Με μοναδικές ίσως εξαιρέσεις το φαγητό και τη μουσική διακρίνομαι από μια αποστροφή σε ό,τι διατείνεται ή προβάλλεται ως αμιγώς ελληνικό. Αυτό που ξεκίνησε από τη νηπιακή σχεδόν ηλικία ως αντίδραση σε μια υποτιθέμενη ταυτότητα εγγεγραμμένη στο αδιαφιλονίκητα ελληνικό DNA (αίμα το λέγαμε το '80, μετά η επιστήμη μας επέβαλλε να αποδίδουμε με επιστημονικούς όρους την από γεννησιμιού ελληνική ''φύση'') κατέληξε συνειδητή επιλογή να αποφεύγω να συνδεθώ συναισθηματικά με σύμβολα και αξίες που χωρίς καμία ορθολογική κρίση, καμία κριτική επεξεργασία επιβάλλονταν πάνω μου ως αναμφισβήτητες ποιότητες του ''ελληνισμού'' στο σύνολο του. Τελευταίο στη λίστα των συναισθηματικών αγκυλώσεων, το λεγόμενο φιλότιμο. Οφείλω να παραδεχτώ πως ο θάνατος του τελευταίου με ταλαιπωρεί ακόμα.
Αξέχαστη θα μου μείνει η επιστημονική ορθότητα του επιχειρήματος ελληνικό ταμπεραμέντο με το οποίο νομιμοποιούμασταν να στηρίξουμε ολόκληρη έκθεση ιδεών στο Λύκειο και το οποίο κολλούσε σα τσιχλόφουσκα σε κάθε ζήτημα ή συνθήκη της εγχώριας κοινωνικής πραγματικότητας που απαιτούσε τεκμηρίωση. Αδιαπραγμάτευτη η συμμετοχή δε, σε παρελάσεις και εκκλησιασμούς – με τη διευθύντρια να εκτελεί χρέη μπράβου-πορτιέρη μπροστά από την είσοδο της εκκλησίας εμποδίζοντας την έξοδο σε όποιον επιχειρούσε να βγει από εκεί και δεν έφερε εμφανή σημάδια λιποθυμίας. Χαραγμένη θα μου μείνει η διαπόμπευση μαθήτριας μπροστά σε ολόκληρη την τάξη για τα κιλά της από καθηγητή, ο δημόσιος εξευτελισμός άλλης μαθήτριας για ένα φιλί στο προαύλιο, η ασύμμετρη απειλή προς μαθητή για μείωση της διαγωγής του επειδή τόλμησε να διαμαρτυρηθεί και η εν συνεχεία εκβιασμένη απολογία του από φόβο αποκλεισμού του από τις σχολές υψηλού, για την εποχή, κύρους στις οποίες ποτέ δεν εισήχθη ούτως ή άλλως.
Αλλά το κερασάκι στην τούρτα, αυτό ρε παιδί μου που σου κάνει το κλικ και λες, ''όπα! κάτι πάει λάθος εδώ και ...για δες... βρωμάει τόσο που θυμίζει οικεία σκατά'' ήταν η φλέβα που χτυπά το σχολείο όταν πέφτει επάνω στο ύψιστο ταμπού. Αυτό, της μίας, ομοούσιας, καθολικής και ενιαίας οικογένειας. Για να πάρεις μέρος στην πενθήμερη εκδρομή και εφόσον συνέτρεχαν ειδικοί λόγοι κατά περίπτωση, ήσουν υποχρεωμένη/ος ως μαθήτρια/ης να κουβαλήσεις και τους δυο εν ζωή γονείς σου σε ένα αστυνομικό τμήμα για να υπογράψουν κάποιο αμφιβόλου χρησιμότητας έγγραφο. Κι αν δεν μπορούσες να το κάνεις αυτό, κι αν δεν μπορούσες να αποδείξεις ότι συντρέχουν λόγοι υγείας τότε καλούσουν να ξετυλίξεις ενα κουβάρι προσωπικής οικογενειακής ιστορίας μπροστά σε ένα αδηφάγο μαθητικό κοινό, ενώπιον ενός καθηγητή -δικαστή και μιας τάξης ενόρκων- βρικολάκων που ψοφούσε για οικογενειακά δράματα αρκεί να μην ήταν τα δικά του.
