«Μένουν τέσσερις βδομάδες μέχρι να φύγω και δε μπορώ να κοιμηθώ. Σκέφτομαι πόσο ξαφνικά θ’ αλλάξει ολοσχερώς η ζωή μου. Στο νου μου έρχονται στρατόπεδα, όπλα, ασκήσεις και στη μέση όλων αυτών εγώ. Έχω να γράψω, πάνω από ένα μήνα. Δε μπορώ πια να συγκεντρωθώ. Όχι ότι λείπουν οι ιδέες, μα οι λέξεις δε βγαίνουν όπως κάποτε. Άρχισε ως μια ανεξήγητη ανησυχία και σιγά-σιγά, έχει καταλήξει σε ανυπόφορη αναστάτωση, που ξεκάθαρα πηγάζει απ’ αυτό που δεν ήθελα να σκέφτομαι..
Σε τέσσερις βδομάδες, δε θα είμαι πια κοντά σου. Το διαβολάκι κρύφτηκε καλά μέσα στην ανέμελη ευτυχία της παρουσίας σου. Μα, σαν την ψυχή μου, θρεφόταν κι αυτό σιωπηλά απ’ τη ζεστασιά σου. Δυνάμωσε και θέριεψε κι έρχεται να με κατασπαράξει.
Σε τέσσερις βδομάδες, δε θα είμαι πια κοντά σου. Θα είμαι ανάμεσα σε πεινασμένα για έρωτα μυξιάρικα και βαριεστημένους, βαρετούς, αποτυχημένους και πολεμοχαρείς αξιωματικούς. Μα έχω μάθει να ανέχομαι τους πολλούς και να ξεχωρίζω τους λίγους. Τα δημογραφικά του στρατεύματος δε με πειράζουν περισσότερο από αυτά του πλανήτη. Αυτό που με πειράζει είναι η σκέψη της απουσίας σου. Δεν ξέρω πώς θα περάσει ο χρόνος μακριά σου…»
Τα ψέματα τελείωναν. Η Ιφιγένεια θα έφευγε σύντομα, αλλά πρώτος θα έφευγε αυτός. Όταν ξεκίνησε το καλοκαίρι, ο Σεπτέμβρης φαινόταν πολύ μακριά. Ο στρατός ήταν απλά μια ενοχλητική σκέψη, την οποία κατάφερε να απωθήσει. Οι μέρες όμως, πέρασαν. Υπέροχες, ειδυλλιακές μέρες και νύχτες σε αμμουδιές, ταβέρνες, μπαράκια… Δεν το περίμενε ότι θα την ερωτευόταν. Όχι έτσι. Του είχε γίνει απαραίτητη, ναρκωτικό. Δεν άντεχε μακριά της, ούτε λεπτό. Πώς ήταν δυνατόν να την αποχωριστεί για ένα χρόνο; Άφησε το γράμμα στην άκρη, ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι και κοιτούσε το ταβάνι. Γιατί να γίνει τώρα αυτό; Δεν μπορούσε να την είχε γνωρίσει όταν ήταν ακόμη στο πανεπιστήμιο; Όχι τα πρώτα χρόνια, όταν έτρεχε τη μάνα του στα νοσοκομεία, αλλά μετά, όταν ήταν πια ελεύθερος. Έπρεπε να γίνει τώρα; Με το στρατό μπροστά του; Ανυπομονούσε να την ξαναδεί, να τη σφίξει στην αγκαλιά του τόσο δυνατά, ώστε να τη βάλει μέσα στο στήθος του, να γίνουν ένα και να μη μπορεί τίποτα πια να τους χωρίσει.
