Η κυρία Κατερίνα είχε όνομα μόνο όταν έβγαινε από το διαμέρισμά της. Στον μπακάλη, ήταν η Κατερίνα: χήρα, κάποτε εμφανίσιμη, τώρα ελαφρώς κουρασμένη, με μία μεγάλη τσάντα στον δεξιό της ώμο και ένα σεμνό φουλάρι στο λαιμό. Στο τραμ, καθισμένη πάντοτε πλάι στο χαραγμένο παράθυρο, ήταν η Κατερίνα εξίσου, και χάζευε αυτά που τα μάτια της πάλευαν να αποστηθίσουν ως την τελευταία στάλα.
Εικόνες που είχε ξαναδεί αμέτρητες φορές, στο δρόμο προς το νεκροταφείο, ή προς το κέντρο, ή προς το σπίτι της κόρης της και του γαμπρού. Εικόνες απλές σε άπειρες γωνιές της πόλης. Ο αδέσποτος σκύλος που, σαν να μετρά ανάποδα μέσα στο νου του, ξέρει πότε θα αλλάξει χρώμα το φανάρι, και κοιτά με προσοχή αριστερά και δεξιά προτού περάσει απέναντι για να ξαπλώσει στην πλατεία. Ο άστεγος που άλλοτε της προκαλεί προβληματισμό και άλλοτε λιτή συμπάθεια. Το ψηλό νεοκλασικό στο τέλος του δρόμου, που κάποτε ήταν άνδρο αριστοκρατίας, και τώρα φιλοξενεί απόρους και μπλεγμένους.
«Κατερίνα» ήταν το όνομά της και έτσι το είχε συνηθίσει. Για τον περιπτερά· τον υπάλληλο του ταχυδρομείου· την γυναίκα με τη βαριά φωνή που είχε τρία παιδιά και που έμενε ακριβώς απέναντι· ακόμη και για εκείνον τον στρυφνό άνδρα που έκανε εξυπηρετήσεις μεταξύ του καφενείου και των γύρω μαγαζιών. Όπου και αν πήγαινε η κυρία Κατερίνα, η υπόσταση και το όνομά της παρέμεναν τα ίδια.
Το σούρουπο κλείδωνε την πόρτα πίσω της και, εντελώς μόνη, πετούσε την «Κατερίνα» στην άκρη μαζί με το φουλάρι της για να γίνει ένας άνθρωπος δίχως όνομα.
Στο σαλόνι της ήταν ελεύθερη. Εκεί τίποτα δεν της έκανε εντύπωση, και τίποτα δεν τη συντάραζε αρκετά για να συγκινηθεί. Αντί του εαυτού της, πλέον αποτελούταν από το χώρο γύρω της, και ήταν ευτυχής για αυτό. Η κούπα με τον καφέ μπροστά της, το τασάκι με τις καρφίτσες και τα σκόρπια εφεδρικά κουμπιά, οι παντόφλες που είχαν πια ξεβάψει, τα πουκάμισα του μακαρίτη που ακόμα να ξεφορτωθεί, ένα κουτάκι φάρμακα, η συνταγή για κέικ λεμονιού κολλημένη στο ψυγείο, τα μπικουτί που ποτέ δεν ευκαίρησε να φορέσει, τα σχολικά τετράδια της κόρης της χωμένα στο πατάρι, τα απαρχαιωμένα τσιγάρα στην μπροστινή θήκη της σχολικής τσάντας που κάποτε υπήρξαν αφορμή για έναν μεγάλο καβγά, τα κουλουράκια που μύριζαν κανέλα στο ταπεράκι για τα εγγόνια της.
Κι ύστερα, το ημερολόγιο της δικής της εφηβείας, που κάποτε θύμιζε μελόδραμα, και τώρα θα ήταν αγγαρεία να ξαναδιαβάσει. Το λουρί ενός σκύλου που πλέον έμενε αλλού, το κεντημένο μαξιλάρι με την κηλίδα πορτοκαλάδας στο πίσω μέρος, ένα εισιτήριο θεάτρου στο πρώτο συρτάρι, δύο δεσμίδες εισιτήρια λεωφορείου στο δεύτερο, διαφημιστικά ηλεκτρικών ειδών συγκεντρωμένα από εφημερίδες, το πρόγραμμα της τηλεόρασης, ένα βίπερ που της είχε αρέσει πολύ, (ευθαρσώς αφημένο πάνω σε έναν αδιάβαστο Ρίλκε στο τελευταίο συρτάρι), και εκείνο το ρημάδι το ρολόι χειρός που χρειαζόταν αλλαγή μπαταρίας εδώ και χρόνια.
Όλα αυτά ήταν η κυρία Κατερίνα, όταν δεν ήταν ο εαυτός της, μα κάτι περισσότερο.