Η ώρα μία μετά τα μεσάνυχτα. Ένα σώμα κάτω από παπλώματα. Άγνωστης προελεύσεως. Το σώμα. Ακούει τραγούδια ελληνικά, της νέας γενιάς, παλαιάς κοπής όμως. Πάνω στο κομοδίνο ένα κουτί με κουλουράκια. Έξω χιονίζει. Υποθετικά. Κάτι ασπράκια φαίνονται κάτω από τη λάμπα που φωτίζει το δρόμο. Το σώμα μόνο, ασάλευτο. Τα κουλουράκια μανιωδώς μπαίνουν το ένα μετά το άλλο στο στόμα. Αν το ψυγείο ήταν γεμάτο ούτε που θα τα αγγίζει. Δεν της αρέσει το πορτοκάλι και ας είναι σπιτικά. Άχρηστες θερμίδες τέτοια ώρα. Μα κάπου ανάμεσα στις σκιές που έπαιζαν στο ταβάνι, στη μουσική που σφύριζε στα αυτιά της και στα κουλουράκια που κατέβαιναν γοργά προς το στομάχι της έφτιαχνε με το μυαλό της το δικό της πάζλ. Ένα βαλς ερωτικό. Με έναν αόρατο παρτενέρ. Σε μια ατμόσφαιρα αλλιώτικη. Εμποτισμένη με τις 5 αισθήσεις. Μια συνένωσις. Η μουσική ορίζει το βάλς. Ακοή. Το άρωμα του, η μυρωδιά και η γεύση από τα κουλουράκια. Όσφρηση. Γεύση. Το άγγιγμα του τα σεντόνια που την τυλίγουν. Αφή. Και όλα αυτά μια εικόνα, που αντικαθιστά τις σκιές από την λάμψη των διερχόμενων αυτοκινήτων στο ταβάνι. Όραση.
Το τραγούδι διαρκεί 3 λεπτά και 57 δευτερόλεπτα. Τόσο διαρκεί και η φαντασίωση της. Ταξίδι στο κόσμο που αυτοαποκαλείται "αισθήσεις''. Ξυπνάνε. Συγχρονισμένα. Σαν ταινία. Ο αόρατος παρτενέρ την σφίγγει πάνω του. Δεν είναι πια βαλς. Μεθάνε. Ηλεκτρίζονται. Τα χέρια του εξερευνούν το κορμί της. Χορεύοντας. Αγνά. Το σάλιο στεγνώνει. Εξάλλου ποιός έχει κουράγιο για λόγια τέτοιες στιγμές. Περιττεύουν. Συσπάσεις. Η καρδιά τρέχει. Έχει δικούς της αγώνες να κερδίσει. Όλα φτάνουν στη λήξη τους. Πρέπει να συμβεί. Σε 5, 4, 3, την σφίγγει για άλλη μια φορά. Την κοιτάζει. Ενώνει τα χείλη του στα δικά της. Απαλά. Πιεστικά. Έντονα. Ερωτικά.
"Έχεις γεύση πορτοκαλιού", της λέει.
Μα το τραγούδι τελείωσε. Γραπωμένη πάνω στο μαξιλάρι της. Άδεια. Ένα κουρασμένο σώμα. Ο παρτενέρ άφαντος. Ίσως φαγώθηκε μαζί με τα κουλουράκια. Τουλάχιστον θα έχει στο στόμα του την γεύση της. Τουλάχιστον θα έχει στα μαλλιά της το άγγιγμά του.
Άραγε το πρωί θα είναι όλα άσπρα;
σχόλια