Έτσι τυχαία η τσιμπίδα του νόμου περί κανονικότητας σε έβρισκε απροειδοποίητα, αυθαίρετα, όσο καλά κι αν προσπαθούσες να προσποιείσαι πως ανήκεις κι εσύ στο πάνελ εκείνων των οποίων οι οικογένεια προσομοίαζε διαφημίσεις απορρυπαντικών και που αποτελούσε το υπέρτατο μαξιλαράκι, ενωμένη και αποτελούμενη από μαμά και μπαμπά, με τη μαμά νοικοκυρά κατά προτίμηση, ένα αδελφάκι να συμπληρώνει το καρέ της επιτυχημένης τεκνοποίησης και ακόμα καλύτερα, γιαγιά και παππού να χαρτζιλικώνουν γενναιόδωρα. Α! κι ένα χωριό για να λες ότι κάπου πας τα σαββατοκύριακα. Μεγαλώναμε το '80 ως παιδιά, γινόμασταν έφηβοι το '90. Σε μια εποχή μετάβασης ανάμεσα στο τέλος της έννομης και νόμιμης βίας (το ξύλο ως παιδαγωγική μέθοδος είχε μόλις καταργηθεί αλλά την ποδιά την προλάβαμε όπως και την τελευταία σφαλιάρα από το δάσκαλο) και λίγο πριν τον παροξυσμό της νεοφιλελεύθερης παιδοκεντρικής αντίληψης που θα προσκυνούσε πάσης φύσεως ''ειδικούς'' στην ορθή ανατροφή των παιδιών. Που θα ερχόταν να αφαιρέσει βολικά την ευθύνη για την όποιας μορφής ''παραβατικότητα'' από τους γονείς όταν αυτοί ενέπιπταν εξίσου βολικά στο κανονιστικό πρότυπο (δύο, ετεροφυλόφιλοι, εν γάμο, με τον πατέρα εργαζόμενο προστάτη και τη μητέρα νοικοκυρά κλπ, κλπ) ενώ θα την επέρριπτε στερεοτυπικά σε αυτούς που απέκλιναν από αυτό (διαζευγμένους, εργαζόμενες μητέρες, αλλοδαπές με άλλη κουλτούρα πάντως μη ελληνική και ο κατάλογος μακρύς). Και που γενικώς θα έψαχνε παντού για ένα πρόβλημα προκειμένου να το λύσει με το αζημίωτο βέβαια...
Μεγαλώσαμε κρύβοντας καλά τους ποικίλες, όσες και όποιες αποκλίσεις μας από αυτές τις προσδοκίες. Πολλοί μεγαλώσαμε με ένα αίσθημα βαθιάς ενοχής που τροφοδοτούνταν διαρκώς όταν καλούμασταν έμμεσα ή άμεσα να απολογηθούμε για το που και πως φυτρώσαμε. Μεγαλώσαμε σε μια επαναλαμβανόμενη, επιτελεστική, ενοχική διαχείριση αυτής της παρέκκλισης και των αποκλεισμών που επέφερε. Μεγαλώναμε με το φόβο της αποκάλυψης των εν οίκω στα εν δήμω. Μεγαλώναμε σε μια φριχτά απολιτική, πατριαρχική, μικροαστική χλαπάτσα ανάμεσα στο μοντερνισμό και την χουντικών καταβολών παράδοση του τρίπτυχου πατρίδα-θρησκεία- οικογένεια. Και ακούγαμε μουσική. Μας έτρεχαν στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, φιλήσαμε χέρια παπάδων μέχρι το δημοτικό. Κάναμε το σταυρό μας. Φοβόμασταν το Γύφτο, θα 'ρχόταν να μας πάρει, άλλοτε θα μας ''έδιναν'' αν δεν τρώγαμε πολύ, δε χέζαμε σωστά ή λέγαμε άσχημα λόγια. Φάγαμε μπόλικο πιπέρι στο στόμα. Κι ακούγαμε μουσική.
"Ποιος είναι ο αρχηγός της οικογένειας;" ήταν η ερώτηση κρατικού λειτουργού που ήρθε να πραγματοποιήσει δημοσκόπηση στο σπίτι μας περί τα 1989-90 όταν μια μέρα έλειπαν όλοι και βρέθηκα αφοπλισμένη ενώπιον της τσιμπίδας της κανονικότητας μη γνωρίζοντας φυσικά πόσο un-politically in-correct θα θεωρούνταν σήμερα μια τέτοια ερώτηση, όταν μόλις πριν πεντέξι χρόνια πριν θα είχαν ψηφιστεί νόμοι περί ισότητας των δυο φύλων. Τρανό παράδειγμα του πως οι θεσμικές αλλαγές δεν συνακολουθούνται απαραίτητα από μια αυτόματη μετατόπιση στο επίπεδο των πολιτισμικών εκείνων Λόγων που στην καθημερινή ζωή αναπαράγουν ραφιναρισμένα ή και εξαναγκαστικά, πάντως σίγουρα πειθαρχικά το αξιακό σύστημα της πατριαρχικής οικογένειας με όρους αρχηγών και υποτελών.
Μάθε να σέβεσαι, μάθε να υπακούς, μάθε να λες ευχαριστώ και παρακαλώ, μάθε να μη παίζεις το πουλάκι σου μπροστά στον κόσμο κι αν είσαι αγοράκι και δε φας ξύλο θα γίνεις βορά στα κορδομένα χασκογελάκια ανεγκέφαλων μαμάδων που θα σιγοντάρωντας αφελώς την επιδειξιομανία των συζύγων ως προς το πόσο άντρας θα γίνει το αγόρι τους μπροστά σε θείους, θείες και μπατζανάκηδες, σεξουαλικοποιούν πρώτοι την κατά τα άλλα ''αθώα'' παιδική ηλικία ενώ ταυτόχρονα αυτοχρήζονται σταυροφόροι -υπέρμαχοι της προστασίας των ανηλίκων τέκνων τους από πάσης φύσεως ανώμαλους.
Μεγαλώναμε κι ακούγαμε μουσική. Βλέπαμε τηλεόραση. Είδαμε σε ζωντανή μετάδοση τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία τρώγοντας μπροστά στη τηλεόραση γύρους ή σουβλάκια ανάλογα που βρισκόμασταν, ενώ λύναμε μαθηματικές εξισώσεις. Είδαμε τη δίκη Κοσκωτά κι ας μη καταλαβαίναμε το χριστό μας. Μετά πιάσαμε τον πόλεμο του Κόλπου, εξοικειωθήκαμε με βομβαρδισμούς, λάμψεις σε νυχτερινούς ουρανούς και παράπλευρες απώλειες. Οικογενειακά πάντα. Μετά ήρθαν οι Αλβανοί, κλέβανε πατάτες κι εμείς τους σκοτώναμε γιατί μάθαμε ότι εκτός από πατάτες μας παίρναν και τις δουλειές. Λίγο αργότερα, ήρθαν κι αυτές οι ''ξέκωλες'' Ουκρανές, Ρωσίδες, Βουλγάρες και μας αρπάζανε τους άνδρες και τους αφεντάδες. Ακόμα σήμερα όταν ακούμε traffiking ο νους μας πάει στο μποτιλιάρισμα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όταν φτάσαμε στην Παλαιστίνη αλλάζαμε κανάλι από βαρεμάρα ενώ για να συγκινηθούμε έπρεπε να περιμένουμε να δούμε το "Βαλς με τον Μπασίρ" στο σινεμά.
Γιατί κάποια στιγμή είδαμε και σινεμά, φίλε. Δε μας αρκούσε μόνο η μουσική. Μπορεί να γεμίσαμε ασφυκτικά τα σινεμά στο Jurassic Park και στο Kaptan Hook μπορεί να μην ξέραμε για το ελληνικό σινεμά τίποτα πέρα από τον Γαρδέλη και τον Ψάλτη αλλά ''σε βρίσκει η ποίηση" που λέει και ο Πατρίκιος. Και δε σε βρίσκει μόνο η ποίηση, που από τα επτά κακά της μοίρας -τέχνης είναι μακράν το χειρότερο, το πιο υπονομευτικό της άρχουσας τάξης πραγμάτων και το πιο ύπουλα ανατρεπτικό στοιχείο πάσης ισορροπίας. Σε βρίσκουν και τα υπόλοιπα. Τα βιβλία, το θέατρο, η ημερολογιακή γραφή, τα γκράφιτι, οι μπάτσοι, η μυρωδιά των δακρυγόνων. Σε βρίσκει ο έρωτας. Ανάποδα. Σε βρίσκει και το μίσος. Κανονικά. Μόνο ο φόβος παραμένει γιατί ήταν εκεί από την αρχή. Σε βρίσκει μια εποχή που πρέπει να πάρεις θέση.
Και τι γίνεται όταν δεν μπορείς να πάρεις θέση; Τι γίνεται όταν η ''θέση'' μέσα στη οποία βρίσκεσαι δεν δικαιολογεί καμία άλλη ''θέση'' έξω απ' αυτήν που ήδη βρίσκεσαι; Όταν δεν είσαι ούτε περιθώριο ούτε όμως και κανονικός; Πώς μιλάς για τα κανονικά εκείνα πράγματα που στα δικά σου παιδικά, εφηβικά, μετεφηβικά και ώριμα μάτια διογκώνονται ως μια τερατώδης ανωμαλία-χταπόδι? Πως και από που ξεκινάς να επανακαθορίσεις τη σύγχρονη καραμέλα "φασισμός" την οποία επικαλούμαστε και ανάγουμε έξωθεν χωρίς καμία διάθεση να ξύσουμε έστω και την επιφάνεια του ιερού άβατου της οικογένειας και των αξιών με τις οποίες μεγαλώσαμε και που διακαώς απαιτούμε να προστατεύσουμε; Πως μιλάς για τη βία όταν δεν φέρεις σημάδια; Για ποιες ρωγμές θα μιλήσεις όταν όλα τα αφύσικα δεν είναι παρά ''φυσιολογικά";
Δεν βίωσες καμία αναπηρία, καμία κακοποίηση. Δεν πήρες ποτέ ναρκωτικά. Δεν παραβίασες τους κανόνες του φύλου σου, ορατά τουλάχιστον, δεν έφαγες bulling. Δεν υπήρξες ''αλβανάκι'', ούτε ''ρωσσάκι'', ούτε ...''μαυράκι''. Δεν προσεύχεσαι στον Αλλάχ μα ούτε και στο Θεό. Ψωνίζεις ή τουλάχιστον ψώνιζες. Δεν εκπορνεύτηκες ούτε κι αυτοκτόνησες αν και τα σκέφτηκες και τα δύο. Μορφώθηκες. Δούλεψες. Παρελθόν και τα δύο. Έκανες ''φυσιολογική" σχέση και η πρώτη σου φορά ήταν θεϊκή. Δεν έμεινες έγκυος απ' τα δεκατέσσερα. Δεν έμεινες ποτέ γενικώς. Δεν έκανες ποτέ έκτρωση. Δεν ξέρεις τι πάει να πει νυστέρι. Έκανες φίλους, ακολούθησες τη μόδα και την απέρριψες και μετά την ξαναακολούθησες. Είχες επιλογές και επέλεξες. Δεν είσαι από εκείνους. Δε είσαι μια απ' αυτούς. Δεν έχεις φάκελο, δεν τριγυρνάς στην Ομόνοια παρά μόνο ηδονοβλεπτικά. Δεν είσαι ένα ανθρώπινο ερείπιο.
Είσαι το περιθώριο του μέσου όρου. Ελληνίδα, χωρίς να το θες, χωρίς να το νιώθεις έτσι όπως περιμένουν να το νιώσεις. Ελληνίδα της ντροπής και της ροχάλας. Η σημαία σου προκαλεί εμετό. Οι άνθρωποι και οι αξίες τους που αντιπροσωπεύει σου προκαλούν εμετό. Τη φοβάσαι. Σε κάναν να τη φοβάσαι. Δε τη θες στο μπαλκόνι σου γιατί βρωμά φασισμό και χούντα και υποκρισία. Γιατί όσο μεγάλωνες σημαία σήμαινε μισώ τον Τούρκο. Σημαία σήμαινε δεν είμαι Τούρκος. Κι ας είναι ένα κομμάτι ύφασμα με πολύ όμορφα χρώματα. Σε θεωρούν Ελληνίδα αλλά απ' τα δέκα που γράφεις τα εννιά είναι στα Αγγλικά και τα υπόλοιπα στα greeklish που μισούν πολλοί αλλά εσένα σου βγάζουν μια μεταιχμιακή εκφραστικότητα. Αγαπάς το παραδοσιακό τραγούδι. Το λατρεύεις για την ακρίβεια, γιατί μεγάλωσες σε μια κουλτούρα που το έφτυσε στα μούτρα. Σε έκανε για χρόνια να πιστεύεις ότι είναι "βλαχιά" και μπανάλ και ρετρό και λούμπεν και όλες αυτές τις ωραίες ξενικές μαλακίες τις έμαθες όσο μεγάλωνες. Όσο έπρεπε να διασκεδάζεις με κάτι που δε σου λέει τίποτα για το ποια είσαι, αρκετά για να θεωρείσαι παιδί της ''ηλικίας'' σου. Σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι επαναστατούν στην απώλεια της ταυτότητάς μας. Εννοώντας στην πραγματικότητα την ταυτότητα που είχαν στο πορτοφόλι τους.
Υπάρχει λοιπόν και μια μερίδα ανθρώπων κάπου μεταξύ Ομονοίας και Αμαρουσίου, Πανοράματος και Δενδροποτάμου, αριστερών και χουντικών, θηλυκών και αρσενικών, εικοσάρηδων και εξηντάρηδων, υγειών και αρρώστων που είναι ο λεγόμενος μέσος όρος. Η μεσαία ανθρώπινη κατάσταση. Και μέσα σε αυτή τη μεσαία κατάσταση κάποιοι λίγο ή πολύ ταυτίζονται με το μοντέλο των τυπικών αμερικανικών οικογενειακών sitcoms. Δε μπορούμε να ξέρουμε ούτε θα μάθουμε ποτέ ποιοι είναι αριθμητικά περισσότεροι. Αυτοί που ταυτίζονται πολύ ή εκείνοι που ταυτίζονται λίγο. Σημασία έχει πως αυτοί που ταυτίζονται πολύ επιβάλλουν την φαντασιακή τους ταύτιση σε αυτούς που έχουν λίγη ή και καμία σχέση με αυτό το μοντέλο ακόμα κι αν φαινομενικά μοιράζονται κοινές συνιστώσες. Με άλλα λόγια διαμορφώνουν και αναπαράγουν εκ των προτέρων ένα ανύπαρκτο στη ουσία πολιτισμικό πλαίσιο αξιών, ανιστορικό και αυθαίρετο μέσα στο οποίο επινοούν τον εαυτό τους, διαχειρίζονται τα τραύματά τους, απενοχοποιούνται και επαναπαύονται. Όσο λίγοι αριθμητικά κι αν είναι , είναι τόσο διεισδυτική η δυναμική του φαντασιακού της νορμάλ οικογένειας που και η παραμικρή απόκλιση από αυτή είναι εν δυνάμει απειλητική για όποιον τολμά, είτε σε επίπεδο λόγου και αναπαράστασης είτε σε επίπεδο βίου, να την αμφισβητήσει.
Έτσι το φαντασιακό της νορμάλ ελληνικής οικογένειας αντεπιτίθεται διαρκώς με θεσμικά και πολιτισμικά ερείσματα απέναντι σε κάθε προσπάθεια έκφρασης ενός λόγου για τα πράγματα και τον κοινωνικό εαυτό πέραν της Μεγάλης Ιδέας Οικογένεια και μέσα από μια κριτική της που μπορεί να ταράξει την αντίληψή μας για τη βία, το πού γεννάται και πως τροφοδοτείται. Συχνά, μετά τα τριάντα, ανακαλύπτεις πως υπάρχουν πολλοί που βγαίνουν σα τα σαλιγκάρια για να μιλήσουν για τις αντιφάσεις μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας, για μορφές βίας που δεν αφήνουν ορατά σημάδια αλλά συνεπάγονται δυσπροσάρμοστους βίους και προσωπικότητες.
Για όλους εμάς, τη φαντασιακή μειοψηφία, που δεχόμαστε καθημερινά την πίεση να αφηγηθούμε ανύπαρκτες ιστορίες οικογενειακού βίου γύρω από χριστουγεννιάτικα δέντρα και εκδρομές με τροχόσπιτα, για όσους και όσες δεχόμαστε καθημερινά την πίεση να λογοδοτήσουμε γιατί δε μάθαμε ποτέ να οδηγούμε, γιατί δεν μένουμε στην οικογενειακή εστία ενώ ψοφάμε της πείνας, γιατί δεν δίνουμε δεκάρα τσακιστή για τις ρίζες μας, γιατί δεν τσουτσουρώνει η τρίχα μας στον εθνικό ύμνο, γιατί δεν ξέρουμε -ωημέ- πως γνωρίστηκαν οι γονείς μας, γιατί δεν παντρευόμαστε ή τουλάχιστον σ' αυτη-την-ηλικια-ελεος δεν, τουλάχιστον, τεκνοποιούμε, γιατί χεστήκαμε πατόκορφα για βαφτίσια και γάμους που υποψία αυθεντικότητας δεν διαθέτουν, γιατί δεν έχουμε φωτογραφίες hipster μπαμπάδων να ανεβάσουμε σε instagramiκά λευκώματα, για όλους όσους ''οικογένεια'' είναι οι φίλοι, η κοινότητα, η συλλογικότητα, το κατοικίδιο ή δουλειά (ναι υπάρχουν και τοιούτοι) για όλους εμάς που δεν ξέρουμε γιατί είμαστε έτσι αλλά το ψάχνουμε, που μας νοιάζει η ιστορία (μας) αλλά είναι άλλη από την επίσημη, που ψηλαφούμε τις πληγές ενός μικροαστισμού με μυρωδιά αποφοράς, για όλους όσους έχουμε πολύ καλούς λόγους για όλα τα παραπάνω, ε, τελοσπάντων, κάποιες (ελληνικές!) ταινίες, σήμερα επιτέλους μιλάνε και για μας.
Τόσο σκληρά όσο αρμόζει.
σχόλια