Το διήγημά μου: " Θ' αργήσουν οι νεράιδες" (αν πρόκειται για διήγημα, δεν είμαι λογοτέχνης), που συμμετείχε στον 4ο διαγωνισμό «ΛόγωΤέχνης 2013», διαγωνισμό αφιερωμένο, αυτή τη φορά, στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, με αφορμή τη συμπλήρωση των 150 χρόνων από τη γέννησή του. Περιέχει 7 λέξεις από το ποίημά του "Ιθάκη" και γράφτηκε τον καιρό της δολοφονίας του Φύσσα.
Ονειρεύτηκα τη γιαγιά μου να λέει ιστορίες για ξωτικά, πλέκοντας αρμαθιές από κρεμμύδια στο σκαμνί της, αν και στην πραγματικότητα πάντα τη θυμάμαι με τα κρεμμύδια στα χέρια και με το θάνατο στο στόμα, μα ποτέ με παραμύθια για ξωνέρια. Μαζί μου καθόταν οκλαδόν κι ο πατέρας μου κι ήμαστε κι οι δυο μας παιδιά του δημοτικού, εκείνος με τη στολή του οικοτροφείου κι οι μορφές μας τόσο σωστές όσο ήταν κάποτε στην πραγματικότητα. Η γιαγιά μου του ονείρου χλωμή σα σεληνόφως, χωρίς όμως να' χει χάσει τη ζωηράδα της στις αφηγήσεις κι η ιστορία τόσο παράδοξη που έχανε το νόημα, αφού οι κακοί σε τίποτα δε διαφέρανε από τους καλούς, όμως ζούσαμε όλοι τόσο έντονα το παραμύθι, μέχρι τη στιγμή που χαθήκαμε σαν από απότομο ξύπνημα.
Η ιστορία αφορούσε νεράιδες που ζούσαν μέσα στα ελάτη, όπου κοιμόντουσαν σε κρεβάτια από κλαδιά και φύλλα κι έλουζαν τα απέραντα μαλλιά τους στα παγωμένα νερά των ρεματιών. Είχανε λέει κι από ένα χτενάκι, όλα φτιαγμένα από κεχριμπάρι, αγαπημένο τους αντικείμενο, που αν ήθελες να σου συμβούν τα χειρότερα μπορούσες απλώς να το αγγίξεις κι έπειτα να γίνεις μάρτυρας της συμφοράς που θα σ' έβρισκε. Σπανίως, τις συναντούσαν έκθαμβοι χαμένοι κυνηγοί κι όσο περισσότερο τις κοιτάζανε κυριευμένοι από την ηδονή της αψεγάδιαστης γύμνιας τους, τόσο περισσότερο τυφλωνόντουσαν, έτσι που λίγοι επέστρεφαν κι εξιστορούσαν το συμβάν, αν είχανε μιλιά ακόμα.
Αυτός ο σουρεαλισμός βρήκε τέλος την ώρα που στ' όνειρο, ονειρεύτηκα ότι μεγάλωσα και περιπλανήθηκα σε κάποιο από αυτά τα δάση, ζώντας για λίγα δεύτερα την ενσάρκωση της ονειρεμένης ιστορίας, όταν ξαφνικά όλες οι μορφές αφανίστηκαν, τη στιγμή που στο καινούριο ονείρεμα, βρέθηκα ακούσια με το φανταστικό χτενάκι κάποιας νεράιδας στα χέρια μου, χωρίς να προλάβω να δικαιολογηθώ στο πλάσμα, που για τιμωρία με μεταμόρφωσε σε αερικό καταδικασμένο να πλανιέμαι με των ανέμων τη θέληση, κυλώντας σε μια ατέρμονη μοναξιά όντας απαρατήρητος, λόγω διαφάνειας κι αλαλίας.
Ζούσα μια παραίσθηση, καθώς τελικά δεν ονειρευόμουν διπλά, αλλά ξυπνούσα και ταυτόχρονα προσπαθούσα να διατηρήσω τις εικόνες που τόσο μου είχαν λείψει σ' όλη μου τη ζωή και που τις χρειαζόμουν οπωσδήποτε για να φτιάξω παραμύθια. Έχοντας παραδεχτεί την επίδραση που έχουνε οι μύθοι στους πολιτισμούς, θέλησα να κάνω κάτι παρόμοιο: να γράψω την πρώτη ιστορία συνομωσίας του καλού, όμως πάει καιρός που νιώθω σαν να προσπαθώ να λαξεύσω την πέτρα, όχι χωρίς σφυρί, αλλά με αδέξια χέρια. Από πολύ μικρός, όποτε προωθούσα την ιδέα για ιστορίες με τις μαγευτικές δρυάδες, η γιαγιά στην καλύτερη μιλούσε για ξεβράκωτες που φέρνανε τη δυστυχία μες στα σπίτια των ανθρώπων κι όποτε την άφηνα να εξιστορήσει μνήμες, τότε άκουγα και πάλι για τα τραγικά μερόνυχτα των κατοχικών χρόνων της παιδικής της ηλικίας, που μαζί με τ' αδέρφια της αναζητούσαν έντρομα το πτώμα του δολοφονημένου τους πατέρα για να το θάψουν, ναζιστικές ιστορίες, από τις πιο θλιβερές.
