Όταν ετοιμάσατε τον πρώτο σας δίσκο, χτυπήσατε αρχικά τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών πριν αποφασίσετε να τον κυκλοφορήστε μόνοι σας; Πώς σαν αντιμετώπισαν;
Διονύσης: Ναι, είχαμε πάει σε κάποιες εταιρείες κάπου το 1988 με ένα demo στα χεριά μας και αυτό που μας έλεγαν κάποιοι ήταν: . Όπως, επίσης, είχαν πρόβλημα με τους στίχους και τη θεματολογία τους. Χαρακτηριστικά έλεγαν: «Ποιος θα καταλάβει τώρα τι θέλετε να πείτε;». Εν ολίγοις, εμείς θέλαμε η μουσική μας και ο στίχος να περάσουν στον κόσμο χωρίς καμιά αλλοίωση για εμπορικούς λογούς, κι έτσι κλείσαμε το κεφάλαιο δισκογραφικές εταιρείες.
Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη που σας ώθησε να το κυκλοφορήσετε μόνοι σας; Δεν ήταν μεγάλο το οικονομικό κόστος;
Δ.: Πιστεύω ότι κάθε μουσικός και κάθε άνθρωπος της τέχνης έχει φιλοδοξίες και την ανάγκη να μοιράσει τη δημιουργία του και να επικοινωνήσει με αδελφές ψυχές. Για το κόστος μη ρωτάς. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ μεγάλο, άλλα δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι κάναμε εκείνο που γουστάραμε.
Πώς εμπνευστήκατε το όνομα της μπάντας;
Δ.: Η ιδέα για την μπάντα υπήρχε στο μυαλό μας από πολύ μικρή ηλικία. Έπαιξε μεγάλο ρόλο ότι ο πατέρας μας και ο πάππους μας ήταν ερασιτέχνες μουσικοί, όπως και πολλοί άλλωστε Κεφαλλονίτες. Το όνομα «Συνθετικοί» βγήκε από τους «Συνθετιστές», που είναι η ελληνική ονομασία των Synthesizers. Επίσης, σκεφτήκαμε ότι τα πάντα στη φύση είναι προϊόντα σύνθεσης.
Πώς βλέπατε τότε τη μουσική που παίζατε εσείς σε σχέση με την υπόλοιπη σκηνή;
Αποστόλης: Υπήρχαν συγκροτήματα που έπαιζαν στερεότυπα και απευθύνονταν σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Κι άλλα που ψαχνόντουσαν. Πιστεύω ότι ανήκαμε στη δεύτερη κατηγορία. Γενικά, πιστεύουμε και οι δύο ότι η μουσική, για να έχει αξία, πρέπει να την κάνεις μόνο για το κέφι σου.
Πώς βιώνατε τη ζωή στην Αθήνα εκείνη την περίοδο; Πού συχνάζατε;
Δ.: Προτιμούσαμε να συχνάζουμε στο κέντρο. Εξάρχεια, Πλάκα κ.λπ. Μέναμε στον Κολωνό και κατόπιν στη Δραπετσώνα. Εκεί είχαμε και το στούντιο που κάναμε πρόβες. Τα μπαρ που συχνάζαμε ήταν πολλά και διάφορα, από τα πιο περίεργα για την εποχή μέχρι και απλά, παραδοσιακά καφενεία. Οι συναυλίες που πηγαίναμε ήταν πολλές, είτε είχε να κάνει με την ελληνική σκηνή, που ανθούσε τότε, είτε είχε να κάνει με ονόματα που ερχόντουσαν από το εξωτερικό.
Διάβασα κάπου ότι ανήκατε στην κοινότητα της πλατείας Εξαρχείων. Τι εικόνες σάς έχουν μείνει από εκείνη την περίοδο της πλατείας;
Δ.: Τα Εξάρχεια, όπως τα ζήσαμε εμείς, με σημείο αναφοράς την πλατεία τους και τις γύρω καφετέριες, ήταν ένας πολύ ζωντανός χώρος, με κόσμο ανήσυχο και ασυμβίβαστο, που διψούσε για ελευθερία σε όλα τα επίπεδα. Κατά συνέπεια, έβρισκες πολλές τάσεις στον χώρο της σκέψης (ιδεών, ιδεολογιών κ.λπ.) αλλά και της τέχνης. Όλη αυτή η κατάσταση μας επηρέασε θα έλεγα σημαντικά και θετικά στη μουσική και στον στίχο μας.
