Περιπλανήσεις...

Περιπλανήσεις... Facebook Twitter
© Peter Horvath
0

Τον έβλεπα πότε πότε σε εκείνη την απομονωμένη στάση του λεωφορείου, το πρωί, που πήγαινα μέσω Εθνικής οδού στο σχολείο μου στην Αλίαρτο. Εκεί, να περιμένει με ένα σκούρο σκουφί, κασκόλ και γάντια μέσα στο κρύο. Μάλλον κάποιο λεωφορείο. Μερικές φορές προς έκπληξή μου τον είδα κοντά στη γειτονιά μου, στο Μαρούσι, δίπλα στο μεγάλο εμπορικό, πάντοτε με τα ίδια περίπου ρούχα.


Είχε ένα άχαρο ύφος, μικρό κεφάλι, μακρύ λαιμό, μακριά άκρα και το περπάτημά του έμοιαζε με αυτό του Σεραφίνο από τα κόμικς. Έφτασε καλοκαίρι για να προσέξω ότι δεν είχε καθόλου μαλλιά. Ήταν υπερβολικά λεπτός, θα τον έλεγες σωματότυπο ακρίδα. Ναι, σίγουρα είχε γίνει κάποια πρόσμιξη, ένα είδος μεταμόρφωσης, όπως στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κάφκα ή όπως στην ταινία «Μύγα» του David Cronenberg (1986), remake της ταινίας του 1958, όπου ένας εσωστρεφής και φιλόδοξος επιστήμονας, ο εκπληκτικός Jeff Goldblum, πειραματίζεται με την τηλεμεταφορά, στην προσπάθειά του να αλλάξει την εντύπωση του κόσμου για τον χωροχρόνο.

Είναι ο τρόπος που βλέπει κάποιος τη ζωή, είτε όταν περπατά είτε όταν παρατηρεί τους άλλους, παρατηρεί πάλι τον εαυτό του. Καθρέφτης! Ό, τι παρατηρούμε στους άλλους είναι αυτό που εμείς έχουμε μέσα μας: οι φόβοι μας, η μοναξιά μας, οι αδυναμίες μας, ο θυμός μας.

Από κάποιο σφάλμα μεταμορφώνεται σε ένα αποκρουστικό, τρομακτικό έντομο. Δε λέω ότι αυτός ήταν απεχθής, ήταν όμως σαν παραμορφωμένος. Για κάποιους που μεταμορφώνονται σε τέρατα με ξυρισμένα κεφάλια και φουσκωμένα ποντίκια είναι παρεμφερής η μεταφορά με εκείνη στο έργο του Ιονέσκο «Ρινόκερος». Ο άνθρωπος που ξεπερνά τον εαυτό του, η λατρεία του για την εξουσία και τη δύναμη, εντέλει τον μεταμορφώνει, τον παραμορφώνει σε κάτι απεχθές και απόκοσμο, ακόμα και απάνθρωπο.


Αυτός, δεν ήταν μια φυσιογνωμία που προκαλούσε το φόβο, προκαλούσε όμως λύπηση, οίκτο. Εκείνα τα χειμωνιάτικα πρωινά, άθελά μου, τον αναζητούσα με το μάτι μου, σ' εκείνη τη στροφή, δίπλα στην καντίνα, μονίμως ανοιχτή, να προσφέρει ολημερίς σάντουιτς και σουβλάκια στους ξενύχτηδες και σ' εκείνους, τους καθυποταγμένους πρωινούς αναχωρητές για εργασία, κάποιους που μερικοί θα τους ονόμαζαν δούλους. Κι εκείνος σε κάποιον τέτοιον προορισμό κατευθυνόταν σίγουρα, σε κάποιο εργοστάσιο κονσερβοποιίας προς τα Οινόφυτα, την Οινόη ή ακόμα και το Διόνυσο, τα Κιούρκα ή και αλλού.


Κάποιες φορές τον έβλεπα να κινείται νευρικά πάνω κάτω, στη στάση, στο χώρο που του αναλογούσε, σαν το θεριό στο κλουβί. Οι άλλοι γύρω του κάθονταν σχεδόν ακίνητοι, χουχουλιασμένοι στα μπουφάν τους, κάποιοι κάπνιζαν και το πρωινό τους τσιγάρο, σαν το τσιγάρο του ετοιμοθάνατου, μιας και μετά δε θα κάπνιζαν παρά μόνο στο διάλειμμα. Δεν τον είδα ποτέ να καπνίζει και σπάνια τον έβλεπα να καταβροχθίζει ένα πιτόγυρο. Τον είδα μια δυο φορές Δευτέρα ξημερώματα και υπέθεσα ότι θα είναι ξενύχτης και τρώει κάτι μιας και το στόμα του ήταν «τσαρούχι» απ' το ποτό και το στομάχι του άδειο. Μιας και το φανάρι αυτό πάντα καθυστερούσε ν' ανάψει, είχα χρόνο να περιεργαστώ τον κόσμο γύρω μου.


Το πρωί φορούσε παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι και γραβάτα και όταν έκανε πολύ κρύο ζεστό πανωφόρι, σκουφί, κασκόλ και γάντια. Δεν τον είδα ποτέ και πουθενά όλα αυτά τα χρόνια να συνοδεύει κάποιον άνθρωπο, γυναίκα ή άντρα. Δεν φαίνεται να έχει παιδιά, ούτε να βγάζει βόλτα το σκύλο του. Μονήρης και άσκοπα περιφερόμενος, όταν δεν απασχολείται με τη δουλειά.


Δημιουργεί πάντως μια περίεργη αίσθηση αυτή η φιγούρα, όταν κινείται το βράδυ, την ώρα του σούρουπου ειδικά. Σαν ένα πελώριο δεινοσαυρικό ον, να τρέχει με εμπύρετη έξαψη προς την τροφή του. Είχε μια αγωνία η κίνησή του.
Με αφορμή τη φιγούρα του και ίσως λόγω της περίστασης εκείνα τα πρωινά, που ξεκινούσα χάραμα από το Μαρούσι με προορισμό την Αλίαρτο, αλλά και μετά το τέλος των μαθημάτων στο σχολείο, επιστρέφοντας στο σπίτι για να ξαναπάω το άλλο πρωί, φρόντιζα να γεμίζω το χρόνο και τη διαδρομή μου με σκέψεις και μνήμες. Οικειοποιούμουν τη διαδρομή.

Δημιουργούσα μια σχέση προσωπική και άρρητη με το χώρο και με τα πρόσωπα. Όταν τελείωσαν οι διαδρομές στην Αλίαρτο, τελείωσαν και οι «μυστικές» συναντήσεις μας. Δεν τον ξαναείδα, μέχρι που τον εντόπισα στο Μαρούσι να περπατά με τους μεγάλους του κωμικούς διασκελισμούς. Πήγαινε σα χαμένος ή σαν καθυστερημένος στο ραντεβού του. Έκανα να χαμογελάσω, να μιλήσω, όμως συγκρατήθηκα. Δε με γνώριζε.


