Μια αργοπορημένη αρμονία...

Μια αργοπορημένη αρμονία... Facebook Twitter
1
Μια αργοπορημένη αρμονία... Facebook Twitter


Με το τάμπλετ στο χέρι καθόταν η Όλγα σ' εκείνον τον μπαμπού καναπέ στον πυκνοφυτεμένο, καταπράσινο κήπο του παλιού αρχοντικού περιμένοντάς τον να έρθει. Μεσήλικας και κάτι παραπάνω. Πάνω από τα εξήντα κοντά στα εβδομήντα, όχι πολύ λεπτή, ωραία γυναίκα με άσπρα μαλλιά, χωρίς καμιά επιτήδευση ομορφιάς. Συμπαθητικά ντυμένη με μια μακριά φούστα, αναπαυτικά, ανατομικά παπούτσια, ένα φαρδύ πουκάμισο ριχτό πάνω από τη φούστα. Όμορφη γυναίκα, κοντή, μιας ηλικίας που θα περίμενε κανείς να τη δει με ένα βιβλίο στο χέρι και όχι με ένα τάμπλετ. Εκείνη ήταν πιο προχωρημένη, διάβαζε το βιβλίο της στο τάμπλετ.


Είχε μία ηρεμία, το βλέμμα της περιφερόταν στον κήπο και κάποια φορά έμενε καρφωμένο σε ένα φυτό, σε ένα δέντρο, έτσι σαν να ξεκούραζε εκεί τη σκέψη της. Κατά διαστήματα την έπαιρνε και ο ύπνος. Έκλεινε τα μάτια της και χαιρόταν τον λήθαργο που της προξενούσε η γραφή και ο ήλιος. Σταματούσε να διαβάζει και λες και τα αφομοίωνε όλα με κλειστά μάτια και με εκείνη την ηλιόλουστη δροσιά μπορούσε να οραματιστεί τους ήρωες, το περιβάλλον τους, να νιώσει τις λύπες τους, τους έρωτές τους, τις προσμονές τους, την αναμονή τους που σχετιζόταν με τη δική της αναμονή. Πολλές φορές ενέπλεκε και τα προσωπικά της σε αυτά που διάβαζε. Έτσι μπορούσε να δει πιο καθαρά τον άντρα της, την κόρη της, τον εαυτό της, τα νιάτα που έφυγαν, τη ζωή που περνά και αφήνει τα σημάδια της. Όχι τις ρυτίδες, δεν ασχολήθηκε ποτέ με αυτές τις λεπτομέρειες! Τα σημάδια στη ψυχή και στο κορμί, αυτά ήταν βασανιστικά για εκείνην. Τα έβλεπε κάθε μέρα και όσα δεν έβλεπε τα ένιωθε. Η καισαρική για τη γέννα της Αιμιλίας και αργότερα μετά την εμφάνιση του κακού, η μαστογραφία και αργότερα η υστερεκτομή. Όλα περνούν με το θεράποντα χρόνο! Μένει όμως μια άθλια, διαβρωτική πίκρα, που επιμένει να ροκανίζει τη ψυχή σαν τρωκτικό.


Τον είχε πρωτοδεί σε αυτό το καφέ του πύργου. Ήταν μόνος του και αυτός και διάβαζε. Μετά ήρθε η σύζυγός του. Τα θηλυκά της χαρακτηριστικά είχαν για κάποιο λόγο αρχίσει να υποχωρούν και να επικρατούν κάποιοι αντρικοί μορφασμοί στο πρόσωπό της. Εκείνη παρήγγειλε και ήπιε έναν καφέ, ενώ εκείνος συνέχιζε να διαβάζει το βιβλίο του με μάτια, που ρουφούσαν το γραπτό, που φαίνονταν ότι τον είχε αιχμαλωτίσει. Εκείνη σκληρή και αδιάφορη κοίταζε γύρω τριγύρω μάλλον βαριεστημένα. Εκείνος, όσο διάβαζε χάιδευε σιγά και φιλήδονα το μπράτσο του καναπέ. Έκανε κύκλους με τα δάκτυλα του στη ροζέτα του, γεγονός, που ίσως να υποδήλωνε ότι διάβαζε κάτι ερωτικό, μια σκηνή ελαφρά ερωτική ή γιατί όχι μια παθιασμένη συνεύρεση.


