσημεριού χωρίς να επιτρέψουν ούτε την ελάχιστη προσμονή ή ελπίδα...
Πρίν το διαβάσεις βάλε να ακούς αυτό