Από τότε παρατηρώ πιο πολύ τους ανθρώπους, όχι κριτικά, αλλά με αγάπη. Αυτό που είναι εκείνοι με αφορά, είναι κομμάτι μου, ή είμαι κομμάτι τους. Έτσι στην καθημερινή βόλτα του σκύλου μου σε μια από τις τρεις φορές που βγαίνει βόλτα καθημερινά, το μεσημεροαπόγευμα, βλέπω πάντα την ίδια νεαρή κοπέλα με την αθλητική φόρμα να τρέχει γύρω απ' το τετράγωνο, με τον ίδιο ρυθμό, την ίδια φορά, σχεδόν με τη ίδια κίνηση. Το κάνει αυτό δε τόσο τυπικά, σαν ρομπότ. Είναι ντυμένη με την ίδια λευκή φόρμα, φορά ακουστικά, έχει τα μαλλιά της δεμένα σε αλογοουρά και στο μέτωπο φορά μια λευκή κορδέλα για τον ιδρώτα.


Είναι τόσο ίδια όλες τις φορές και τόσο μετρημένες οι κινήσεις της, σε τέτοιο βαθμό που μου φαίνεται ότι δεν τρέχει εκείνη, αλλά εγώ εμφανίζομαι μπροστά της, στο δρόμο της, με μια περιοδικότητα. Σκέφτηκα κάποια στιγμή να την τρομάξω κάνοντας ότι πέφτω μπροστά της για να δω πώς θ' αντιδράσει, αν θα τρέξει προσπερνώντας με, ή αν θα σταματήσει ανθρώπινα να ρωτήσει, να συνδράμει. Οργανώνω με το μυαλό μου μια συστολή του χωροχρόνου. Παιχνίδια του μυαλού! Γελώ! Εκείνη κάνει συγκεκριμένο αριθμό γύρων κάθε φορά και εξαφανίζεται. Εγώ βγάζω με άνεση το σκύλο μου βόλτα, είναι ο μεγάλος περίπατος της ημέρας. Απολαμβάνω το όμορφο απόγευμα και χαίρομαι που μένω σ΄ αυτό το υπέροχο μέρος, μιας και διασώθηκα από σπουδές και καριέρες στο εξωτερικό και δε χρειάστηκε να αδειάσω όλη τη μέχρι τώρα ζωή μου για να ξενιτευτώ σε μια κρύα και εν πολλοίς αφιλόξενη χώρα. Απολαμβάνω τον ήλιο και όταν ακόμα αυτός δεν είναι δυνατός, απολαμβάνω το φως.


Στην ίδια αποκαλυπτική βόλτα χαιρετώ και εκείνο το νεαρό, που δουλεύει σε ένα μαγαζί με video games στην περιοχή μου, πιο κάτω. Λίγο παχουλός, πάντα με τζιν και ένα μπλουζάκι το καλοκαίρι, πουλόβερ το χειμώνα και το καταχείμωνο μπουφάν. Θα τον έλεγες απεριποίητο, μια χύμα κατάσταση. Το βάδισμά του άχαρο, χωρίς ρυθμό, οργάνωση και περιοδικότητα κινήσεων. Προορισμός του ο χώρος εργασίας του. Στο δρόμο κάνει κινήσεις και μονολογεί με έναν εσωτερικό διάλογο, ή μπορεί να μιλά σε κάποιον που εμείς δεν βλέπουμε, αλλά τον βλέπει εκείνος. Μπορεί να μιλά με κάποιον που δεν βλέπει πια και νιώθει ότι δεν έχει προλάβει να του πει όσα θα ήθελε να του πει. Μιλά ίσως σε μια μάνα, σ' έναν πατέρα, σ' έναν αγαπημένο παππού, σ' έναν αδελφό, σε μιαν αδελφή. Δεν μιλά εκνευρισμένα, απλά μιλά, τους διηγείται πράγματα, τους μιλά για τη ζωή του, τα όνειρά του, τις ανησυχίες του, με γλυκό τρόπο, χωρίς ένταση και πάντα με χειρονομίες. Σίγουρα έχει χαθεί από σφάλμα σε κάποιον δικό του χωροχρόνο, σε μια φαντασιακή περιοχή, που διαλύεται μόλις φτάσει στη δουλειά του και έχει πια προσγειωθεί στις εργασιακές απαιτήσεις.


Στην ίδια πορεία συναντώ και κάποιον άλλο στην ίδια περίπου ηλικία, ή μάλλον εγώ τον βλέπω, γιατί εκείνος στην προσπάθειά του να βαδίσει βλέπει μόνο μπροστά τη διαδρομή του ή τη μάνα του, που προπορεύεται και είναι σαν να τον σέρνει από τη μύτη. Εκείνος ασθμαίνει, μετά βίας κινεί το δεξί του πόδι, το πέλμα του οποίου έχει κλίση προς την έξω δεξιά γωνία, σαν να έχει κολληθεί λάθος. Για να προχωρήσει κινεί τα χέρια του, όπως η πάπια τα πόδια της για να προωθηθεί μέσα στο νερό. Δεν τον λυπάσαι. Βλέπεις μια υπερπροσπάθεια ενός πολύ νέου ανθρώπου, αλλά για εκείνον είναι η φυσική του κίνηση. Ίσως κιόλας να αναρωτιέται γιατί οι γύρω του δεν κινούνται με τον ίδιο τρόπο με αυτόν, όπως ο Φαντασμένος της Ζωρζ Σαρή. Μπορεί όμως και όχι. Μπορεί να νιώθει σαν ένα περίεργο ον μέσα σε έναν σκληρό κόσμο, που τον κοιτά με μισό μάτι και τον περιθωριοποιεί. Η μάνα του, δίνει το παράδειγμα. Ταγός, μπροστά, ανοίγει δρόμο, δε γυρνά καν να τον δει. Δεν του χαρίζεται. «Αν θες τη μανούλα, έλα! Τι νομίζεις, θα σε λυπηθώ;» Κάτι συνέβη στη γέννα, η μαμή ή ο γιατρός, το τράβηξαν κάπως το παιδί και γεννήθηκε ελαττωματικό. «Ανάθεμα την ώρα που σε συγκινιάστηκα! Ας όψεται η αναπηρική που παίρνεις και μας συντηρεί μετά την αποχώρηση του άχρηστου του πατέρα σου!» έλεγε και ξανάλεγε. «Αλητεία, ο μέθυσος! Μας παράτησε! Δε σκέφτηκε το παιδί του, που είναι ανάπηρο!»
Εμένα με τράβαγε ο σκύλος μου από το λουρί και εκείνη, με ένα αόρατο λουρί, τον έσερνε από την ανασφάλειά του, στηριγμένη πάνω στην κουασιμόδικη κίνησή του, την αναπηρία του, και την ανάγκη του να είναι μαζί, για να ξεπεράσει το φόβο του. Ελάχιστες φορές τον έχω συναντήσει χωρίς τη δεσποτική παρουσία της μάνας του και όταν αυτό έχει γίνει, μοιάζει χαμένος και αγχωμένος, ανασφαλής, έτοιμος να κλάψει.