Σε ένα ανασήκωμα των ματιών του, την είδε! Τα βλέμματά της Όλγας και του Παύλου ανταμώθηκαν σε εκείνο το διάλλειμα από τον λήθαργο και καθώς η Όλγα είδε τα δικά του φλογερά μάτια, σε εκείνο το πυρωμένο βλέμμα, αναστατώθηκε. Ήταν όμορφος, ένας ηλικιωμένος, μεγάλος, σοβαρός κύριος με ψαρά μαλλιά, λίγο γεμάτος, καλοντυμένος και πολύ περιποιημένος. Φόραγε ένα υπέροχο ρολόι και ένα δακτυλίδι σεβαλιέ με ένα οικόσημο στο μικρό αριστερό δάκτυλο. Ένδειξη τιμής, και ευγνωμοσύνης, για τον Προμηθέα, τον άνθρωπο που χάρισε την γνώση και την σοφία! Σύμβολο τιμητικής διάκρισης, για τους άνδρες, υποδηλωτικό δύναμης, και εξουσίας! Διάκριση επίσης των άριστων ιπποτών. Όλα πέρασαν από το μυαλό της. Δεν της καθόταν καλά ο παρασιτεμένος ιππότης, δεν του άξιζε αυτή η εικόνα του παρακμιακού Δον Κιχώτη, ανάμεσα στην ευφυΐα και την τρέλα. Αυτός δεν είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια, το αντίθετο, φαινόταν κοσμικός και πλήρως ενταγμένος. Το συγκεκριμένο σεβαλιέ της φαινόταν οικογενειακό κειμήλιο ή σύμβολο ένταξης σε μια δυνατή οργάνωση υψηλόβαθμων μασόνων. Έμοιαζε πάντα έτοιμος σαν τον Προμηθέα να δώσει φωτιά και γνώση στους ανθρώπους, άρα και σε εκείνη. Αν και ήταν κάπως μακριά, νόμιζε ότι μύριζε το άρωμά του. Το είχε κιόλας φτιάξει με τη φαντασία της και την είχε κιόλας σαγηνεύσει.


Ήταν κάπως μοιραίο. Όλοι αναζητούν μια παρέα για τη μοναξιά τους. Κάποιον να μιλούν για να μην ακούν το κλάμα ή τις κραυγές εγκατάλειψης και φόβου της ψυχής τους, ειδικά όταν έχουν μεγαλώσει. Για λίγο τα βλέμματά τους μοιράστηκαν τη μοναξιά και μετά εκείνοι οι δυο, το ζευγάρι έφυγαν. Έμεινε μόνη. Το είχε συνηθίσει. Ο άντρας της είχε πεθάνει, πάνε επτά χρόνια μα και πριν που ζούσαν μαζί ήταν πιο μόνη παρά ποτέ. Μετά τη μαστεκτομή, δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει γυμνή. Τα βράδια, της ζήταγε να γυρνά πλάτη, τον φρίκαρε αυτή η εικόνα της μονόστηθης Αμαζόνας. Μεγάλη η απόρριψη και μια τεράστια μοναξιά για να πνιγεί μέσα της! Η κόρη της μετά τις σπουδές της συνέχιζε να ζει στην Αγγλία. Πόσο την είχε κακομάθει! Της έκανε όλα τα χατίρια. Εκείνη! Όχι ο πατέρας της! Ό,τι ζήταγε το είχε! Μια φορά είχε ζητήσει ένα κατοικίδιο και της πήραν ένα σκυλάκι. Της αγόρασαν ένα μαλτεζάκι άσπρο και χαριτωμένο και η μικρή στα εννιά της χρόνια το ευχαριστήθηκε τόσο πολύ, που του συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν λούτρινο παιχνίδι, ψεύτικο. Το πέταξε από ψηλά, από το δεύτερο όροφο και το άφησε να σκάσει κάτω, σαν μπάλα και να διαλυθεί. Το έτρεξαν στο νοσοκομείο ζώων για να επιβεβαιώσουν ότι ήταν νεκρό, ενώ το ζώο ψυχορραγούσε και βογκούσε στη διαδρομή για το πρόωρο τέλος του και την ανθρώπινη ηλιθιότητα. Γύρισαν ευθύς πίσω με ένα άλλο παρόμοιο, για την κορούλα τους, λέγοντας ότι ευτυχώς ο γιατρός τον γιάτρεψε τον σκυλάκο. Το ονόμασαν δε Λάζαρο. Να μην πικραθεί το παιδί, να μην πικραθεί και αρρωστήσει! Όλα όμως δεν ανασταίνονται με ψέματα και η πραγματικότητα, είναι σκληρή και μη αναστρέψιμη τις περισσότερες φορές.


