Δεν ξέρω γιατί γράφω. Ίσως για να αποδείξω στον εαυτό μου ότι ακόμα μπορώ. Ίσως πάλι για να διαπιστώσω και εγώ ο ίδιος ότι τουλάχιστον δεν έχασα το μυαλό μου. Λέω, τουλάχιστον, γιατί την καρδιά μου την έχω ήδη χάσει. Όχι το βράδυ που το λήξαμε αλλά εκείνη τη μέρα που σε κοίταξα για πρώτη φορά στα μάτια. Βλέπεις με την πάρτη σου δεν έχανα ποτέ στα σκοτάδια. Τη μέρα είχα το πρόβλημα. Αλήθεια, θυμάσαι την πρώτη φορά που ειδωθήκαμε; Τότε που στην έβγαλα και στην έδωσα στα χέρια λέγοντας σε να την κάνεις ό,τι θες; Και εσύ πανάθεμα σε την έκανες!
Οι φίλοι μου υποστηρίζουν πως δεν το πάλεψα. Ότι έμεινα στο δικό σου «Χωρίζουμε» εκείνο το βράδυ. Το άφησα να συμβεί και απλά σηκώθηκα, ντύθηκα και έφυγα. Όμως να σου πω και κάτι, τι να έκανα; Να ζόριζα τα πράγματα; Να πίεζα το συναίσθημα; Και πως στο διάολο θα μπορούσα να σε ξαναχαϊδέψω; Θα με έτρωγε τα συκώτια το γεγονός ότι μπορεί να μη θες και να αναγκάζεσαι το χέρι μου. Εύχομαι να μη νιώσεις ποτέ το χέρι που κάποτε σε αγκάλιαζε, το ίδιο ακριβώς να σε ματώνει. Άσε δε που θα αναιρούσα τον ίδιο μου τον εαυτό γιατί το πρώτο πράγμα που σου είπα μετά από εκείνο το πρώτο μας φιλί, εάν θυμάσαι, ήταν πως «με εμένα θέλω να είσαι ο εαυτό σου». Θυμάσαι;
Ώπα..! Μόλις τώρα μου ήρθε γερή φλασιά. Ρε μήπως τελικά εσύ ήσουν ο εαυτός σου και εγώ απλά ήμουν το βλαμμένο; Μήπως τελικά στην τελευταία μας σκηνή εσύ ήσουν πραγματικά εσύ και όχι ο πραγματικά εσύ που ήσουν στις αρχές; Και αν ναι, τότε εγώ ποιο από τα δύο πραγματικά εσύ σου ερωτεύτηκα; Αλλά όχι! Δεν μπορώ να το δεχτώ. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι τόσο καιρό εγώ χαμογελούσα σαν τον βλάκα σκεπτόμενος ένα άλλο πρόσωπο και αυτό είναι πολύ χειρότερο και από εκείνη τη φορά που θύμωσα για μια σου βλακεία, έκλεισα το κινητό μου και είχες γυρίσει τον κόσμο ανάποδα μέχρι να με βρεις. Θυμάσαι;
Δεν ξέρω για σένα, εγώ πάντως θυμάμαι ακόμα, πώς μυρίζεις και ας έχω να σε μυρίσω καιρό. Θυμάμαι ακόμα πως μιλάς, πως χαμογελάς, πως σου αρέσει να ντύνεσαι και πως σου αρέσει να τρως τα μακαρόνια σου. Θυμάμαι ακόμα, και αμφιβάλλω εάν το ξεχάσω ποτέ, πως καις στον ύπνο σου. Θυμάμαι ακόμα ότι η αγαπημένη σου πλευρά στο κρεβάτι είναι η αριστερή και ότι όταν σε πιάνει το άγχος σου πρέπει να ανοίξεις το παράθυρο του δωματίου σου γιατί δε θα μπορείς να κοιμηθείς. Ξέρεις ότι πλέον ούτε εγώ μπορώ να κοιμηθώ καλά τα βράδια; Και εγώ λόγω άγχους. Με τρώει το άγχος ότι το επόμενο πρωί θα ξυπνήσω και δε θα είσαι εκεί να πω σου καλημέρα και δυστυχώς, στην περίπτωση μου το ανοιχτό παράθυρο δε βοήθησε καθόλου.