Αυτό που δεν μπορώ να ξεπεράσω στη βόλτα μας, είναι εκείνη η γυναίκα στο σταθμό του τραίνου. Κάθε φορά που περνάμε με τον Gaston και την συναντάμε κάτω από τις καμάρες του σταθμού, εκείνος με τραβά μακριά. Τη φοβάται που μιλά ακατάπαυστα σε μια ξένη γλώσσα, όχι από τις πλέον γνωστές κι ομιλούμενες, και είναι εμφανές ότι αυτό που λέει ξεχειλίζει από θυμό, μεγάλη πίκρα και πολύ πόνο. Μιλά στο κενό, σε δικά της πρόσωπα, σε έναν άλλο χρόνο και χώρο. Κάνει χειρονομίες και η έκφρασή της παραμορφώνει το πρόσωπό της, το οποίο όταν κοιμάται, γιατί την έχω δει στο ίδιο μέρος να κοιμάται ανάμεσα στις σακούλες της, είναι ήρεμο, γαλήνιο, με παιδική αφέλεια. Στις σακούλες σκουπιδιών μεταφέρει τα υπάρχοντά της, το σπίτι της, το οποίο μέχρι πρότινος βρισκόταν σε μια φτωχική συνοικία, μέχρι την ώρα που βρέθηκε στο δρόμο. Δε θέλει και πολύ. Δυο λάθος χειρισμοί και « Όπου γης και πατρίς!». Όμως με τα προβλήματα υγείας, το βάρος και την ηλικία, το σπίτι απέκτησε μόνιμη θέση κάτω από τις γέφυρες του κατά τα άλλα κοσμοπολίτικου, αστικού δήμου. Το διάλεξε αφενός για να προφυλάσσεται από τη βροχή και από το κρύο κι αφετέρου γιατί από εκεί περνούν πολλοί άνθρωποι, λόγω του σταθμού και οπωσδήποτε εδώ θα έχουν μεγαλύτερη οικονομική άνεση για να τη βοηθήσουν και εκείνη την καψερή. Η αλήθεια είναι ότι όλο και κάποιος της δίνει να φάει κάτι. Εκείνη στην ίδια πάντα θέση, σαν το μπρούτζινο άγαλμα της μάνας πιο πέρα από το σταθμό.


Την παρατηρώ διακριτικά πολλές φορές. Καταλαβαίνω ότι λέει ονόματα ανθρώπων. Τους έχει μπροστά της και τους κατηγορεί, όλους αυτούς που την έφεραν σε αυτή τη θέση, μαζί και τον εαυτό της, που συνθηκολόγησε μαζί τους, υπογράφοντας τη δική της πτώση.


Δε ξέρω τίποτα γι΄αυτήν. Θα μπορούσε να είναι μια ρωσίδα, πολωνή, τσέχα, σέρβα, γιουγκοσλάβα καθηγήτρια πιάνου, δασκάλα που με τα φρικαλέα πολιτικά γεγονότα, έμεινε στο δρόμο ή ακολούθησε έναν λάθος άντρα από την χώρα της στην Ελλάδα, αναζητώντας καλύτερη τύχη και εδώ πια αυτός την παντρεύτηκε ή και όχι, δεν έχει σημασία, της έκανε και τέσσερα παιδιά και αποφάσισε να γλεντήσει τη ζωή του. Τότε, παλιά, ήταν πολύ όμορφη! Εκείνος έφυγε, την παράτησε αφήνοντάς την με τα τέσσερα παιδιά τους. Αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές, δεν είχε λεφτά, την έδιωξε ο σπιτονοικοκύρης από το σπίτι έμεινε στο δρόμο. Κοίμιζε τα μικρά της μέσα σε καφάσια του μανάβη. Τα δύο μεγάλα παιδιά, στην εφηβεία, έφυγαν, γύρισαν πίσω στη χώρα καταγωγής τους. Τα πιο μικρά μπήκαν σε ίδρυμα, μιας και η μητέρα δεν μπορούσε να τα μεγαλώσει και με τον καιρό υιοθετήθηκαν από δύο καλές οικογένειες. Εκείνη η ίδια υπέγραψε ότι συμφωνεί. Για το καλό τους! Το φαγητό δεν ήταν αρκετό, τα λεφτά ήταν λιγότερο από ελάχιστα. Στην αρχή τα έβλεπε κάθε τόσο. Με τον καιρό κατάλαβε ότι αυτό ήταν ενοχλητικό. Μάνα ήταν και η άλλη. Μετά από καιρό ούτε φωνή , ούτε ακρόαση. Έμεινε μόνη στο δρόμο.


Εκεί γνώρισε μιαν άλλη φρικαλεότητα, που την έκανε σκληρή αλλά και περήφανη. Δεν ζητά ποτέ τίποτα από τον κόσμο, όμως αν της αγοράσεις μια τυρόπιτα από το φούρνο στο σταθμό, την παίρνει με ευγνωμοσύνη και την τρώει επιτόπου. Τώρα έτσι συντηρείται. Από αυτό που της δίνουμε όλοι, ενώ πιο πέρα, να σκεφτεί κανείς, ο Δήμος προσφέρει τα Γεύματα Αγάπης.


Αναρωτιέμαι πώς να ξέρει πού θα πάει να φάει μια ξένη, ημίτρελη πια γριά γυναίκα που ζει στο δρόμο, συντροφιά με τα βρώμικα ρούχα της, τις οδυνηρές αναμνήσεις της μέσα σ' ένα σωρό σακούλες; Από το σπίτι της στο παγκάκι, γωνία ξεπεσμού και απανθρωπιάς, νομίζω ότι μέσα στα ονόματα που καταγγέλλει ακούω να φωνάζει και το δικό μου και το δικό σου. Ο Gaston αποτραβιέται, μάλλον ντρέπεται, δεν έχει μάτια να την αντικρύσει και δε μπορεί ούτε μια τυρόπιτα ή ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης να της αγοράσει για να φάει και κάπως να εξιλεωθεί.