Δεν την άφηναν ποτέ να στενοχωρηθεί, να της λείψει κάτι. Έτρεχαν να ικανοποιήσουν την παραμικρή της επιθυμία. Διακοπές με φίλους στην εφηβεία, σπουδές στην Αγγλία, παρέες με σκάφη για να βρει τελικά δουλειά στο Λονδίνο και να μην ξαναγυρίσει ποτέ στην οικογένειά της. Ήταν κάπως αυστηρός ο πατέρας της, ωστόσο η μητέρα της, της έκανε ό,τι ζήταγε. Της έκανε πλάτες για να βγαίνει με φίλους, την κάλυπτε στις κοπάνες της, της αγόραζε ό,τι ορέγονταν μπορούσε δε μπορούσε. Ήταν πάντα πλάι της, παραστάτης και υποστατικός.


Όταν έκανε σπουδές στην Αγγλία, αν και φοβόταν η μάνα της τα αεροπλάνα, πήγε και έμεινε μαζί της, να μην την αφήσει μόνη της στα ξένα και να την περιποιείται. Ήταν και ευκαιρία να απομακρυνθεί από τον σατράπη σύζυγο, που της ρήμαζε τη ζωή με τη γκρίνια, την αδιάκοπη κριτική του και την απαισιοδοξία του.


Όλα αυτά μέχρι, που η κόρη τους γνώρισε εκείνον τον άγγλο συνάδελφο. Νέος, όμορφος με κάπως μακριά μαλλιά, με μπούκλες, λεπτά χαρακτηριστικά, φαινόταν και ήταν πολύ ευγενής. Αυτοί οι ξένοι όμως δεν είναι συνηθισμένοι να έχουν τη μάνα της γυναίκας τους από δίπλα, οπότε και εκείνη γύρισε στον άντρα της και με την κόρη της επικοινωνούσε συνέχεια με το skype. Η Αιμιλία είχε καλή δουλειά στην Αmerican Express και ο άντρας της κάπου αλλού. Γέννησαν πρώτα το κοριτσάκι τους, την ονόμασαν Όλγα, όπως εκείνη, που ήταν η τυχερή γιαγιά και μετά από δυο χρόνια γεννήθηκε ο γιος τους, ο Αλμπέρτος - Κωνσταντίνος. Ο παππούς, που είχε ταλαιπωρήσει τη γιαγιά, την είχε ζηλέψει, την είχε αποκόψει από τις φίλες της από το Παρθεναγωγείο, την είχε αποτρέψει απ' το να πάει τώρα που μεγάλωσε στο Κ.Α.Π.Η της γειτονιάς, την ήθελε γενικά δίπλα του, συνέχεια, ειδικά μετά που του διαγνώστηκε εκείνο το πρόβλημα με την καρδιά του. Από φόβο την αναζητούσε πια και όχι από προσμονή και λαχτάρα πάθους. Λυπηρό όταν η συνάντηση των ανθρώπων με τα χρόνια, αντί να ωριμάζει, γίνεται σχέση ανάγκης και ωμής επιβίωσης.


