Κάποια στιγμή στη ζωή μας, έρχεται αυτό που λέμε πλήρωμα του χρόνου. Και τότε νομίζω, μεγαλώνουμε, γινόμαστε σοφότεροι ή βλέπουμε πιο καθαρά.
Όταν ήμουν μικρή και ήμασταν διακοπές στη Λήμνο, ο πατέρας μου έβαζε στο αυτοκίνητο να ακούγεται επανειλημμένα ένας δίσκος με έντεχνα. Ήταν εκείνη η ώρα που νύχτωνε και το σώμα έκαιγε ύστερα από την υπερβολική και ξέγνοιαστη έκθεση στον ήλιο, ενώ τα μαλλιά, μισά στεγνά-μισά υγρά έμοιαζαν να θέλουν να πεταχτούν έξω από το παράθυρο. Ταυτόχρονα, το πρόσωπό μου έκανε διαρκώς εκφράσεις αποδοκιμασίας για να αλλάξει η μουσική υπόκρουση.
Αλλά θέλοντας και μη, τα τραγούδια έμεναν. Και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, χαράχτηκαν υποσυνείδητα στο μυαλό μου με εικόνες από βουνά και δύοντες ήλιους μαζί με την αλμύρα που πάντα υπάρχει στο πίσω κάθισμα, μετά από όλη τη θάλασσα του πρωινού, παρά την ελπίδα ότι ο μπαμπάς δεν το έχει καταλάβει.
Αλλά οι μπαμπάδες τα ξέρουν και τα καταλαβαίνουν όλα.
Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα σε συναυλία έντεχνου καλλιτέχνη τον οποίο δεν ακούω φανατικά. Και έτσι ήμουν προετοιμασμένη ότι δε θα ξέρω όλα τα κομμάτια, γι’ αυτό και αποστασιοποιήθηκα από τους «πιστούς» όρθιους και έλαβα μία θέση δίπλα σε συντηρητικούς ενήλικες.
Και εκεί που έλεγα ότι πρέπει να μελετήσω παραπάνω τον καλλιτέχνη, μπήκε ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ. Είχα να το ακούσω χρόνια και φυσικά απουσίαζε από το playlist με τα αγαπημένα μου.
Και ενώ η παγωμένη μπύρα μου είχε κλέψει όλο το κραγιόν, οι λέξεις άρχισαν να κατρακυλούν από το άφωνο στόμα μου. Το τραγούδι ήταν από το δισκάκι. Το δισκάκι του μπαμπά. Και εγώ το φώναζα σαν να ήταν το νανούρισμα της παιδικής μου ηλικίας.
Και ίσως ήταν ακριβώς αυτό. Ο μπαμπάς μου, όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο εκείνη τη μέρα, μου είπε ότι θα ήθελε πολύ να ήταν κι αυτός στη συναυλία.
Μπαμπά, δε θα το πιστέψεις αλλά ήσουν. Τα καλοκαίρια μας, που μου καθάριζες εσύ τα ψάρια και μου πρόσφερες παγωτό κρυφά από τη μαμά, ήταν κι αυτά εκεί. Μέσα στο τραγούδι. Και εγώ το ήξερα μπαμπά. Και το φώναζα. Και εσύ ήσουν από τη μια μεριά, όχι με τους βαρετούς ενήλικες αλλά τους όρθιους και με κοιτούσες έκπληκτος που με τους κρίκους της Εσμεράλντας από την Παναγία των Παρισίων και το κουτάκι της Βεργίνας έκανα ντουέτο με την επί σκηνή καλλιτέχνη.
Αλλά μετά από λίγο παρασύρθηκες και τραγούδησες και εσύ. Και θυμόσουν τους στίχους αυτολεξεί.
Όταν τελείωσε η εκτέλεση του «Αχ ζωή μάγισσα, να σε μάθω άργησα» έκρυψα το πρόσωπό μου για να μη φανεί η χαλασμένη μάσκαρα.
σχόλια