Στην κοντινή, σύντομη μεσημεριανή βόλτα υπάρχει κάθε τόσο και αυτή η μορφή του παλιού, συνταξιούχου δικηγόρου ή συμβολαιογράφου, πάντως γραφιά με το χαρτοφύλακα κάτω από τη μασχάλη και μια σακούλα στο χέρι που έχει μέσα ένα μπουκαλάκι νερό και ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Κοιτά δεξιά και αριστερά καθώς προχωρά, έτσι κοντούλης και λεπτοκαμωμένος, με την καμπούρα του από την κακή του στάση και τις ατελείωτες ώρες που καθισμένος, σκυφτός πάνω από δικόγραφα, συμβόλαια ή διοικητικά έγγραφα, έλιωνε σαν τον στριμμένο, μισογύνη τραπεζικό υπάλληλο στην Επέτειο του Τσέχωφ. Τώρα δεν φορά πια τα μανίκια του γραφιά, όμως έχει σταθερά εγκατεστημένη πάνω του αυτή την όψη του κακόμοιρου. Νιώθει ότι κάποιος τον παρακολουθεί, έχει όψη ασβού και συμπεριφορά νυφίτσας που βγάζει τη μούρη της από τη φωλιά με δισταγμό για να δει αν έχει περάσει ο χειμώνας και είναι η ώρα της να βγει. Αν το περιβάλλον είναι καθαρό και ακίνδυνο για να ξεμυτίσει. Οι ώμοι του τον βαραίνουν και οι αγκώνες του θαρρείς και κάποιος τους τραβά προς τη γη.


Προχωρά και κοιτά έτσι δεξιά και αριστερά συνέχεια, με μια σπαστική κίνηση Ζικ- Ζακ. Ναι, προσπαθεί να ξεφύγει από την εικόνα της ζωής του, που έχει καθίσει στην καμπούρα του. Προσπαθεί να ξεφύγει από τη σκιά του. Μα πώς να ξεφύγει; 'Όλα όσα έχει γράψει, έχουν γραφτεί πάνω του, όλα όσα έχει στερηθεί έρχονται στα όνειρά του καμιά φορά και τη μέρα και φοβάται, φοβάται να τα αντικρύσει. Έπαθλό του η κακόμοιρη η σύνταξή του, η μοναξιά του, το φαγητό στο μαγειρείο της γειτονιάς, μια σακούλα φάρμακα και σκήπτρο του το μπουκαλάκι με το νερό μέσα στο σακουλάκι με τα χαρτομάντιλα. Τα βράδια περιμένει μπροστά στην τηλεόραση να έρθει ένα τέλος, ήρεμο, ήσυχο, να γυρίσει τη σκονισμένη του σελίδα και να τον τυλίξει σαν το σεντόνι των Ινδών και εύχεται να τον ρίξουν σε μια θάλασσα να ταξιδέψει, αυτός που ήταν αταξίδευτος. Ξεχάστηκε μέσα σε εκείνο το μουχλιασμένο καμαράκι, μόνος του με ένα φωτιστικό γραφείου, που του έκαιγε τις βλεφαρίδες και του ξέραινε τα μάτια, να γράφει μόνο, χωρίς καν να μπορεί να ταξιδέψει έστω και με το νου. Τώρα που θα μπορούσε, το κορμί του δεν επιτρέπει πια ούτε η σκέψη του ταξιδιού να περάσει από το νου. «Για ποια ταξίδια; Για ταξίδια είμαστε τώρα; Τώρα πάμε για το μεγάλο ταξίδι», έλεγε. «Τι να τα κάνω τα ταξίδια εκεί που θα πάω;»


Αυτές οι περιηγήσεις με το Gaston σε διάφορες ώρες είναι μικρές διαδρομές στον κόσμο. Του χρωστάω πολλά γιατί μέσα απ' αυτές έχω την ευκαιρία να ακούσω το χτύπο μιας άλλης καρδιάς δίπλα μου, να μυρίσω το χνώτο μιας διαφορετικής φύσης, να βουτήξω στον καημό του κόσμου μέσα στον οποίο ζω.


Ο Gaston, o M., και εγώ ένα καλοκαίρι βγήκαμε αργά να πιούμε ένα ποτό, να απολαύσουμε τη βραδινή δροσιά μετά από το καμίνι μιας γνήσιας καλοκαιρινής μέρας το μεσοκαλόκαιρο στην Ελλάδα. Μου αρέσει τα βράδια του καλοκαιριού να έχω τον Gaston συντροφιά μου, νιώθω ότι περνάει καλά, δεν κρυώνει και επιπλέον γνωρίζει κι αυτός τον κόσμο. Υπήρχαν φορές που πηγαίναμε οι δυο μας σε κάποιο μπαράκι και τα πίναμε. Πίναμε ένα δύο ποτάκια και επιστρέφαμε στο σπίτι. Καταπληκτική συνοδεία και συντροφιά! Δεν υπάρχει ο κλασικός διάλογος, όμως υπάρχει η μαγική παρουσία, το ζεστό βλέμμα και ο συναγερμός της αποχώρησης. Δεν αντέχει και πολύ σε κλειστό χώρο με κόσμο. Τότε αντιδρά και είναι η σωστή ώρα και για μένα για αποχώρηση, να ξεκουραστώ εν όψει της επόμενης, δύσκολης, πάντα ημέρας. Μερικές φορές αναλογίζομαι τι θα σκέφτονται οι άλλοι βλέποντας μια κοπέλα σαν εμένα μόνο με το σκύλο ή με βιβλία, χωρίς να έχει διάθεση για «γνωριμίες», να απολαμβάνει πραγματικά το χρόνο της και το ποτό της. Είναι σπάνιες στιγμές ηρεμίας και βαθιάς περισυλλογής.


Έχοντας φύγει λοιπόν εκείνη τη φορά με τον Μ. από το μπαρ λέμε να κάνουμε την ατασθαλία και να φάμε ένα παγωτό μηχανής από το γνωστό φούρνο που δεν κλείνει ποτέ τα βράδια. Το παίρνουμε και καθόμαστε στο παγκάκι. Ο κλασικός λιγούρης Gaston, που όσο και να έχει φάει, πάντα πεινά και ζητιανεύει με κάθε τρόπο. Για το δικό του καλό το αγνοώ.
Σε λίγο έρχονται και κάθονται δίπλα μας στο παγκάκι δυο κυρίες της νύχτας, παχιές σαν τη «Boule de Suif» του Γκυ ντε Μωπασάν, σαν αυτήν την οπαδό του Βοναπάρτη την Ελιζαμπέτ Ρουσέ, που για πολλές σελίδες ο συγγραφέας δεν αναφέρει το όνομά της και είναι περιφρονητικά, η Χοντρομπαλού. Οι δικές μας δεν ήταν τόσο συμπαθητικές και φιλελεύθερες όπως η Χοντρομπαλού. Ετούτες ήταν πλουμιστές, με πολλά χρυσάφια πάνω τους, κολιέ, δακτυλίδια και βραχιόλια, κανονικό κράξιμο σε μια ξιπασμένη μικροαστική κοινωνία.