Η ζωή της κόρης μοιάζει με ανέκδοτο. Χώρισε με τον άντρα της, γιατί, τον έπιασε με τον εραστή του. Ναι με άλλον! Με το φίλο του, και οι δυο άντρες μέχρι εκεί πάνω! Φίλοι από τα παλιά! Πολλά χρόνια φιλίας, άρα ίσως και σχέσης και πριν το γάμο με την Έμιλυ ή ελληνιστί Αιμιλία.


Τον έπιασε στα πράσα, εκείνη! Ένιωθε βέβαια ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά ως συνήθως δεν μπορούσε να αποδείξει κάτι. Κλειστά τα κινητά και ασφαλισμένα με κωδικό, δεν μπορούσε να μάθει τίποτα. Και εκείνος ο άλλος, συνέχεια δίπλα στον άντρα της και τα παιδιά της, τόσο που η Αιμιλία του έκανε συζήτηση να απομακρύνει το φίλο του από τα παιδιά. Φοβήθηκε για παιδεραστία και ανωμαλίες. Δεν είναι και λίγα αυτά που διάβαζε γι' αυτό.


Κάποιο βράδυ, εκείνος κοιμόταν και το κινητό του χτύπησε και το σήκωσε εκείνη. Μπόρεσε επιτέλους να έχει πρόσβαση στο περιεχόμενό του. Της ήρθε εμετός. Ο ένας να στέλνει πρόστυχες φωτογραφίες στον άλλο. Προσωπικές φωτογραφίες και σχόλια σαν και αυτό: «Δες τι μου έχει κάνει η σκέψη σου και μόνο!» και να ανταπαντά ο άντρας της, ο δικός της άντρας με τον ίδιο χυδαίο τρόπο και χειρότερα. Σκοτοδίνη! Αυτή που διακήρυσσε σε όλον τον κόσμο ότι είναι δικαίωμα και υποχρέωση του κάθε ανθρώπου να είναι ευτυχισμένος, με οποιοδήποτε κόστος, τώρα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυτή τη συμπεριφορά. Αυτός δεν υπολόγισε τίποτα! Αν και η Έμιλυ εξακολουθεί να πιστεύει ότι η αποστολή κάθε ανθρώπου είναι η πορεία του προς την ευτυχία, τώρα εξεγείρεται και σκέφτεται ότι δεν του αξίζει να είναι ευτυχισμένος. Έπρεπε να είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του από την αρχή, να είχε μπει έντιμα στην αναζήτηση της δικής του ευτυχίας! Γιατί να την εμπλέξει σε αυτή τη σκοτεινή αναζήτηση; Και τι θα πει αργότερα στα παιδιά της; Ο μπαμπάς σας την έκανε με τον καλύτερό του φίλο; Και αυτή; Δεν την αγάπησε ποτέ λοιπόν! Αλλά και η Έμιλυ, άλλο ξόανο αγαπούσε, μια δική της προβολή. Το είχε τόσο ανάγκη να απεμπλακεί από όλα αυτά στην Ελλάδα, μια υπερπροστατευτική μητέρα και έναν τύραννο πατέρα. Δεν ήταν ποτέ το ταίρι του, ούτε και αυτός το δικό της! Από τον κυριαρχικό πατέρα, στον υποχωρητικό και ευγενικό σύζυγο, δεν πρόσεξε την απόσταση της διαφοροποίησης. Βέβαια όλοι οι ευγενικοί δεν είναι ομοφυλόφιλοι, ούτε όλοι οι υπόλοιποι άντρες βάρβαροι και αδιάλλακτοι!