Το πρώτο σας live ήταν στο θρυλικό Mad. Πώς ήταν η αίσθηση της πρώτης φοράς στη σκηνή; Πόσο κόσμο είχε;
Απ.: Ήρθαν μόνο οι φίλοι μας, καμία δεκαριά άτομα. Ήμασταν, βέβαια, άνετοι γιατί απευθυνόμασταν στους δικούς μας ανθρώπους.
Παρ' όλα αυτά, συνεχίζατε να δίνετε συναυλίες σε τόσο μικρό κοινό;
Απ.: Μια φορά ήρθε στο Rock Palais ένα άτομο. Φυσικά δεν παίξαμε. Όμως, γνωριστήκαμε μαζί του, μας είπε ότι του άρεσε ο δίσκος μας και τον προσκαλέσαμε στο στούντιό μας, σε μια πρόβα. Ήρθε την άλλη μέρα με το κορίτσι του. Παίξαμε και ήταν κατενθουσιασμένος. Μας είπε επαινετικά λόγια. Νιώσαμε για πρώτη φορά ότι σε κάποιον άρεσε πραγματικά αυτό που είχαμε φτιάξει. Μετά πήγαμε για σουβλάκια όλοι μαζί στου Καράμπαμπα. Ήταν όμορφη εμπειρία.
Πώς ήταν τότε τα λαϊβάδικα της Αθήνας;
Απ.: Δεν υπήρχαν πολλά μαγαζιά για να παίξεις. Αν Club, Rock Palais, Mad, Vitro, Μουσικη Αποθήκη... Ο κόσμος μάς αντιμετώπιζε ψυχρά, δεν του άρεσε η χρήση των ηλεκτρονικών οργάνων. Μιλάμε για το '86-'87. Μετά δεν παίξαμε μέχρι το '90, που βγάλαμε το LP. Όταν ξαναπαίξαμε ήταν το ίδιο ψυχροί. Τότε παίζαμε φορώντας μάσκες. Η ψυχρότητα συνδυάστηκε με γιουχάισμα από ένα κομμάτι κόσμου. Ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι που τους άρεσε αυτό που κάναμε ή, τουλάχιστον, δεν το απαξίωναν εκ προοιμίου.
Έχετε δηλώσει ότι είχατε πρόβλημα με τα δισκάδικα, που σας επέστρεφαν τους απούλητους δίσκους, καθώς και με τα μαγαζιά, που δεν σας έκλειναν για ζωντανές εμφανίσεις. Γιατί πιστεύετε ότι συνέβαινε αυτό;
Απ.: Κοίταξε, τώρα που πέρασαν τα χρόνια καταλαβαίνω ότι τα μαγαζιά ήθελαν κάποιους που να τους μπάζουν 50-100 άτομα. Σ' εμάς δεν ερχόταν κόσμος, οπότε όταν παίζαμε μια φορά δεν μας έβαζαν δεύτερη. Βέβαια, με τις επιλογές που είχαμε κάνει δεν είχαμε και τρόπους να διαφημιστούμε. Η μοναδική μας διαφήμιση ήταν 50 περίπου δίσκοι που φύγανε σε ραδιόφωνα, περιοδικά κ.λπ. Όλα τα μουσικά έντυπα έθαψαν το LP (εκτός από ένα fanzine στη Θεσσαλονίκη). Όσοι απέκτησαν τους δίσκους αντιλήφθηκαν την αξία τους με τα χρόνια και μετά τους μοσχοπούλησαν. Από αυτούς δεν πήραμε δεκάρα, γιατί τους είχαμε δώσει αντικαταβολή. Το παράδοξο είναι πως τα αγνοούσαμε όλ' αυτά και ότι τα μάθαμε πριν δυο χρόνια.