Θέλησα να γράψω μια ιστορία ολότελα εξωγήινη, από φόβο μην ανακυκλώσω σκάρτο υλικό του περασμένου αιώνα. Πίστεψα ότι οι άνθρωποι μπορούμε να ξοδέψουμε το μοναδικό μας νόμισμα στη ζωή, επιλέγοντας όποιο προορισμό αγαπούμε σε τούτο το ταξίδι. Να πορευόμαστε χωρίς την ανάγκη να ακολουθούμε πεπατημένους δρόμους ή καλύτερα χωρίς αυτόν τον αναγκασμό. Να δούμε τον κόσμο ως δισεκατομμύρια πιθανότητες χρωματιστών εκπλήξεων, σε μια απόδραση από την εφιαλτική φαυλοκρατία, όμως να που κατέληξα να βλέπω αδόμητα όνειρα, έχοντας ξεχάσει όσα ήθελα να πω.
Λάτρεψα μια ουτοπία, με τη γιαγιά να ιστορεί το φαρμάκι της ζωής της. μ' έναν πατέρα που με το αριστερό πιάνει το κατσαβίδι και με το δεξί το μολύβι, αφού στα μετεμφυλιακά χρόνια, ήταν μαθητής δασκάλων που του επέβαλαν να γράφει με το δεξί, όντας αριστερόχειρας. Με την ανάγκη της φυγής δεμένη σε λιμάνια που δε φιλοξενούνε πια καράβια. Ούτε φασίστες, ούτε εμφύλιοι και χούντες μην εκτεθεί ο θυμός κι η αγανάκτηση! Ορφάνεψα τα λόγια μου, μην τύχει και τρομάξει κανείς και μείνουν τα γραπτά μου αδιάβαστα. Βασιλοπούλες, ειδικά εφέ, αέρηδες, θετική ενέργεια! Μεταξωτές κορδέλες για φύκια...! Ο λόγος για δημοκρατία, ενώ οι νοσταλγοί της χούντας υποτροπιάζουν! Τι μούχλα! Αλλά πως είναι ένα καινούργιο παραμύθι;
Ήπια λίγο φθηνό κρασί μια μέρα με το γέρο μου, αποκαλύπτοντάς του την κατάθλιψή μου, ότι καμία ονειροπόλησή μου, αποτυπωμένη στο χαρτί, δε θα άλλαζε τη ζωή κανενός, ειδικά σε μια χώρα που τρώει παραμύθια και χέζει ασυνεννοησία, το αυριανό μας σάπιο παξιμάδι που θα αναμασήσουμε για να ξεράσουμε το επόμενο μίσος, αφού από αίμα ακόμα δε χορτάσαμε... Σαν να ξεθύμανα μ' εκείνη τη συνάντησή μας και κατάφερα να μην τα παρατήσω. Είναι που δε με πείθει πια κανείς και τίποτα, πως από φτώχια φτάσαμε ένας λαός όλοι μαζί να κάνουμε χαρακίρι. Δεν κάνουνε τα χρέη το μίσος, αλλά η ανευθυνότητα που ποζάρει πίσω απ' τα φοβερά της δόντια πια. Κι η Ευρώπη χειροκροτεί ένα πλεόνασμα στη σκηνή, την ώρα που στα σκοτεινά του εξώστη παίζεται και μια «πρωτοφανής» δολοφονική παράσταση που όλοι παρακολουθούμε σε απευθείας σύνδεση, μπροστά σε δέκτες που καίνε, θα φταίει που είναι γριά η Ευρώπη κι έχασε το μπούσουλα. Κι εγώ αισιόδοξος ακόμα, κάνω λόγο για νεράιδες ο ανόητος, θα φταίει το κρασί που είναι φθηνό! Και πάλι φέτος το φθινόπωρο μια μνήμη καταθλιπτική ξυπνά, όπως στη μαθητεία. Δεν είναι πως τελειώσανε οι διακοπές κι αρχίζουν τα σχολεία. Είναι που τώρα πια αρχίζουν πόλεμοι, κάθε χρονιά μετά τα πρωτοβρόχια. Δεν είναι επιλογή μου να τα παρατήσω (να κι ένα μοιραίο καλό). Σηκώσαμε τα ποτήρια μας βουβοί κι ήπιαμε (μάλλον) στο επόμενο καλοκαίρι.
«Θες μια ιστορία;», με ρώτησε για να με κάνει να γελάσω. Θυμήθηκε τον καιρό που ήταν οικότροφος, όταν του χάρισε η μάνα του το πρώτο χαρτζιλίκι: μια δραχμή. Δεν την ξόδευε ποτέ, την κρατούσε πάντα σφυχτά κι άλλωτε την έβαζε στο στόμα ανάμεσα στα δόντια και στα χείλια. Μια τέτοια φορά λοιπόν, γευόταν το αγαπημένο του κέρμα, όταν ένα μαχητικό αεροσκάφος πέρασε πάνω απ' το χωριό κι ανασηκώνοντας απότομα το κεφάλι του προς τον ουρανό που μούγκριζε, έδωσε μια καταψιά...
«Και μετά τι έκανες;», τον ρώτησα.
«Τι άλλο;», γέλασε, «κέρδισα την πρώτη μου δραχμή, μες από τα σκατά!».