Κατακρημνίστηκε! Ήθελε να εξαφανιστεί και δεν ήξερε που να πάει. Η μάνα της μακριά και εκείνη, να θέλει να φύγει από το σπίτι. Η πεθερά, της κράτησε τα παιδιά, να μπορέσει να βρει τις ισορροπίες της. Ζήτησε άδεια από τη δουλειά και έφυγε στην Ελλάδα, κρύφτηκε στο παιδικό της δωμάτιο και κούρνιασε στην αγκαλιά της μητέρας της. Έκλαιγε απαρηγόρητη. Και η Όλγα τι να της πει; Της έλεγε κάτι χαζά, ότι είναι μια σκληρή εμπειρία, αλλά ωστόσο θα έχει τα δύο υπέροχα παιδιά της και θα ξαναφτιάξει τη ζωή της. Της υπενθύμιζε ότι είναι αγωνίστρια αυτή και δεν έχει μάθει να εγκαταλείπει έτσι εύκολα τα όπλα! Και η Όλγα συνέχιζε έπειτα το κλάμα της για την κόρη της, δίπλα σε έναν άντρα, που δεν την καταλάβαινε, ούτε και ήθελε να ασχοληθεί με το παιδί του, «που παντρεύτηκε τον άγγλο, την αδελφή και τώρα θυμήθηκε ότι έχει και οικογένεια! Ας τα λουστεί τώρα !»


Έτσι στον καφέ πέρναγαν όλα αυτά από το μυαλό της Όλγας. Σύχναζε σε αυτό το αρχοντικό στην Κηφισιά, ήταν ήσυχα και οι θαμώνες, άνθρωποι στην ηλικία της, ειδικά τα πρωινά. Στην αρχή έπαιρνε το βιβλίο της, όταν όμως άρχισε να κουράζεται να διαβάζει, ενημερώθηκε για το τάμπλετ και τα ηλεκτρονικά βιβλία, μεγάλωνε τη γραμματοσειρά και ευχαριστιόταν ανάγνωση και διαφυγή από τις σκέψεις που την βομβάρδιζαν κατά καιρούς. Της άρεσε τόσο να διαβάζει, ειδικά μετά που αρρώστησε, ένιωθε ότι μέσα από τα μυθιστορήματα ζούσε και άλλες ζωές, που της οφείλονταν.


Ο χρόνος φάνηκε ευγενικός μαζί της. Της χαρίστηκε και με τα χρόνια ένιωθε πιο ισχυρή, αν και πολύ μόνη. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, στον ελεύθερό της χρόνο γράφτηκε σε μια λέσχη φιλαναγνωσίας και έκανε φιλίες με κυρίες, που τη συνόδευαν σε θεατρικές παραστάσεις, σε συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής, καμιά φορά σε κανένα καλό εστιατόριο και με τις οποίες έκανε κάπως πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις και όχι μόνο για πίεση, χοληστερίνη, κολπικές μαρμαρυγές, καρκίνους και θανάτους.


Μία έκανε με τον άντρα της ταξίδια, τους έδειχνε φωτογραφίες και τους τα διηγούνταν με κάθε λεπτομέρεια. Η Όλγα ταξίδευε και με αυτόν τον τρόπο και αργότερα τα σκεφτόταν μόνη της και έβαζε τον εαυτό της σε αυτά τα μέρη , που δεν θα πήγαινε μόνη της, τώρα που δεν είχε καμία παρέα να τη συνοδεύσει.


Στο βλέμμα όμως του Παύλου εκείνη την πρώτη φορά χάθηκε, βυθίστηκε σε ένα άλλο ταξίδι και ένιωσε το σώμα της πρώτη φορά αναστατωμένο. Νόμιζε ότι αυτό δε θα συνέβαινε πια στην ηλικία της, εξάλλου την είχε καταδικάσει χρόνια πριν ο άντρας της σε μια παραίτηση και αποκλεισμό, ήταν ένα είδος τιμωρίας για μια ωραία γυναίκα, που ζήλευε παθολογικά και δεν ήξερε πώς να την εκδικηθεί γι΄αυτό.