Δυο ώρες δρόμος η αγκαλιά της. Δυο αιώνες! Δρόμος μακρύς, ατέλειωτος. Χρόνος χαμένος. Τι να το έκανε που αυτή κοιμόταν είκοσι τετράγωνα πιο πέρα, όταν η ανάσα της ήταν τόσο μακριά; Μα γιατί να μην ερχόταν πιο νωρίς; Τι την κρατούσε;
Το ρολόι στον τοίχο τον κορόιδευε. Ο αγέρωχος δικέφαλος αετός στην πλάτη του ρολογιού τον κοιτούσε με το ίδιο υποτιμητικό βλέμμα όπως και την επομένη του τελικού, όταν ο Δημήτρης το κρέμασε για να του θυμίζει για πάντα τα δύο γκολ του τελευταίου λεπτού των καθυστερήσεων. Τα μαύρα φτερά του αετού μουλάρωσαν, αρνούνταν να σαλέψουν. Κι όταν κουνιόνταν τελικά, γυρνούσαν ανάποδα, επεκτείνοντας το μαρτύριο. Γύρισε την πλάτη του στον τοίχο, να μη βλέπει τους δείκτες, μα ένιωθε την αετίσια ματιά να τον διαπερνάει. Έβαλε μουσική, μα όσο και να τη δυνάμωνε, δεν την άκουγε. Άκουσε μόνο το γείτονα, που φώναζε πως είναι μεσημέρι και ο κόσμος προσπαθεί να κοιμηθεί και έκλεισε το ραδιόφωνο. Πήρε ένα βιβλίο, το πέταξε κάτω.
Καταραμένο πράγμα ο χρόνος! Κακομαθημένο αλητάκι, κάνει πάντα το αντίθετο από αυτό που θες. Γιατί ξεγλιστράνε ύπουλα οι στιγμές που θέλεις να κρατήσουν για πάντα; Γιατί εκτείνονται στο άπειρο αυτές που θέλεις να περάσουν; Είναι τάχα ένα σκληρό μάθημα ή το αρρωστημένο αστείο ενός πικρόχολου θεού; Ο χρόνος λέει, μετριέται σε μνήμες, σε στιγμές. Χρόνος υπάρχει μόνο όταν ζεις και όταν περιμένεις, δε ζεις. Οι στιγμές που σε χωρίζουν από την Ιθάκη χάνουν την υπόστασή τους. Σβήνουν οι γραμμές τους, διαχέονται η μία στην άλλη, θολώνουν, γίνονται μια ακατάληπτη μουτζούρα, χωρίς αρχή και τέλος. Βάλτος βυθισμένος σε ομίχλη, όπου βουλιάζουν οι πατούσες σου και περπατάς σε κύκλους, δίχως ελπίδα διαφυγής. Και το αστείο της υπόθεσης είναι πως, όταν μετά αναπολείς τις ώρες, τους μήνες, τα χρόνια που πέρασες περιμένοντας, μαγικά συμπτύσσονται σε μια ασήμαντη, φευγαλέα αίσθηση, οδυνηρή ανάμνηση μιας πεταμένης ζωής.
Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η σκέψη. Τον αρρώσταινε ν’ ακούει σε κάθε ψευτοκουλτουριάρικη χολιγουντιανή μπαρούφα το ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο: Carpe diem! Ζήσε τη στιγμή! Η ζωή είναι μικρή, χαρείτε την όσο μπορείτε! Στάσου και μύρισε τα τριαντάφυλλα! Όλα αυτά του φαίνονταν πάντα πολύ απλοϊκά, απεχθή, σχεδόν όσο και ο αντίποδας, με τις παραινέσεις των θρησκειών για υπομονή μέχρι τον θάνατο, οπότε μαγικά, όλες οι αδικίες θα διορθωθούν. Τι καταπληκτική πλεκτάνη κι αυτή! Πάντως, δεν πίστεψε ποτέ πως υπάρχει άνθρωπος που να απολαμβάνει κάθε στιγμή της ζωής του. Όταν ο Δημήτρης περνούσε τη φάση του Ζεν και τον έπεισε να διαβάσει και να του συνοψίσει κάθε σχετικό βιβλίο, από την τέχνη του να καβαλάς ποδήλατο μέχρι την τέχνη του να αναπνέεις, άντεξε ένα μήνα περίπου. Μια μέρα, ανακοίνωσε πως τον είχε κουράσει πολύ το κυνήγι της στιγμής και προτιμούσε να αποβλακώνεται μερικές ώρες στην τηλεόραση από το να παρακολουθεί τις μέλισσες να μαζεύουν γύρη. Όχι, πιασάρικο μήνυμα το να ζεις πάντα το παρόν, αλλά πώς διάολο να αδράξεις τη στιγμή όταν η αγκαλιά της καλής σου είναι τόσο μακριά;