Φορούσαν έντονα αρώματα και από τα βαθιά τους ντεκολτέ ξεπρόβαλλαν πλούσια μαστάρια. Ήταν έντονα βαμμένες και τα μαλλιά τους ήταν ξανθά από την ίδια μπογιά. Μπήκαν στο φούρνο, μίλησαν με τον υπάλληλο, όπως μου είπε μετά εκείνος, γιατί ρώτησα, του έδωσαν και την κάρτα τους με το τηλέφωνο επικοινωνίας για τις δύσκολες ώρες, αν ήθελε με την μια ή την άλλη ή και τις δυο μαζί, όπως του είπαν, σοκάροντας τον καλό και πραγματικά πολύ συμπαθή οικογενειάρχη. Εκείνος εξεπλάγη που τον ρώτησα αμέσως μόλις βγήκαν οι κυρίες. «Πως καταλάβατε ότι κάτι συνέβαινε;» « Κάθισαν δίπλα μας και με την εικόνα τους, έβαλα στοίχημα με το φίλο μου, ότι είναι "πεταλουδίτσες της νύχτας", εκείνος δεν το πίστευε και απλά ήθελα να το επιβεβαιώσω.


Όταν κάθισαν δίπλα μας στο παγκάκι κράταγε η καθεμιά από ένα τεράστιο σάντουιτς. Να πώς θρέφει κάποιος τα λίπη του! Μίλαγαν δυνατά αν και ήταν προχωρημένη μετά τα μεσάνυχτα η ώρα και διηγούνταν η μια στην άλλη ενσταντανέ της «δουλειάς». «Του είπα του κωλόγερου: σ' αγαπώ πολύ πολύ πολύ!!! Το πίστεψε ο δόλιος. Τι ανάγκη που έχουν τα ανθρωπάκια!» Και γελούσαν. Με το παραμικρό γελούσαν βροντερά. Η άλλη της διηγήθηκε ότι πήρε πίπα σε κάποιον μέσα στο τρένο. Και γέλαγαν πάλι. Του δήλωσε ότι δε την πειράζει κι εκεί ακόμα μέσα στον κόσμο! «Πλάκα, πλάκα ένιωσα να με εξιτάρει η παρουσία των άλλων και η προσπάθειά μου να το κάνω οπωσδήποτε καλυμμένα.» Και συνεχίζει η άλλη: «Αυτό λες ή που εγώ του κάθισα του μεσήλικα μέσα στο λεωφορείο για Λάρισα. Κάθισα δήθεν στα πόδια του, έβγαλε το πουλί του και κάθισα πάνω! Άπλωσα από πάνω τη φούστα και δε μας έβλεπε κανείς. Αυτός έλιωσε, μου κράταγε τα χέρια, σχεδόν με πλήγωσε για να μη φωνάζει από ηδονή. Πριν κατέβει όμως μου έσπρωξε 100€ μέσα στη τσέπη. Ποιος ξέρει πόσο τον ανακούφισε αυτό! Ξεπέτα κατά τα άλλα για μένα! Ο δόλιος! Καλή του ώρα! »


Και γέλαγαν και ξαναγέλαγαν δυνατά και οι δυο τους τρώγοντας τα μεγάλα τους σάντουιτς. Ο Gaston τις παρακολουθούσε με προσοχή εποφθαλμιώντας μήπως και κάτι πέσει από τα σάντουίτς τους ή να τον προσέξουν και να του δώσουν οι ίδιες μια μικρή μπουκιά. Ποτέ δεν έγινε αυτό βέβαια. Καμία σχέση με τη Χοντρομπαλού, που μοιράστηκε τα εδέσματά της με τους πλούσιους συνεπιβάτες της. Τούτες εδώ του αγγέλου τους νερό δεν έδιναν. Έχουν αλλάξει τα κοινωνικά δεδομένα, τώρα δεν εκμεταλλεύεται μόνο το κεφάλαιο τους οικονομικά αδύνατους, αλλά ο καθένας όταν μπορεί να αποσπάσει ο,τιδήποτε από τον άλλο, το κάνει, θέλεις λεφτά, γνωριμίες, εκδουλεύσεις, χρόνο. Ανθρωποφαγία! Εμετός!


Κι έτσι εγώ έμεινα μόνο να τις ακούω, λαθρακουστής μιας ανόητης συνομιλίας θα έλεγε κάποιος, ακούγοντας δυο πόρνες να παραβγαίνουν στην πιο έξαλλη δημόσια έκδοσή τους και να χάσκουν.


Γυρίσαμε στο σπίτι με μια πικρή γεύση στο στόμα, παρά το παγωτό της μηχανής, απογοητευμένοι, ο Gaston, ο Μ. και εγώ.


Ξαφνικά μες στο κατακαλόκαιρο, ψύχρανε η νύχτα και η υγρασία ένιωσα να μου τρώει τα κόκκαλα.


Καθώς γύρναγα βλέπω το γνωστό ψυχάκια της γειτονιάς. Χαμένος σ' ένα δικό του κόσμο περπατά με άλλη, γρήγορη, χαρούμενη κίνηση, κοιτά διερευνητικά γύρω του τον κόσμο με κάτι μεγάλα μάτια γεμάτα απορία. Έχει σκουρόχρωμο δέρμα και κάπως μακριά, σγουρά μαλλιά. Τον βλέπω μόνο το βράδυ. Όλοι λένε ότι είναι ακίνδυνος. Μια φορά τον έχω πετύχει στο φαρμακείο, να τον έχουν σχεδόν βίαια αποπέμψει: «Δεν είναι η κατάλληλη ώρα Μπάμπη, πέρνα κάποια άλλη στιγμή!» Ένευσε καταφατικά εκείνος και στράφηκε στα ράφια με τα αρώματα, τα φόρεσε όλα μαζί, δοκίμασε όλα τα τέστερ. Ικανοποιημένος και χαρούμενος με το ίδιο πάντα περπάτημα έφυγε. «Θα ξανάρθω αργότερα!» ακούστηκε σαν διασκεδαστική απειλή. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Εκείνος με τα μάτια-κάμερες συνέχισε να περπατά με τον ίδιο τρόπο.


Δεν τον έχω ξαναδεί πρωί, όμως στις νυχτερινές βόλτες με τον Gaston τον βλέπω πάντα να ψάχνεται μέσα στη νύχτα, ψάχνει να βρει αυτό που χάθηκε από τη δική του ζωή και τον άφησε έτσι μισό αλλοπαρμένο, ξεχασμένο απ΄ όλους! Σε ποια δική του διάσταση έχει κρυφτεί για πάντα; Τι να περιμένει; Τι ν' αναζητά ή να φωνάζει με τα ορθάνοιχτα αυτά μάτια;


Μάλλον ό,τι και ο κύριος Βαγγέλης. Ο ανάπηρος πολέμου με το καροτσάκι και τη δυνατή μουσική. Καψουροτράγουδα, παλιά λαϊκά όπως Αγγελόπουλο, Καζαντζίδη, Μητροπάνο και ρεμπέτικα. Κρεμασμένο στο λαιμό του το ραδιόφωνο με USB, να παίζει στο δρόμο δυνατά μουσική και να καλεί όλους, μικρούς και μεγάλους, κοντά του για να μοιράσει καραμέλες ή ακόμα και φρούτα, ξηρούς καρπούς ή λαχανικά. Μήλα, μπανάνες, φιστίκια, πατάτες, κρεμμύδια, ό,τι τον έχουν φιλέψει και δεν μπορεί εκείνος να τα φάει, οπότε τα δίνει, τα μοιράζεται με τους θαυμαστές του. Γιατί τον θαυμάζουν τον κυρ. Βαγγέλη, είναι μασκότ της περιοχής.

Όλοι οι δρόμοι τον γνωρίζουν, όλα τα πλακόστρωτα, όλα τα παρκάκια, όλοι οι χώροι όπου μπορεί να πάει με το αμαξίδιό του. Πολύ αγαπητός, με το χαμόγελο, πάντα κουστουμαρισμένος και παρφουμαρισμένος, με τη γλυκιά κουβέντα στα χείλη και βέβαια με κάποια στιχάκια. Έγραφε ποιήματα, τα οποία χάριζε και τα απήγγελε από μνήμης. Είχε να σου πει για κάθε γωνιά της περιοχής του μια ιστορία από τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, μιας και ο κυρ. Βαγγέλης είναι κοντά 92 ετών. Ξέρει τους πάντες και την ιστορία τους. Ποιος κατοικούσε εκεί πριν από χρόνια, με ποιαν ήταν ο καθένας παντρεμένος, ποιος χήρεψε, πόσα παιδιά είχε, τι έκαναν στη ζωή τους. Ιστορίες, έτοιμος να τις διηγηθεί εκεί, στο πόδι, στο δρόμο, για τον καθένα που θα του μίλαγε.

Άρχιζε από τη δική του μακρά ιστορία, παιδί Μικρασιατών. Φτωχοί μετανάστες οι δικοί του, μια μάνα με πέντε παιδιά, ένας πατέρας που πέθανε νωρίς, δύο αδέλφια, που πέθαναν από φυματίωση και εκείνος ανάπηρος πολέμου από τον πόλεμο στην Μέση Ανατολή. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία μια χήρα και είχε το δικό της παιδί σαν δικό του. Τον προίκισε και επειδή ο πατριός, πατέρας του, ήταν ήρωας πολέμου, μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων και έγινε υψηλόβαθμος αξιωματικός. Για να γυρίσουν όλοι αυτοί οι ευεργετηθέντες και να μην του μιλούν όταν δε δέχτηκε να τους γράψει το μοναδικό σπίτι που είχε, αυτό που έμενε. Η γυναίκα με τις απαιτήσεις της: «Καλά δε μπορείς να βοηθήσεις το παιδί; Αρχιτσιγκούνη! Να παντρευτεί να έχει μια στέγη! Κοτζάμ αξιωματικός, να μην έχει που να μείνει; Τι θα τα κάνεις έτσι σακάτης που είσαι ; Μαζί σου θα τα πάρεις;»


Ο κυρ. Βαγγέλης για λίγο έμενε άφωνος. Σκέφτηκε: «Σακάτης; Ουδείς πιο αχάριστος από τον ευεργετηθέντα; Όχι πια! Έξω από εδώ! Και μη ξαναεμφανιστείτε! Γλύτωσα από το θάνατο και θα με πεθάνετε εσείς!». Τους έδιωξε και έμεινε μόνος με το ραδιοφωνάκι και τις γνωριμίες του δρόμου. Όλοι τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν. Του άρεσε να λέει την ιστορία του. Με τον τρόπο αυτό νομίζω ότι ξαναδίκαζε και καταδίκαζε τους κακούς συγγενείς στα μάτια των άλλων, που τον λυπόταν, τον αγαπούσαν ή τον συμπονούσαν.

Συχνά πυκνά στις βόλτες μου τον συναντούσα και μου έλεγε όλες αυτές τις ιστορίες. Άλλες φορές που πέρναγε κάτω από το σπίτι άκουγα από το παράθυρο τη μουσική και κατέβαινα πιο γρήγορα με τον Gaston, να τον προλάβω. Όλο μου έδινε καμιά καραμελίτσα και κανένα στιχάκι μαζί με μια μικρή διήγηση, ένα ευτράπελο, ή μια συνοικιακή ιστορία. Άλλες φορές τον έβλεπα να έχει περάσει και τον κυνήγαγα με τον σκύλο μου να τρέχει μαζί μου να τον προλάβουμε. Λαχάνιαζα, το έτρεχε το αμαξίδιό του, πέρναγε από όλες τις γειτονιές, έδινε το σήμα του. « Είμαι ακόμα εδώ μαζί σας! Καλημέρα! Good morning! Γεια σας ωραιοτάτη μου δεσποινίς! I am well, very well!», μας καθησύχαζε.


Καταπληκτική είναι μια πολύ κοντή και λεπτή κυρία, μεγάλη σε ηλικία με απεριποίητα ρούχα και ατημέλητα γκρίζα μαλλιά, που με βλέπει με τον Gaston και με χαιρετά κάθε φορά που βγαίνει για να πετάξει τα σκουπίδια. Ανοίγει τον κάδο με το χέρι της, χωρίς χαρτομάντιλο που χρησιμοποιούν άλλες κυρίες που σιχαίνονται τα σκουπίδια τους. Έχω παρατηρήσει ότι τα νύχια της είναι μαύρα από τις δουλειές. Δε ξέρω που μένει, πάντως κάπου κοντά. Κάθε φορά μου επαναλαμβάνει ότι και αυτή είχε έναν ίδιο σκύλο και ήταν πολύ καλός. Την επιβραβεύω και τη διαβεβαιώνω ότι είναι καλό σκυλάκι, αλλά μάλλον είχε κακοπεράσει στο δρόμο μόνος του και είναι λιγούρης. Όλα θέλει να τα τρώει και γι΄αυτό προσέχω πολύ στη βόλτα.