Ξαναπήγε και ξαναπήγε στον κήπο για καφέ, όμως ο Παύλος δεν εμφανίστηκε για καιρό. Ο καιρός άρχισε να ψυχραίνει και τώρα κάθονταν μέσα κοντά στο παράθυρο να κοιτά πάντα τον κήπο. Το αρχοντικό μέσα είχε ψηλά, ζωγραφισμένα ταβάνια, όμορφα έπιπλα ελισαβετιανής εποχής με αντίστοιχα σερβίτσια για τσάι ή καφέ και κάθε φορά ένα διώροφο μικρό σκεύος, μια ιδιαίτερη μικρή πιατέλα γεμάτη βουτήματα και σοκολατάκια συνόδευε ευχάριστα το ρόφημα. Μετά από καιρό ένα απόγευμα ξανασυναντήθηκαν και εκείνος ήταν μόνος του. Στο βλέμμα του κατάλαβε ότι τη θυμόταν και έκανε να του μιλήσει, όμως συγκρατήθηκε. Εκείνος το κατάλαβε. Καθόταν σε διπλανό τραπέζι και βρήκε την ευκαιρία να της μιλήσει και να δικαιολογήσει την απουσία του. Έλειπε στην Αγγλία, στο Λονδίνο στο σπίτι της πρώην γυναίκας του, που μένει μόνιμα εκεί. Ήταν μια ευκαιρία να δει και τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Έμεναν σε μια μικρή μονοκατοικία στο Σάμμερχιλ , τώρα μένει μόνη η γυναίκα του και στον πάνω όροφο ο χωρισμένος γιος τους. Ενθουσιάστηκε η Όλγα, γιατί και η κόρη της ζει στο Λονδίνο και έχει δύο παιδιά και είναι χωρισμένη. Την επισκέπτεται από σε καιρό, αλλά από τότε που χώρισε εκείνη και έμεινε χήρα η Όλγα έχει πέσει η διάθεσή της και περνά περίοδο ανασυγκρότησης και αναδόμησης.


Ήταν πολύ εμφανίσιμος άντρας, περίπου στην ηλικία της, κοσμογυρισμένος και διαβασμένος πολύ. Ασχολούνταν με ναυτιλιακά και έλειπε πολύ από το σπίτι του, όταν ήταν παντρεμένος, αλλά και τώρα ακόμα. Με εκείνη την κυρία που τον είχε δει την προηγούμενη φορά, είχαν δύο παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Η κόρη του έμενε στην Ολλανδία και έκανε μεταδιδακτορικό, ενώ ο γιος του ασχολούνταν με το μάρκετινγκ στην American Express. Συζήτηση στη συζήτηση κατάλαβαν ότι ήταν συμπέθεροι και δεν είχαν ποτέ γνωριστεί. Τώρα τι να πει η Όλγα; Όλα έμοιαζαν ξεθωριασμένα από το χρόνο, η ζωή είχε συνεχιστεί, η κόρη της είχε συνεχίσει τη ζωή της, τα παιδάκια φαρμακωμένα βέβαια, είχαν τα σχολεία τους και τις παιδικές τους ανησυχίες. Ο μπαμπάς τους, γιος του Παύλου, τα φρόντιζε τακτικά, το ίδιο και η αγγλίδα γιαγιά που ήταν και εκείνη μόνη και έρημη.


Η συνεννόηση με τον Παύλο είχε ένα επίπεδο. Δεν αναλώθηκαν σε χαρακτηρισμούς και μάλλον και οι δύο αντιλαμβάνονταν πόσο πόνο οι επιλογές των ανθρώπων μπορούν να προκαλέσουν στους άλλους. Εξάλλου και οι δύο είχαν πολύ πονέσει στη ζωή τους και από τις δικές τους επιλογές και από αυτές των άλλων. Αντάλλαξαν τηλέφωνα για να επικοινωνήσουν και να ξανασυναντηθούν. Καθώς έφυγε ο Παύλος έμεινε να συλλογίζεται τα παιχνίδια της τύχης, τη σύμπτωση να μην βρίσκεται ο μπαμπάς του γαμπρού στο γάμο του, γιατί έλειπε για δουλειές στο Ντουμπάι και μετά να γνωρίζονται σε έναν κήπο στην Κηφισιά, μια δύσκολη μέρα της ζωής, που με μια ματιά στα περασμένα εξήντα αναστατώθηκαν καθοριστικά και αλησμόνητα. Τι παιχνίδια κάνει η ζωή ;