Γιατί, ενώ είχατε έτοιμο νέο υλικό, αποφασίσατε να το διαλύσετε το 1993; Τι συνέβη;
Δ.: Απλά είδαμε ότι δεν τραβούσε και στην πορεία απογοητευτήκαμε.
Τι κάνατε τα επόμενα 20 χρόνια που μεσολάβησαν, μέχρι τη νέα σας κυκλοφορία;
Δ.: Ποτέ δεν σταματήσαμε να ασχολούμαστε με τη μουσική. Βέβαια, διαλύσαμε τους Συνθετικούς. Μετά από χρόνια ηχογραφήσαμε και κυκλοφορήσαμε χέρι με χέρι 2 CD. Το ένα λέγεται «Φώτα μου Ήλιε μου» και το άλλο «Ήλεκτρον». Τα βγάλαμε ως «Αποστόλης & Διονύσης Αυγερινός», γιατί ήταν κάτι διαφορετικό από τους Συνθετικούς. Επίσης, έχουμε μελοποιήσει διάφορα ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, αλλά δεν τα έχουμε ηχογραφήσει. Όλα αυτά μόνο στο στούντιο. Εμφανίσεις δεν ξανακάναμε.
Ποια η σχέση σας με τον Λαπαθιώτη;
Απ.: Ο Λαπαθιώτης είναι ένας ποιητής του οποίου τα έργα μάς άγγιξαν βαθιά. Μας στήριξε σε μια πολύ άσχημη για 'μας, προσωπικά, εποχή. Η μεγαλύτερη μας ευχαρίστηση το 1999 ήταν να βρίσκουμε μελωδίες για τα ποιήματά του. Μου τον είχε πρωτομάθει ένας φίλος μου τη δεκαετία του '80 από κάποιες φωτοτυπίες που είχε βρει, δεν θυμάμαι από πού. Οι εκδόσεις Ζήτρος τον εξέδωσαν εκ νέου χρόνια αργότερα. Μια μέρα, ενώ διάβαζε ο Διονύσης ένα ποίημά του, την «Ψυχή της νύχτας», το επανέλαβε βάζοντάς του μια μελωδία. Αυτό ήταν, ασχοληθήκαμε έναν χρόνο φτιάχνοντας μελωδίες.
Ποιές άλλες λογοτεχνικές επιρροές έχετε;
Απ: Μας αρέσουν πολλοί λογοτέχνες με διαφορετικές γραφές και νοοτροπίες. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, γιατί πιστεύω ότι δείχνει γυμνή την ανθρωπινή φύση. Ο Ξενόπουλος, γιατί δείχνει το ρομαντικό στοιχείο που είναι απαραίτητο. Η αισθητική που έχει το γράψιμο του Παπαδιαμάντη είναι ακραία. Ο Ηλίας Βενέζης, ο Καζαντζάκης, ο Καρυωτάκης, ο Πόε, ο θεϊκός Καβάφης, ο Έρμαν Έσσε, ο Μπουκόφσκι, ο Λόρκα κ.ά. Έχω ασχοληθεί συστηματικά και με το ελληνικό παραμύθι. Η γιαγιά μας μάς κοίμιζε με παραμύθια. Πιο μεγάλος άρχισα να διαβάζω ό,τι συλλογή παραμυθιών υπήρχε. Επίσης, ο Μ. Καραγάτσης μου αρέσει πολύ. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα και με ενθουσίασε στα 8 ή 9 μου χρόνια ήταν οι Τρεις Σωματοφύλακες του Δουμά. Ήταν ογκώδες και το διάβαζα για μέρες. Στους στίχους που γραφώ λειτουργώ χωρίς συνειδητές επιρροές. Τον ίδιο κανόνα εφαρμόζουμε και στη μουσική.
Ποια ταινία έχετε δει περισσότερες φορές;
Δ.: Τα Πουλιά του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Aπ.: Το Της Κακομοίρας με τον Χατζηχρήστο.