Τον χαϊδεύει στο κεφαλάκι και επειδή συναντιόμαστε συνήθως νωρίς το πρωί, εγώ βιάζομαι, αλλά φεύγοντας την παρατηρώ να πιάνει κουβέντα με μιαν άλλη κυρία, λίγο νεώτερη με παλιομοδίτικα ρούχα, σοσόνια με πέδιλο το καλοκαίρι και γαλότσα με άσπρη κάλτσα να φαίνεται μέχρι τη γάμπα το χειμώνα, εννοείται πάνω από καλτσόν, φούστα, παλτό, σκουφάκι και κασκόλ στο λαιμό να την ακολουθούν όμως γατιά μέχρι πιο πάνω όπου τους βάζει φαγητό σε συγκεκριμένο μέρος. Τα γατάκια την περιμένουν υπομονετικά να ανταλλάξει κουβέντες με την πρώτη για να προχωρήσουν έπειτα μέχρι τον προορισμό τους.


Στην πιο πάνω γειτονιά, στη μεγάλη βόλτα συναντούσα συχνά έναν μεγάλο κύριο που φόραγε το λουρί του σκύλου του στο λαιμό, χωρίς να συνοδεύεται από σκύλο. Την πρώτη φορά που τον είδα υπέθεσα ότι μάλλον έφυγε γρήγορα από το σπίτι του και το λουρί του ξέμεινε μιας και έπρεπε να φύγει εσπευσμένα. Καθώς φαίνεται δεν ήταν αυτό! Τον ξαναείδα και πάντα φόραγε το λουρί, σαν λιτό φουλάρι πάνω τους ώμους, άρα είχε επίγνωση. Τι να έχει συμβεί;

Σκέφτηκα ότι θα έχει πρόσφατα χάσει τον αγαπημένο του σύντροφο, τον σκύλο του, τον μοναδικό του φίλο και θρηνεί την απώλεια, δε μπορεί να το ξεπεράσει. Μπορεί πάλι να θεωρεί τον εαυτό του δέσμιο μιας καθημερινότητας και να το καταγγέλλει με αυτόν τον τρόπο. Ίσως πάλι να θεωρεί ότι είναι ενταγμένος σε κάποια γρανάζια μιας σκουριασμένης μηχανής και καταδεικνύει έτσι το καθεστώς δουλείας του. Μπορεί πάλι να ειρωνεύεται αυτούς που τον έχουν θεωρήσει δούλο, που έχει εργαστεί μια ζωή και έχει χάσει διασκεδάσεις και απολαύσεις για να στηρίξει με αξιοπρέπεια την οικογένειά του. Ναι, δούλος, αλλά με το μέτωπο ψηλά! Ίσως πάλι να είναι ανασφαλής και απλά θέλει να έχει πάνω του ένα λουρί για σιγουριά. Μπορεί πάλι να είναι φιλόζωος και θέλει να είναι έτοιμος να περιμαζέψει από το δρόμο το παρατημένο σκυλάκι, αλλά ποιος ο λόγος να φορά το λουρί. Περίεργο!

Όταν τον έβλεπα σκεφτόμουν εκείνον τον άλλο που έσερνε ένα τροχήλατο αυτοσχέδιο χαμηλό καρότσι με κάτι άδειες σακούλες. Έτσι περιέφερε την κενότητα του κόσμου ή απλά είχε ένα τροχήλατο όχημα μήπως και βρει να μαζέψει από τον δρόμο κάποιον μικρό θησαυρό. Το έσερνε πίσω του σαν να τραβά ένα σκυλί ή ένα κακομαθημένο παιδί που πεισματικά δεν προχώραγε.


Απελπισμένος μου φαίνεται εκείνος ο νέος που μανιωδώς αναζητά κι αυτός δε ξέρει τι στο δρόμο με το πιο πράο βλέμμα, ανέκφραστο θα έλεγα. Τον βλέπω να διατρέχει τεράστιες αποστάσεις με σταθερό βήμα και ίδια αμφίεση, κολλητό τζην, μπότες, αλυσίδες στα χέρια χειμώνα καλοκαίρι. Τον βλέπω παντού κάτι άκυρες στιγμές. Τι να αναζητά, τι να προσπαθεί να σβήσει από το νου του; Δεν έχει παρέες; Που είναι οι δικοί του; Από που φεύγει με πείσμα και σταθερότητα; Πόσο μόνος πρέπει να είναι; Τι ιστορίες θα έχει να διηγηθεί; Τι όνειρα έχει κάψει; Και μετά τι;


Μια ιστορία ο καθένας.


Πριν σκοτεινιάσει συναντώ σπάνια μια ηλικιωμένη καλοστεκούμενη γύρω στα εξήντα κυρία, που έχει συνήθεια να φτύνει κάθε τόσο καθώς προχωρά. Μικρές φτυσιές δεξιά και αριστερά κάθε τόσο. Σαν να είναι ένα τικ. Απεχθές βέβαια χωρίς να συνάδει καθόλου με την εικόνα της κατά τ' άλλα ωραίας κυρίας. Κάποιες άλλες φορές την ακούω να φτύνει με βογκητό για να καθαρίσει όλη τη ρινική κοιλότητα ή τον οισοφάγο και το λαιμό, τα πνευμόνια της, αλλά και όλη τη σήψη της ζωής της, όλα όσα έχουν αρρωστήσει μέσα της και έχουν εμποδίσει την αναπνοή της και φιμώσει τη φωνή της. Φτάνει με τη συνεχή προσπάθεια, καθώς νομίζει, ότι θα τα εξαφανίσει όλα.


Γελώ με τον κύριο που φορά την καστανή περούκα με γυναικείο χτένισμα κουνουπίδι σαν να έχει μόλις σηκωθεί από τον ύπνο. Αυτή η περούκα του προσδίδει μια θηλυπρέπεια, που νομίζω ότι δεν τον ενοχλεί, αλλά για τους γύρω αποτελεί λόγο κακεντρεχών σχολίων και αβάσιμων εικασιών. Είναι κάπως αστείος ομολογουμένως, αν και δε μου πέφτει λόγος να τον κρίνω.


'Ένα μεσημέρι καθώς στρίβαμε στη γωνία στο εκκλησάκι για τη βολτούλα μας, ένας περαστικός με ρωτά την ώρα. Ίσα που άκουσα τη φωνή του. Μίλαγε τόσο σιγά, που μόλις που άκουσα τι ήθελε. Έτσι τον πρόσεξα. Στις 14.30 ένας άνθρωπος ήταν εξουθενωμένος, έτοιμος να καταρρεύσει. Ίσως ήταν η ευκαιρία του να τον δει κάποιος πριν το τέλος. Καθώς απομακρύνθηκε είδα τους στρογγυλεμένους του ώμους, που είχαν καμφθεί από το βάρος των απογοητεύσεων και είχαν σβήσει τη φωνή και μειώσει τις δυνάμεις του. Ο κουρασμένος Άτλαντας, ο επαναστατημένος άνθρωπος, που ηττήθηκε τελικά στις 14.30 πάει κάπου να αράξει το αποκάμωμά του.