Σκέφτομαι συνέχεια από τότε που σταματήσαμε να μιλάμε. Βασικά μόνο σκέφτομαι, τίποτα άλλο. Αλλά και πάλι άκρη δε βρίσκω. Ψάχνω να βρω τον λόγο που χωρίσαμε αλλά και πάλι...άκρη δε βρίσκω. Και νομίζω ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο μας λάθος. Εκεί ακριβώς εντοπίζω το γεγονός του να μη μπορώ να πάω παρακάτω στη ζωή μου. Ότι ο λόγος χωρισμού ήταν κάτι πάνω από τις δυνάμεις μας. Θα ήταν πιο εύκολο, ας πούμε, εάν μου έκανες μαλακία! Να μοίραζες για παράδειγμα και αλλού τα φιλιά σου. Τότε θα τα έβαζα αποκλειστικά με εσένα και θα ξεμπέρδευα με την πάρτη σου. Θα ήταν πιο εύκολο επίσης εάν έκανα εγώ μαλακία. Τότε θα τα έβαζα με τον εαυτό μου και πάλι θα μπορούσα να διαχειριστώ καλύτερα την κατάσταση...Τώρα όμως με ποιον να τα βάλω;
Με την κοινωνία που δεν μπορεί να μας βλέπει μαζί; Με τον κόσμο και την νοοτροπία της χώρας μου που δεν έχει εξοικειωθεί ακόμα με την εικόνα δυο ανθρώπων του ίδιου φύλου να κρατιούνται χέρι-χέρι; Να κάνουν όνειρα; Να αγαπιούνται; Να σχεδιάζουν το μέλλον τους; Και όμως πάλι, εγώ είμαι διατεθειμένος να πολεμήσω σ' αυτήν τη μάχη για να αλλάξουν τα πράγματα. Όμως ποιος θα είναι εκεί ρε αστεράκι να μου κρατάει το χέρι; Πως θα πολεμήσω χωρίς να σε έχω δίπλα μου...Δεν είναι ότι τη φοβάμαι τη μάχη, είναι ότι δε θα είσαι εκεί να μου σκουπίσεις την πληγή σε περίπτωση που με ματώσουν.
Όχι, όχι! Δεν τα βάζω μαζί σου αστεράκι μου. Δε φταις εσύ και δεν είσαι αναγκασμένος να συμμετάσχεις σ' αυτόν τον πόλεμο εάν δε το θέλεις. Κανείς δε μπορεί να σε κατηγορήσει ψυχή μου. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να δικαιολογώ και κάπως τον εαυτό μου για το ότι δεν πάλεψα όσο έπρεπε. Όσο χρειαζόμασταν...
Τι χρειάζομαι τώρα; Να ξανακούσω λίγο τη φωνή σου. Τη χροιά της. Την ένταση και το χρώμα της. Αλήθεια ρε, θυμάσαι τα βράδια, που ήμασταν αγκαλιά και μου έλεγες μια ιστορία; Και σε κοιτούσα στα μάτια; Και σε άκουγα με τα μάτια; Και σε αγάπησα για τις ματάρες σου τις όμορφες; Θυμάσαι που συνήθως δεν προλάβαινες να τελειώσεις την ιστορία σου γιατί μας έπαιρνε ο ύπνος; Ε, τελικά το τέλος μου το είπες, χωρίς καν να το γνωρίζεις. Και ξέρεις μάτια μου ποιο ήταν το χειρότερο απ' όλα στη δική μας ιστορία; Ότι καταφέραμε να την τελειώσουμε έτσι ακριβώς όπως ξεκίνησε. Με μια αγκαλιά και ένα φιλί....
Σε ευχαριστώ για όλα όμορφο μου ψέμα...