Τι ερεθίσματα είχατε για να κάνετε ηλεκτρονική μουσική εν έτει 1985 στην Ελλάδα;
Δ.: Μας άρεσαν πολύ οι Kraftwerk, o Ζαν Μισέλ Ζαρ, ο Afrika Bambaataa αλλά και ελέκτρο σχήματα που εμφανίστηκαν στις αρχές του '80: Soft Cell, Tears for Fears, O.M.D., Gary Newman κ.λπ. Γενικά, οι ηλεκτρονικοί ήχοι κέντριζαν τη φαντασία μας. Ήταν μια πρόκληση για εμάς να πειραματιστούμε πάνω τους. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις πρώτες πρόβες που κάναμε. Τη γοητεία που είχε να προγραμματίζεις drum machine και synth bass. Όπως επίσης να φτιάχνεις ήχους σε αναλογικό συνθεσάιζερ.
Όταν ξεκίνησαν οι Στέρεο Νόβα, έκαναν θεωρητικά κάτι πολύ κοντά σε αυτό που κάνατε εσείς; Σκεφτήκατε ότι θα μπορούσατε να είστε στη θέση τους;
Δ.: Προσωπικά, μου άρεσε το πρώτο άλμπουμ που έβγαλαν. Τώρα, στην ερώτηση που μου κάνεις, αν σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσαμε να είμαστε στη θέση τους, η απάντηση είναι ότι τότε που ανέβαιναν οι Στέρεο Νόβα εμείς είχαμε ήδη διαλύσει. Έτσι, δεν υπήρξε περιθώριο για τέτοια σκέψη.
Ακούγοντας τώρα, μετά από 20 χρόνια, τον πρώτο σας δίσκο, τι γνώμη έχετε; Πώς σας φαίνεται; Θα θέλατε να είναι κάπως αλλιώς;
Δ.: Με βάση τις ανασφάλειες που έχει κάθε μουσικός κι αυτό, βέβαια, που του προσφέρει εξέλιξη, ό,τι και να κάνεις στη μουσική, μετά από χρόνια, όταν το ξανακούς, θα ήθελες κάποια πράγματα να είναι αλλιώς, αλλά στο σύνολο είμαστε ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα.
Πώς ξεκίνησε όλο αυτό το revival, που είχε ως αποτέλεσμα να σας βγάλει από τον λήθαργο, να επανασυνδεθείτε και να κάνετε νέα δουλειά και συναυλίες;
Δ.: Πριν 2 χρόνια περίπου μας ειδοποίησαν κάποιοι φίλοι μας ότι γίνεται μια κίνηση στο διαδίκτυο από διάφορα μουσικά μπλογκ με αναφορές στο σχήμα μας και επίσης κάποιοι είχαν ανεβάσει στο ίντερνετ όλα τα τραγούδια του πρώτου δίσκου μας. Το πιο συγκινητικό ήταν όταν βρήκαμε μια σελίδα οπαδών του πρώτου δίσκου μας. Τους ευχαριστούμε όλους. Έτσι φτιάξαμε τη δική μας σελίδα στο MySpace και πολύς νέος κόσμος άρχισε να την επισκέπτεται και μας ζητούσε να ακούσει κι άλλη μουσική, καθώς και να επανασυνδεθούμε και να κάνουμε συναυλίες. Αφού, λοιπόν, αυτό που θέλαμε πάντα έγινε πραγματικότητα (δηλαδή να μας αποδεχτεί ένα κοινό, χωρίς να αλλοιώσουμε τη μουσική μας), πήραμε την απόφαση να «επανιδρυθούμε» και να κυκλοφορήσουμε το παγωμένο υλικό της περιόδου ' 90-93. Τίτλος του «Προσωπεία Εφιάλτες». Έχει γίνει και η κοπή, αλλά δεν έχει κυκλοφορήσει σε δισκοπωλεία.
― Φώτης Βαλλάτος
___________
Οι Συνθετικοί επιστρέφουν ΑΠΟΨΕ στο six d.o.g.s για ένα ακόμα live ηλεκτρονικής ιστορίας. Εκτός από κομμάτια-σταθμούς που δεν θα μπορούσαν φυσικά να λείπουν από το setlist, όπως τα Είναι Σίγουρο, Σταύρος Κόσμα Πέτρης και Θέλω Ηδονές, ο Διονύσης Αυγερινός θα παρουσιάσει για πρώτη φορά, δύο οργανικές του συνθέσεις.
σχόλια