Απίθανος ο γεράκος με την ομπρέλα να την κρατά μπροστά του σαν λαμπάδα στον Επιτάφιο. Την κρατά όταν δε βρέχει σα να προσεύχεται να μη τον σκοτώσουν τ' αμάξια, να μην τον κοροϊδεύουν τα παιδιά, να μην περδικλωθεί σε κανένα εμπόδιο και σαβουρωθεί, να μην το παρασύρει κανένα τρελαμένο μηχανάκι, να γυρίσει στο σπίτι του όπως κάθε μέρα. Το ερώτημα είναι τι γίνεται όταν δεν είναι φθινόπωρο και χειμώνας, οπότε δε θα δικαιολογείται να κρατά την ομπρέλα κερί. Ίσως τότε να κρατά ένα καπέλο, ή απλά να κάνει σιωπηλά την προσευχή του ή απλά να αποφεύγει να βγαίνει έξω.
Όταν πηγαίνουμε με τα πόδια στο σούπερ μάρκετ, ο Gaston με περιμένει υπομονετικά έξω. Ξέρει ότι όλο και κάποια λιχουδίτσα του επιφυλάσσω βγαίνοντας.

Εκεί πλειστάκις έχουμε συναντήσει τον Θρασύβουλο με την Antonella του, την Αντωνία του, την Αντωνίτσα του, που την μετονόμασε σε Antonella, όταν από κάποιο περιοδικό πληροφορήθηκε ότι το ερωτικό του ίνδαλμα, το σύμβολο ερωτισμού γι΄αυτόν, η Λάουρα Αντονέλι, πέθανε στα 73 της χρόνια μόνη, αποτραβηγμένη στη βίλα της έξω από τη Ρώμη. Σε «βίλα» αυτοσχέδια έμεναν και αυτοί.

Ένα σπίτι αυθαίρετο μέσα στο δάσος, κοντά στο κτήμα Συγγρού. Και τι πειράζει που κάποτε θα τους το γκρεμίσουν; Μέχρι τότε αυτοί θα έχουν ζήσει εκεί ευτυχισμένοι. Κήπος τους όλο το δάσος, κοντά στο κέντρο για ψώνια και φαρμακείο, μικροί χώροι, μια μικρή καμαρούλα, ένα κουζινάκι με πετρογκάζ και ένα μπάνιο με τα εντελώς απαραίτητα. Νερό δεν είχαν. Πήγαιναν τριγύρω και « έκλεβαν» νερό. Έκλεβαν; Γιατί έκλεβαν; Από πότε τα αγαθά της φύσης ανήκουν σε κάποιον. Ο καθένας έχει δικαίωμα στον αέρα, στο νερό, στη γη, στη θάλασσα, άρα και στην ίδια τη ζωή. Πώς θα μαγειρέψουν αυτοί; Πώς θα πλυθούν; Είναι και οι δυο σαν από ταινία του Fellini ή του Κούνδουρου.

Μετρίου αναστήματος προς το κοντό, γύρω στα εξήντα, εκείνος λεπτός, μαγκάκος και εκείνη πλουμιστή, χοντρούλα, με έντονο μακιγιάζ, χείλια υπερβολικά βαμμένα έξω από το φυσικό τους περίγραμμα, βλέφαρα υπερβολικά βαμμένα με έντονες φτηνές σκιές. Είναι πολύ ευγενικοί και οι δύο και προχωρούν πιασμένοι αγκαζέ υποβαστάζοντας ο ένας τον άλλον. Ήταν η μόνη παρέα ο ένας για τον άλλον. Για τον Θρασύβουλο, που ήταν και λίγο φαντασιόπληκτος, το κονάκι τους ήταν βιλίτσα και όσα μπορούσαν να αγοράσουν με το επίδομα και ένα μικρό εισόδημα που είχαν, ήταν πλούσια αγαθά. Είχαν στολίσει το σπίτι τους με πράγματα που πετούν εύκολα οι άνθρωποι στα σκουπίδια. Μπορεί να μην ήταν όλα ταιριαστά αλλά τι πείραζε, είχαν εξοικειωθεί με την αισθητική του kitsch και μάλιστα το είχαν κάνει και Modus Vivendi.


Όταν πριν από χρόνια σε κάποιο περιοδικό από τα σκουπίδια που είχε περισυλλέξει ο Θρασύβουλος πληροφορήθηκε το θάνατο της Λάουρας Αντονέλι, ερωμένης μάλιστα του Ζαν-Πολ Μπελμοντό, με τον οποίο αυθαίρετα είχε από μικρός ταυτιστεί, λόγω του αλήτικου και κάπως αρρενωπού στυλ, ένιωσε μόνος και έρημος. Η ερωτική φαντασίωση όλου του πλανήτη χανόταν, έτσι αποφάσισε να φωνάζει το γυναικάκι του, όταν δεν την αποκαλούσε «Γυναικάκι!», «Αντωνέλλα!».

Η Αντωνίτσα αναβαθμίστηκε. «Θρασύβουλε!» φώναζε στο σούπερ μάρκετ για να του δείξει κάτι, που δεν θα μπορούσαν ούτω ή άλλως να αγοράσουν για να τη φωνάξει και αυτός «Αντωνέλλα!» να το ακούσουν και οι άλλοι. Είναι αστεία η κίνησή τους, καθώς κρατιούνται αγκαζέ προχωρούν σαν ένας μεγάλος κάβουρας. Στη έξοδο χαϊδεύουν τον Gaston, η Αντωνέλλα μας σκάει ένα μεγάλο χαμόγελο και ο Θρασύβουλος, παίζει με το μικρό κομπολογάκι του. Κοιτούν γύρω σα να χαιρετούν το κοινό τους. Βασιλιάδες του Kitsch, βουτηγμένοι σε μια χαριτωμένη ευτυχία, που είναι πολύ ρομαντική μέσα στις δυσκολίες , που αντικειμενικά αντιμετωπίζουν.


Οι περιπλανήσεις αυτές, ο δρόμος, πάντα μου αποκαλύπτουν μια μικρή αλήθεια, ή όχι και τόσο μικρή. Όλες τις αδυναμίες του κάποιος, τις κουβαλάει μαζί στον καθημερινό βηματισμό του, στο βλέμμα του, στην κίνησή του, στον ήχο της φωνής του. Είναι ο τρόπος που βλέπει κάποιος τη ζωή, είτε όταν περπατά είτε όταν παρατηρεί τους άλλους, παρατηρεί πάλι τον εαυτό του. Καθρέφτης! Ό, τι παρατηρούμε στους άλλους είναι αυτό που εμείς έχουμε μέσα μας: οι φόβοι μας, η μοναξιά μας, οι αδυναμίες μας, ο θυμός μας. Ο εφιάλτης μας περιμένει στο δρόμο, στην πραγματική ζωή, όχι στο μαξιλάρι!

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