Περπατάω αργά στο δρόμο, γύρω μου σκουπίδια πεταμένα εδώ κι εκεί απ' τον αέρα των τελευταίων ημερών...
Συμβολίζουν ίσως τον κατακερματισμό της σκέψης... Όλα ρευστά, όλα υποκειμενικά, πεταμένα άτσαλα σε κάποια γωνία του εγκεφάλου.
Οι άνθρωποι μικροί, πολύ μικροί... γελασμένοι στην ιδέα ότι μεγάλωσαν, ότι έμαθαν τον κόσμο και τα μυστικά του..
Ύστερα τρέχω... ακόμα κι ο δρόμος στενεύει, δεν χωράει τα βήματά μου.
Τα πόδια μου καίγονται, μπροστά η θάλασσα κι εγώ μόνο έξι βήματα από την λύτρωσή της.
Η ανάσα γίνεται γρήγορη, η αδρεναλίνη ανεβαίνει κι εγώ συνεχίζω να τρέχω στο ίδιο ακριβώς σημείο.. παγωμένη στο χρόνο, ανήμπορη ν' αποδράσω.
Πότε ήμουν εδώ ξανά;
Ήταν πριν;
Πότε θα φύγω, πότε θα σπάσει αυτό το αόρατο τείχος μπροστά μου;
Πλέον έχω αρχίσει να πονάω, τα πόδια μου έχουν πάρει φωτιά, όμως τώρα η ανάσα ηρεμεί, το σώμα τρέμει...
και πέφτω...
Είμαι όρθια και με κοιτάζω, εκεί ξαπλωμένη στο δόμο, μόνο έξι βήματα απ' τη θάλασσα, δίπλα στα βράχια...
και τότε θυμάμαι...
Δεν είναι τείχος, είναι ο χρόνος που έχει περάσει, δεν ήμουν εδώ πριν, ήμουν όταν δεν βιαζόμουν να φτάσω, όταν είχα μπροστά μου όλο το χρόνο...
Η αναπνοή ηρεμεί τελείως, σχεδόν δεν μπορώ να την ακούσω πια.. Πέφτω ξανά.
Δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εκεί, πνίγομαι! Βγάζω το κεφάλι απ' το νερό και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Είμαι στη θάλασσα πολύ μακριά από τα βράχια...
Δεν μπορώ να μετρήσω πλέον βήματα, μόνο ανάσες μέχρι την πρώτη στεριά...
1..2..3..4........
Γυρίζω ανάσκελα, τα ρούχα με βαραίνουν...
Ο ουρανός είναι γαλάζιος και τα σύννεφα πότε κόκκινα, πότε πορτοκαλί... και τότε, ένας γλάρος που γνωρίζω από παλιά... χαμηλώνει και πετάει από πάνω μου, νιώθω τη ζέστη του ήλιου και τον αέρα από τα φτερά στο πρόσωπό μου...
Η ανάσα είναι απόλυτα ήρεμη, νιώθω να με παίρνει ο ύπνος...
Και τότε ένα χέρι απ' το βυθό μ' αρπάζει απ' το σβέρκο, μοιάζει με το δικό σου.
Γυρνάω μπρούμητα... είναι το δικό μου...
Ο γλάρος με τσιμπάει με δύναμη...
Η ανάσα έχει κοπεί...
Ανοίγω τα μάτια κοιτάω προς τα πάνω και βυθίζομαι στο φως που σκίζει το νερό...
Κι εκεί κάτ μπορώ να το ακούσω...
" Μόχα ο τρελός, Μόχα ο σοφός, Μόχα ο πνιγμένος
Μόχα, αυτός που όσο και αν πιεί πια δε μεθάει
Μες το λιμάνι τριγυρνάει μαγεμένος
Μόχα, αυτός που όλο τα κύματα κοιτάει..."