Δεν άφησε να περάσει πολύς καιρός και ούτε την ένοιαζαν οι καθωσπρεπισμοί. Μετά από δύο μέρες του τηλεφώνησε και τον κάλεσε για δείπνο. Ήρθε καλοντυμένος, άψογος! Κύριος! Με μια ανθοδέσμη και ένα καλό κρασί. Έφαγαν εκλεκτά και πολύ προσεγμένα και είπαν ότι η ζωή περνά και δεν πρέπει να τη βαρύνουν με άλλα από αυτά που έχει ήδη. Ο καθένας σχεδιάζει και οδηγεί τη ζωή του, άρα μπορούν και αυτοί! Την πλησίασε, της έπιασε τα χέρια, την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και εκείνη τον ακούμπησε με την τρυφερότητά της και εν τέλει ο ένας παραδόθηκε στον άλλον. Μίλησαν για τα όνειρά τους, όσα πρόλαβαν να πραγματοποιήσουν και τα άλλα, τα απραγματοποίητα. Ο Παύλος θα ήθελε να έχει γη κάπου στην Ελλάδα να καλλιεργεί αμπέλια και να βγάζει κρασί. Ήξερε τα πάντα για το καλό κρασί, τη γεύση την επίγευση, το χρωματισμό. Εκείνη αγαπούσε τη φύση, τους κήπους τα ζώα. Από το επόμενο πρωί σα νέοι ερωτευμένοι έκαναν σχέδια για μια νέα αρχή, μια συνέχεια, που θα συμπεριλάμβανε όλους, με κύριο άξονα όμως της ζωής, επιτέλους αυτούς τους ίδιους. Στο πρωινό σαν νέοι ερωτευμένοι οραματίστηκαν τη φάρμα τους, τα ζώα τους, την παραγωγή τους, σχεδίασαν την ευτυχία τους. Δε χρειάζονται πολλά στην ηλικία τους, σύντομες διαδικασίες, άμεσες αποφάσεις και διεκδίκηση επιτέλους του χαμένου χρόνου.


Ο Παύλος έψαξε και βρήκε ένα κτήμα στη Σαντορίνη και το αγόρασε. Έκαναν όνειρα ότι θα έρχονται τα παιδιά με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς και το σπίτι θα τους υποδέχεται, εκείνοι θα ασχολούνται με όσα αγαπούν, θα ζουν φυσικά και ήρεμα, χωρίς ανταγωνισμό στον έρωτά τους, θα ηρεμεί το πνεύμα τους και θα αναστατώνουν τα κορμιά τους. Τα μάτια τους έλαμψαν, μακριά από τα εξήντα τους χρόνια σαν να ήταν έφηβοι, γιατί ήταν ερωτευμένοι και ο έρωτας σε αυτή την ηλικία δε θέλει πολλά λόγια και χρονοτριβές, ξέρει κανείς πια τι θέλει και τι όχι.


Η Σαντορίνη θα είναι για αυτούς η γη της Επαγγελίας, το ταξίδι στα Κύθηρα, το ταξίδι στο κέντρο της ζωής τους, για όσο χρόνο έχουν, χρόνο δικό τους, σε κανέναν δωρισμένο πια, αλλά που θα συμπεριλαμβάνει, θα αγκαλιάζει όλους τους αγαπημένους τους ανθρώπους, με όλες τις αδυναμίες τους, χωρίς να τους κρίνουν για να αγκαλιάσουν και τη δική τους θλίψη και να νιώσουν επιτέλους και αυτοί, εκείνη την πολυπόθητη ασφάλεια, τη στοργή και να κουρνιάσουν στη μήτρα της ζωής ρουφώντας κάθε θρέψη από αυτόν τον καθόλου δεσμευτικό λώρο και αναπνέοντας όλο το ζωτικό και ζωογόνο οξυγόνο εκεί μέσα και έξω.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια