Μωρό ήταν ακόμα και φοβέριζε τα πουλιά. Τα μάτια του ήταν σα γυάλινα, από παιδάκι, λες και δεν υπήρχε ψυχή μέσα του. Σήκωνε το τζην σακάκι του και σαν αρπακτικό θαρρείς έτρεχε καταπάνω τους. Με το που άκουγε φωνή περιστεριού, λες και τον τσίμπαγε μύγα τσε τσε. Ύψωνε το βλέμμα και περισκοπικά έψαχνε να το βρει. Πουλιά, γατιά, σκυλιά, χελώνες κι ανθρώπους στη συνέχεια.
Μια φορά όρμησε τόσο άγρια σε ένα περιστέρι που αυτό απ' την τρομάρα του ξεψύχησε επιτόπου. Το είδε κάτω νεκρό και γέλαγε σαρκαστικά. «Τι έγινε, τάκλασες βρωμοπερίστερο; Αρουραίε του αέρα!»
Από μικρό παιδί ήθελε να καταδιώκει όλα τα ζωντανά κι όταν καταλάβαινε ότι αυτό έχει κάποια αδυναμία, μια μικρή πληγή, ας πούμε, έτριβε στο σημείο αυτό ηδονικά το μαχαίρι του. Ως και τη χοντρή του συμμαθήτρια την κάρφωνε στο πισινό με το διαβήτη την ώρα του μαθήματος και εκείνη πετάγονταν σαν να είχε λόξυγγα. Δεν τολμούσε όμως να το αναφέρει στους καθηγητές, γιατί μια μόνη φορά που το έκανε την περίμενε στο σχόλασμα και της πέταξε με φόρα περιττώματα ζώων κατάμουτρα. Αγαπημένη του ενασχόληση να καραδοκεί στο παράθυρό του με ένα καθρεφτάκι και με την αντανάκλασή του ήλιου να ενοχλεί τις γάτες. Αυτές κυνηγούσαν το φως και ξεχύνονταν στο δρόμο. Πολλές φορές απολάμβανε τη «γατόπιτα», όπως ονόμαζε τη μάζα του ζώου που απόμενε από τις ρόδες του αυτοκινήτου. «Βρωμερό ζώο!»
Από μικρός είχε σφεντόνα και μ' αυτήν από την πολεμίστρα του, το μπαλκόνι του, στόχευε και χτύπαγε από πουλιά, γατιά και σκυλιά μέχρι ανθρώπους. Μια δυο φορές του ξέφυγε, αστόχησε και χτύπησε κάποιον διερχόμενο κύριο, οπότε μετά, καθώς άκουσε τις φωνές του, έπεσε κάτω στο μπαλκόνι ασάλευτος μη και τον δουν.
Από το βασανισμό των ζώων ένιωθε μια διαστροφική χαιρεκακία, μια ευχαρίστηση, περισσότερο ακόμα, μια ηδονή. Δεν ήθελε να πάρει κατοικίδιο, ενώ πολλοί συμμαθητές του είχαν. Εκείνος αρνούνταν πεισματικά, αν και οι γονείς του, ιδίως μετά από προτροπή της ψυχολόγου, πολλές φορές του πρότειναν να του πάρουν ένα σκυλάκι ή ένα γατάκι. Καθώς έβλεπαν όμως τον τρόπο με τον οποίο μεταχειριζόταν τα αδέσποτα έτρεμαν για την κακή, πιθανότατα, τύχη που θα είχαν αυτά τα δύσμοιρα ζωντανά.
Ένα βράδυ με τους γονείς του σε μια ταβέρνα ένα γατάκι που ζητιάνευε λίγο φαγητό πλησίασε στο τραπέζι τους. Εκείνος το ξεγέλασε κάπως με τα ψεύτικα χάδια του, το γράπωσε και του έχωσε μια οδοντογλυφίδα στο μάτι. Το μικρό γατί ούρλιαξε από τον πόνο και ετράπη σε φυγή. «Θα το ξανασκεφτεί την άλλη φορά που θα ικετεύσει για τροφή. Το βρωμόγατο!» είπε. «Σαν να το βλέπω να μεγαλώνει με γούνα ξεφτισμένη, με σκελετωμένα άκρα, μονόφθαλμο να ψάχνει στα σκουπίδια τροφή ή να το σκοτώνει κανένα αμάξι.» Οι γονείς του άφωνοι: « Δε συμπεριφερόμαστε έτσι στα ζώα! Μας εκθέτεις!»
Ο παππούς τον έπαιρνε μαζί του στο κυνήγι. « Έλα παλικάρι μου, να δεις τι κάνουν οι άντρες!» έλεγε και ξανάλεγε. Οκτώ χρονών παιδί πήγαινε μαζί του στο βουνό. Σκότωναν κανένα λαγό, πυροβολούσε ο παππούς και τον έφερνε ο Αζόρ, το κυνηγόσκυλό του. Άλλοτε όταν πήγαιναν σε μέρη κοντά σε λίμνες ή ποτάμια σκότωναν μικρά πουλιά, τσίχλες, πάπιες ή μπεκάτσες.
Η παρέα με τον παππού ήταν το μόνο ενδιαφέρον αφού βαριόταν με την οικογένειά του. Ήταν το στερνοπαίδι σε μια οικογένεια με άλλες δύο κόρες, πολύ μεγαλύτερές του. Μέχρι κάποια ηλικία τον είχαν σα μωρό, έπαιζαν μαζί του. Μετά όμως τον βαρέθηκαν. Είχε η καθεμιά τα δικά της και τον αγνοούσαν. Η μία σπούδαζε μαιευτική και η άλλη κοινωνική λειτουργός. Τις ώρες που δεν ήταν στις σχολές τους ήταν στο κατηχητικό, μαθαίνοντας η μια στα παιδιά τραγούδια και θέατρο και η άλλη σχέδιο.
Στην οικογένειά του όλοι μιλούσαν ο ένας στον άλλο με σεβασμό και στους γονείς οπωσδήποτε στον πληθυντικό. Εκείνον, τον είχαν υποχρεώσει να είναι καλός μαθητής στο σχολείο. Εκείνος όμως δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Τα βαριόταν τα γράμματα καθώς είχε το νου του να φεύγει με τις παρέες του και να κάνουν αλητείες.
Βλέποντας αυτά οι δικοί του τον υποχρέωναν να πηγαίνει μαθητής στο κατηχητικό. Βαριόταν τη ζωή του να ακούει τις ιστορίες με τον Άγιο και με το Τέρας, το φίδι ή το δράκο, τους άλλους που τους κάψανε, αυτόν που τον πέταξαν στα λιοντάρια, όλους αυτούς τους ήρωες, που κατέληγαν σε οικτρό θάνατο για να μην αρνηθούν την πίστη τους. Έπληττε αφόρητα όταν η Μερόπη, η μεγάλη του αδελφή, τον έβαζε να κάνει μικρός το αγγελάκι της φάτνης και μεγαλώνοντας τον Βαραβά ή στη μαρτυρική πορεία του Ιησού προς το Γολγοθά να είναι εκείνος, που τον βοηθά να σηκώσει το σταυρό του.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια έφευγε, ζητούσε δήθεν να πάει τουαλέτα και την κοπάναγε κοιτάζοντας με μοχθηρία, καθώς διέσχιζε την αυλή της εκκλησίας, τα περιστέρια. Αργότερα, συνήθιζε να κρύβει στο πάρκο, δίπλα στην εκκλησία, ένα όπλο, με μικρές κίτρινες σφαίρες κι όταν το έβγαζε σημάδευε πουλιά, γατιά και σκυλιά. Γέμιζε το προαύλιο της εκκλησίας άψυχα σώματα ζώων, σαν ένα τελετουργικό, θαρρείς, της κατήχησης και θυσία στο Θεό της Αγάπης.
Τι παιδί ήταν αυτό; Σαν να κατοικούσε ο διάολος στο κορμί του. Αυτός δεν ήταν ο Μιχάλης. Ήταν ο Κάιν, ο Πιλάτος, η Σαλώμη. Ναι, στην εφηβεία του αποκεφάλισε γάτα, σε άλλη έκοψε την ουρά, άλλη την έλουσε με βενζίνη και της άναψε φωτιά κι δόλια να ξεψυχά ουρλιάζοντας, σέρνοντας το καμένο της κορμί στο δρόμο μήπως και σβήσει τη φωτιά που τελικά την σκότωσε. Οργανώθηκε κατόπιν και με κάτι καλόπαιδα που έκαναν θυσία στο Σατανά ακούγοντας death metal. Μαζεύονταν εκεί στο παλιό εργοστάσιο, σκότωναν γάτες και κάποιες φορές σκύλους, και μετά τα έκαιγαν, καπνίζοντας και κανένα τσιγαριλίκι παριστάνοντας τους άντρες. Τα έβλεπε αυτά ο Πέτρος από το παράθυρό του απέναντι. Βλέπεις το εργοστάσιο, πολλά χρόνια παρατημένο, πρέπει να είχε πιάσει φωτιά και τα τζάμια του ήταν όλα σπασμένα. Από την απέναντι πολυκατοικία τα έβλεπε ο Πέτρος, όμως ποτέ δε μίλησε, ούτε και κανείς άλλος βέβαια. Άκουγαν ουρλιαχτά ζώων και νόμιζαν ότι τσακώνονταν στο δρόμο. Έπειτα, ο Πέτρος, που τους είχε συμμαθητές στο σχολείο, τους φοβόταν να τους καταδώσει. Έλεγε θα μεγαλώσουν και θα βάλουν μυαλό.
Ο Μιχάλης με τα πιο μικρά ζώα τα έβαζε. Έτσι γίνεται πάντα. Είναι κανείς νταής, δυνάστης, εξουσιαστής, βασανιστής, όπου τον παίρνει. Με τα μεγάλα σκυλιά δεν τολμούσε να τα βάλει απευθείας, γιατί τα φοβόταν. Εκεί μόνο αν έστηνε ενέδρα με τα φιλαράκια του και χτυπούσαν το ζώο δυνατά στο κεφάλι για να πέσει κάτω, μόνο τότε έκανε τα νταηλίκια του. Χρησιμοποίησε κι άλλες μεθόδους, όπως δηλητήρια μοιράζοντας φόλες στις γειτονιές. Στην πολυκατοικία του ζούσε η κυρία Σοφία, ευσεβής κυρία που εκκλησιαζόταν κάθε μέρα και τις Κυριακές, φίλη της μητέρας του. Έμενε στο ισόγειο και είχε πολλά ωραία γλαστράκια στη βεράντα της. Κάθε τόσο ερχόταν τα γατιά και ανακάτευαν τα χώματα, κάνοντας άνω – κάτω το μπαλκόνι της. Το έλεγε και το ξανάλεγε στην κυρά Ανδρομάχη, τη μητέρα του Μιχάλη. Το άκουσε και εκείνος και πρόθυμος πάντα να τη βοηθήσει της είπε: «Μη στενοχωριέσαι κυρά Σοφία! Θα σε απαλλάξω εγώ από τα βρωμόγατα!» «Την ευλογία μου να έχεις γιε μου!», ευχαριστώντας τον με τον τρόπο της εκείνη.Τα πεινασμένα ζώα έτρωγαν το μπιφτεκάκι με το ποντικοφάρμακο ή τα γυαλάκια και παραδίνονταν σε ένα βασανιστικό θάνατο.
Πώς να το εξηγήσει κανείς; Η μάνα του, δασκάλα, του μίλαγε με τον πιο γλυκό τρόπο, ο πατέρας υπάλληλος του Δήμου και ψάλτης στην εκκλησία της ενορίας τους, στον Αγ. Δημήτριο. Μπορεί να μην τον πήρε ποτέ να παίξει μαζί του μπάλα στην αλάνα ή να κάνουν μικρές παιδικές αλητείες, που κάνει κάποιος με τον πατέρα του, όμως, όταν ήταν μικρός, έπαιζαν σκάκι, που, ωστόσο, ο Μιχάλης το βαριόταν. Αργότερα του ζητούσε βοήθεια σε εργασίες στην εκκλησία, όπως ξεδιάλεγμα ρούχων για τους φτωχούς και άλλες μικρο δουλειές.
Πιτσιρίκος όταν ήταν, σχεδόν του επέβαλε να είναι παπαδοπαίδι και στον επιτάφιο να κρατά τα εξαπτέρυγα. Αναγκαστικά πήγαινε μέχρι μια ηλικία. Ασφυκτιούσε καθώς έβλεπε τα παιδιά στο σχολείο να ντύνονται διαφορετικά. Οι γονείς τους να είναι κάπως αλλιώτικοι, οι μητέρες τους να φορούν κοντά φουστάνια, τακούνια, παντελόνια, κοσμήματα σε αντίθεση με τη δικιά του που ήταν πάντα πολύ απλή με ένα φουστανάκι μέχρι το γόνατο σε μουντά, όχι φανταχτερά χρώματα, χωρίς πλουμιστά στολίδια και ποτέ μακιγιαρισμένη. Οι άλλοι πατεράδες φόραγαν τζιν και κάποιοι κιόλας σκισμένα, με ελβιέλες και ριχτές μπλούζες, όχι υφασμάτινα παντελόνια ανεβασμένα μέχρι τη μέση με ζώνη και πουκάμισο από μέσα να διαγράφει μια αρχοντική κοιλιά.
Οι αδελφές του αρκετά μεγαλύτερες με μαλλιά μακριά, δεμένα σε κοτσίδα ή λιτά με ριχτές φούστες ή με φουστάνια σε θαμπά χρώματα σαν να ήταν οπαδοί μιας στρατιωτικά πειθαρχημένης αίρεσης. Όλο τους έλεγαν οι συγγενείς να βρουν κανένα γιατρό, ειδικά η Μερόπη, η μαία, κανέναν γυναικολόγο, μα έτσι που ήταν η καημένη, ταμένη, αποκλειόταν αυτό. Η άλλη, η κοινωνική λειτουργός, πιο ξεβγαλμένη, τα είχε πολλά χρόνια με έναν παντρεμένο και μάλιστα έκαναν παρέα με τη γυναίκα του όλοι μαζί. Αυτή η καημένη ήταν άρρωστη και όσα δεν έκανε εκείνη, τα συμπλήρωνε η Βούλα.
Με τον παππού τα κυνήγια κόπηκαν. Όταν ο Αζόρ αρρώστησε ο παππούς πήρε το όπλο του και το σκότωσε το ζωντανό. Ο Μιχάλης το είδε, όπως και το ότι το νεκρό ζώο το πέταξε στο γκρεμό. Σκοτώνουν τα ζώα όταν γεράσουν και αρρωστήσουν, όταν δεν τα σκοτώνουν πιο πριν για άλλους λόγους. Ο παππούς δε ξαναπήρε άλλο σκύλο, εξάλλου, ήταν πολύ μεγάλος και μετά από κάποια χρόνια πέθανε κι αυτός.
Μια φορά, σε μια οργανωμένη εκδρομή με γκρουπ στο Σπήλαιο των Ιωαννίνων, βλέπει μια γάτα και της δίνει μια γερή κλωτσιά. Το ζώο εκτινάχτηκε αφήνοντας μια κραυγή πόνου. Είχε κακία στο βλέμμα και ένα σατανικό χαμόγελο. Μια κυρία που ήταν πίσω του βλέποντάς το, τον απείλησε: « Αν το ξανακάνεις αυτό να ξέρεις θα σε κλωτσήσω, όπως εσύ το γατάκι και θα σε ψάχνουνε! Πού είναι οι γονείς σου;» Εκείνος την κοίταζε απορημένος και απλά της έδειξε με το χέρι του ποιοι ήταν οι γονείς του.
Πήγε η κυρία στη μητέρα και για ώρα συζητούσαν. Τι να πει και αυτή; Δεν είχαν κατοικίδια, όμως αυτό το παιδί από μικρό, λες και όλα τα όντα γύρω του, του έφταιγαν. Την καθησύχασε ότι θα επιληφθεί και έκανε παρατήρηση στο Μιχάλη, λέγοντάς του ότι όλα είναι πλάσματα του Θεού και οφείλουμε όταν σεβόμαστε Εκείνον να σεβόμαστε και τα πλάσματά Του. Έδειξε να μετανοεί.
Ο μετανοημένος εγκληματίας είναι πάντα εγκληματίας. Εδώ, όμως οι υπόλοιποι είναι άγιοι. Στη φωτογραφία στο σαλόνι η μητέρα πίσω και αριστερά από τον πατέρα με εκείνο το μακάριο χαμόγελο, και οι δυο μαζί σαν τον Δία και την Ήρα, σαν το θείο ζευγάρι, και σε άλλη τα κορίτσια μόνα τους και με το Μιχάλη μικρό.
Ο Μιχάλης κατάφερε να σπουδάσει οικονομικά σε μια σχολή. Όταν πια οδηγούσε δεν είχε αφήσει γάτα για γάτα στο δρόμο. Ήταν μεγάλος για να βασανίζει γατάκια και σκυλάκια, αλλά ό,τι μπορούσε να σκοτώσει το έκανε. «Γατόπιτες» γεμάτος ο δρόμος από τη δική του Alpha Romeo Juilleta. Όλα τα γατάκια μικρά, μεγάλα, τετράποδα, τρίποδα, τυφλά ή όχι, υποψήφια θύματα ενός ανθρώπου που δεν αγάπησε βαθιά τίποτα και κανέναν ως αντίδραση στον ασφυκτικό εναγκαλισμό ενός καταπιεστικού θρησκόληπτου περιβάλλοντος που του επέβαλε μια υποχρέωση απόλυτης υποταγής στο Θεό. Κάτι που τον απομάκρυνε απ' οποιαδήποτε μορφή τρυφερότητας αλλά ακόμα και από τον στοιχειώδη σεβασμό προς κάθε είδος ζωής. Τι πήγε λάθος; Δε στάθηκε σε καμιά θέση εργασίας. Δεν είχε ποτέ σχέση με καμιά κοπέλα. Δεν συνευρίσκονταν έστω σαν τα ζώα για αναπαραγωγή. Οι συνευρέσεις του με γυναίκες επί πληρωμή είχαν το χαρακτήρα τιμωρίας, καθώς σχεδόν πάντα τις χτυπούσε πολύ και τις βασάνιζε. Μια φορά όμως ένας νταβάς, που του μελάνιασε το κορίτσι, τον στραπατσάρισε για τα καλά, τον έπιασε και έπαιξαν άγριο ξύλο στο δρόμο. Ποτάμι το αίμα. Τον χτύπησε ο Μιχάλης, αλλά ο άλλος του άνοιξε το κεφάλι. « Φεύγα και μη σε ξαναδώ εδώ παλιομπινέ! Αν έχεις τέτοια βίτσια να πληρώνεις για ένα μήνα όλα τα μεροκάματα! Καθίκι! Πώς και πότε θα ξαναδουλέψει αυτή ρε; Άι στο Διάολο! Στα τσακίδια!»
Ζούσε με τους γονείς του. Δουλειά δεν είχε, τον ζούσαν. Έβλεπε τα ζώα των γειτόνων και αμέσως του έμπαινε η ιδέα να τα βασανίσει, να τα σκοτώσει. Η κυρία Μιρό, ήταν μια ηλικιωμένη κυρία στο δώμα της πολυκατοικίας και είχε έναν γάτο που τον φώναζε Γουργούρη. Πολύ καλό γατάκι, που καμιά φορά έφευγε από την ανοιχτή πόρτα και κατέβαινε τη σκάλα. Του γύριζε το μάτι του Μιχάλη. Κάποια μέρα τον πιάνει τον Γουργούρη, τον βάζει μέσα σε μια σακούλα κοπανώντας τον δεξιά και αριστερά μέχρι το γατάκι να λιώσει και να πάψει να φωνάζει. Πήγε μετά και άφησε τη σακούλα στην πόρτα της κυρά Μιρός. Εκείνη τον φώναζε να έρθει για φαΐ: «Γουργούρη! Γουργουράκο!» Κοιτώντας λίγο πιο δίπλα είδε τη σακούλα και σκέφτηκε ότι ίσως ήταν σκουπίδια. Μα αυτή δεν άφηνε ποτέ τα σκουπίδια της μπροστά στην πόρτα. Ανοίγει τότε τη σακούλα, βλέπει μέσα στα αίματα το περιλαίμιο του γάτου της κι ευθύς λιποθυμά. Γιατί το ζωάκι της; Ποιον πείραξε; Δεν είχε προσέξει κάποιον να ενοχλείται, ούτε της είχαν αναφέρει κάτι. Κόντεψε να πεθάνει από τη στενοχώρια της η γυναίκα και καθώς δε μπορούσε να βρει τον ένοχο, ούτε λύση, αποφάσισε να μην ξαναπάρει ζώο. Οι γονείς του Μιχαλάκη, αυτοί οι καλοί άνθρωποι, καθόλου δε μίλησαν όταν έμαθαν για το γάτο της κυρά Μιρός. Ντράπηκαν και σίγουρα κατάλαβαν ότι ο γιος τους το είχε κάνει, αλλά φοβόντουσαν κιόλας να τον δώσουν. Φοβόντουσαν το ίδιο τους το παιδί.
Αυτός στο μεταξύ έκανε κάτι περίεργες παρέες με κάποιους από την πλατεία και το καφενείο με τα ηλεκτρονικά. Πήγαινε εκεί και καθόταν με τις ώρες, με άλλα χαμένα άτομα, έπιναν καφέδες και κάπνιζαν. Πολύ γρήγορα άρχισε να καταπιάνεται με διάφορες βρωμοδουλειές, αρχικά για την πλάκα του, αλλά μετά βλέποντας ότι αυτές ήταν προσοδοφόρες και ότι κάποιοι ευχαρίστως θα πλήρωναν για να είναι θεατές σ' αυτές ή να συμμετέχουν, το έκανε επιχείρηση. Εξάλλου στη σχολή τους έλεγαν ότι «ο τολμών νικά» και αυτός ήταν τολμηρός. Εξάλλου το επιχειρείν προϋποθέτει ρίσκο, τόλμη κι ευρηματικότητα. Και αυτός τα είχε όλα αυτά.
Μάζευε λοιπόν τα αδέσποτα σκυλιά και τα συγκέντρωνε στο κτήμα ενός φίλου στην Κάντζα Αττικής. Πήραν και μεγάλα κλουβιά μεταφοράς σκύλων και οργάνωναν εκεί τα εγκλήματά τους. Το ξεκίνησαν μόνοι τους αρχικά για να διαμορφωθούν συνθήκες ενός τέλειου εγκλήματος, χωρίς χρονοτριβή. Άφηναν τα σκυλιά ατάιστα και μετά έβαζαν μια γάτα μέσα στο κλουβί τους οπότε εκείνα τη διαμέλιζαν. Η παραφροσύνη τους με τον καιρό δυνάμωνε, καθώς εφεύρισκαν καινούργιους και πιο φρικιαστικούς τρόπους αλληλοεξόντωσης των καταδικασμένων αυτών ζώων. Τώρα χρειάζονταν οι θεατές για τα στοιχήματα. Αυτοί από αυτά έβγαζαν καλά λεφτά.
Αργότερα η επιχείρηση εμπλουτίστηκε! Απλώθηκε σε πολλές κατηγορίες ζώων. Όταν ο συνέταιρος, το ζώο, δεν έχει λόγο, δεν έχει απαιτήσεις, δεν σηκώνει κεφάλι, δεν επαναστατεί, δεν έχει αντιρρήσεις, δεν κολλάς ένσημα, δεν παίρνει άδειες, δεν έχει δικαιώματα με άλλα λόγια, όλα πηγαίνουν καλά. Τα στοιχήματα έπεφταν βροχή. Με τα στοιχήματα ήρθαν και τα ποτά και οι γυναίκες. Κάποιες σέρβιραν και κάποιες άλλες ήταν μέρος του θεάματος, ζώα και αυτές. Γυναίκες αλλοδαπές, από τους ανθρώπους, που λες δεν έχουν γεννηθεί για να είναι ποτέ ευτυχισμένοι. Τις μάζευαν σε κακό χάλι και τους υπόσχονταν λεφτά, καλά λεφτά, αν είχαν καλή συνεργασία μαζί τους. Τι μάχες γυναικών μεταξύ τους, τι ξύλο του άντρα σε γυναίκα, τι ξύλο γυναίκα σε γυναίκα. «Αυτή πληρώθηκε για να τη χτυπούν. Καμιά φορά σκότωνε και καμία, ε, και ποιος νομίζεις ότι θα την ψάξει;», έλεγαν με αδιανόητο κυνισμό μεταξύ τους.
Πολλοί οι δυστυχισμένοι στον κόσμο, πολλοί αυτοί που θα έκαναν τα πάντα για τα λίγα ή τα πολλά λεφτά.
Κοντά στα ποτά ήρθαν και τα ναρκωτικά. Ο μπάφος αρχικά και μετά οι κόκες.
Με τα πρώτα λεφτά έφτιαξαν κάπως το χώρο, στον οποίο μόνο αν κάποιος ήταν εντελώς μεθυσμένος από μανία, ποτό ή ναρκωτικά μπορούσε να αντέξει τη μυρωδιά του αίματος ανθρώπων και ζώων, τον ιδρώτα, τα ξερατά, τον φόβο και αργότερα το σπέρμα και τις άλλες ουσίες.
Οι συνέταιροι πλήθυναν και προσαρτήθηκαν κάποιοι νταήδες, που βρήκαν τρόπο να εξολοθρεύουν μετανάστες. Είτε με τη δική τους προαίρεση τάζοντάς τους να κερδίσουν λεφτά, είτε με το ζόρι έπαιζαν το παιχνίδι «αν σε βρω σε σκοτώνω αν με βρεις με σκοτώνεις».
Πάντα όμως τον έβρισκαν τα πεινασμένα σκυλιά, τον αδύναμο μετανάστη και ποιος να τον αναζητήσει, εκείνος, που θα αναζητούσε το αδέσποτο του δρόμου, ή εκείνος, που δε θα μιλούσε από φόβο; Κανείς! Εξαφανίστηκαν έτσι διάφοροι πακιστανοί, αφρικανοί, σύροι! Κανείς δεν τους έψαξε ποτέ! Ο Θεός μόνο αυτός ξέρει. Κανείς δε μίλησε ποτέ! Ο Μιχάλης επιχειρηματίας, μαζί με άλλους, με άλλη επιχείρηση εισαγωγής ποτών για ξέπλυμα χρήματος, κέρδιζε περιουσίες ολόκληρες με τα στοιχήματα στο θάνατο. Αγόρασε μεγάλο σπίτι με μεγάλα σκυλιά προστασίας στον κήπο του. Τα είχε αγριέψει για να προφυλάσσουν τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Παντρεύτηκε μιαν αλλοδαπή, μια κοπέλα από τη Ρωσία, γυμνάστρια. Καμιά φορά της έδινε μερικές ψιλές. Φρόντιζε όμως να μη ξεσπά συχνά στο σπίτι μπροστά στα παιδιά του. Κανείς δε μίλαγε. Πήρε τους γονείς του κοντά, να τους προσέχει και να τους εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή. Εκείνος πήγαινε αργά στη δουλειά μιας και η δουλειά του ήταν βραδινή. Οι άνθρωποι οργισμένοι έβαζαν στοιχήματα και εξοικειώνονταν με το φόνο, με το θάνατο, το παιχνίδι, τη νοσηρή διασκέδαση.
«Η κοινωνία χάλασε!» έλεγε ο ίδιος κάθε τόσο. Τηρούσε όλες τις παραδόσεις, εορτές, έθιμα, τραπέζια, μεσημέρι Κυριακής μετά την εκκλησία. Κανείς δε μίλησε ποτέ, είχαν όλοι κλείσει τα στόματά τους, είτε γιατί εξαγοράστηκαν, είτε γιατί φοβήθηκαν.
Μια Κυριακή πρωί η μικρή του πήγε να χαϊδέψει τα δυο τους σκυλιά την ώρα που έτρωγαν. Γυρνά αίφνης το ένα και της αρπάζει το χέρι. Αίματα, κλάματα, πανικός. Τρελαίνεται τότε ο Μιχάλης και πριν καν πάει την κόρη του στο νοσοκομείο, φέρνει το πιστόλι και τα σκοτώνει και τα δυο. «Στο χωριό του πατέρα μου το σκυλί, που δαγκώνει παιδί, το σκοτώνουν!»
H Μαρία Μαρή είναι θεατρολόγος