Κι όμως, μέσα στην άρνηση, θυμήθηκε το πρόσωπο του Δαλάι Λάμα, όταν επισκέφθηκε τη φιλοσοφική. Δεν θα το ξεχνούσε ποτέ. Ήταν σαν να είχαν σβήσει όλες οι επιθυμίες και το μόνο που είχε απομείνει ήταν μια θεία γαλήνη. Ίσως έτσι να είναι δυνατόν... Αλλά πάλι, κάτι τον ενοχλούσε. Ήξερε καλά πως αν όλοι ήταν μοναχοί, αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας δεν θα ήταν καθόλου μέγας. Οι άνθρωποι θα πέθαιναν ακόμη στα τριάντα και θα κοιμόμασταν στα χόρτα της σαβάνας. Όχι, η επιθυμία δεν μπορεί να είναι κακό πράγμα. Μας κάνει να πηγαίνουμε μπροστά. Ας είπε και ο Καζαντζάκης ότι για να ελευθερωθείς, δεν πρέπει να φοβάσαι ούτε να ελπίζεις σε τίποτα. Λευτεριά χωρίς σκοπό, είναι σκλαβιά στο τώρα. Σα μια σταγόνα σε απόλυτο κενό, που είναι ελεύθερη να πάει παντού, αλλά δεν έλκεται, δεν απωθείται από τίποτα και παραμένει ακίνητη για πάντα. Η μεσήλικη σύζυγος του ζάμπλουτου επιχειρηματία, χωρίς καμιά έγνοια, χωρίς κανένα φραγμό, φυλακίζεται σε μια άσκοπη ζωή, πνιγμένη σε αλκοόλ και αντικαταθλιπτικά. Όχι, οι επιθυμίες είναι άγιες. Απλά δεν πρέπει να περιμένεις να εκπληρωθούν.
Με αυτή τη σκέψη πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και την επόμενη στιγμή, ήταν στην πόρτα της θείας της. «Κυρία Ελένη, η Ιφιγένεια είναι μέσα;» έκανε, τάχα ανίδεος. «Κοιμάται αγόρι μου, θες να περάσεις αργότερα;» απάντησε, αγουροξυπνημένη κι εκνευρισμένη αυτή. Η μεσημεριανή σιέστα του Αυγούστου είναι ιερή, αλλά δεν τον ένοιαζε. «Μου είπε να την ξυπνήσω στις τέσσερις» είπε, προσπαθώντας αδέξια να κρύψει το ψέμα. Παρόλο που κοκκίνισαν τα χλωμά μάγουλά του, η κυρία Ελένη βιαζόταν να γυρίσει στο κρεβάτι της και τον άφησε να μπει μέσα, χωρίς περαιτέρω αντίσταση.
Πήγε σιγά-σιγά στο δωμάτιό της, άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και μπήκε μέσα. Μόλις την αντίκρισε, κάθισε ήσυχα στο πάτωμα κι απόμεινε να την κοιτάζει. Χάθηκε στην εικόνα της, στην απαλή ανάσα της. Πλησίασε λίγο ακόμη κι ακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι της. Η μυρωδιά της τον μέθυσε, τον γαλήνεψε. Ήθελε να μείνει για πάντα εκεί, στο πλευρό της. Αχ, να μην ξυπνούσε ποτέ... Να μην τελείωνε ποτέ αυτή η στιγμή. Ήταν τότε, που αποφάσισε πως θα την ακολουθούσε στην Αμερική, στην Ανταρκτική, στα πέρατα του κόσμου.
Ο σκανταλιάρης θεός γέλασε δυο φορές. Γέλασε με τον αφελή άνθρωπο, που ήθελε να παγώσει τον χρόνο. Και γέλασε ξανά, με τον τυφλό άνθρωπο που, καθώς έτρεχε να βρει την καλή του, δεν πρόσεξε το γατί που πήδηξε να πιάσει ένα σπουργίτι και σφηνώθηκε στο φράχτη. Θα ήταν μια αξέχαστη στιγμή, για όποιον τύχαινε να την προσέξει, για όποιον της έδινε σημασία.
σχόλια