Την ώρα που η Παρθενόπη Μπουζούρη θυμόταν τα φοιτητικά της χρόνια στη Γεωπονική Θεσσαλονίκης, σκεφτόμουν τον υπερβολικά καυτό για την εποχή μεσημεριάτικο ήλιο και τα περιστέρια που είχαν αφύσικα παρεκτραπεί: μέσα σε πέντε μέρες έχεσαν δύο φορές τον φωτογράφο, ενώ περπατούσε αμέριμνος στον δρόμο. «Στην εφηβεία μου σκεφτόμουν ότι η γη και η τροφή είναι το μέλλον του πλανήτη» λέει. «Θα έρθει η ώρα που θα ασχοληθούμε όλοι με αυτό, είτε το θέλουμε είτε όχι». Η καταγωγή της Παρθενόπης είναι από την Ξάνθη, από αστική οικογένεια που δεν είχε σχέση με τα χωράφια και από ένα σπίτι που έβλεπε στο γήπεδο ποδοσφαίρου –έτσι, έχει δει αμέτρητους αγώνες ως παιδί– και στη Γεωπονική μπήκε επειδή ήταν καλή στα μαθηματικά και στη χημεία. «Η επιστήμη ήταν μια αφήγηση των πραγμάτων και ικανοποιούσε ένα μεγάλο κομμάτι της περιέργειάς μου όταν ήμουν μικρή, αλλά όταν πήγα στο πανεπιστήμιο, προσγειώθηκα επειδή περίμενα εντελώς διαφορετικά πράγματα. Απογοητεύτηκα. Ήταν ένα πράγμα σκληρό, τσιμεντένιο, βρόμικο, που δεν σου μάθαινε τίποτα. Ήταν ένα εξεταστικό κέντρο. Δεν έδινε καμία διέξοδο στη φαντασία και τη δημιουργία, ούτε καν στη μάθηση, βέβαια. Η ζωή στην πόλη ήταν ένα λούνα παρκ για μένα και τραβούσε πολύ περισσότερο την προσοχή μου απ' όσο η παρακολούθηση του πανεπιστημίου». Κάπως έτσι βρήκε διέξοδο στην τέχνη. «Στο θέατρο μπήκα σχετικά μεγάλη, έτσι ένιωθα τότε. Ήταν ενήλικη απόφαση, με αγωνία και αμφισβήτηση. Ήρθα αρχές της δεκαετίας του '90 βόλτα στην Αθήνα για να δω φίλους και με πήγαν στην κατάληψη της Σχολής Καλών Τεχνών. Βρέθηκα να βλέπω πρόβες του Παπαϊωάννου και της Άντζελας Μπρούσκου και αυτό με μάγεψε. Γνώρισα την Άντζελα και αποφάσισα να πάω στη Σχολή Βεάκη. Το Θέατρο Δωματίου ιδρύθηκε το 1994, ακριβώς την εποχή που η κατάληψη στο περίφημο Κτίριο Καλλιτεχνών ήταν στη μεγάλη της ακμή. Κάποιοι άνθρωποι ξεκινήσαμε να φτιάξουμε μια ομάδα – ήταν καθαρή τρέλα για κάποιους αυτό που κάναμε. Η πρώτη μας παράσταση ήταν ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου. Και από κει και πέρα, το ένα πράγμα έφερε το άλλο. Φέτος, μετά από μία μακρά πορεία, φτάσαμε στην Ψύχωση. Και κλείνουμε 20 χρόνια από την ίδρυση της ομάδας. Για κάποιον που το ακούει φαίνονται πολλά, αλλά για κάποιον που το ζει δεν είναι, γιατί πραγματικά είναι τρομερά συμπυκνωμένος χρόνος. Κάναμε πάρα πολλά πράγματα. Η Ελλάδα είναι μια άγρια χώρα για κάποιον που θέλει να κάνει αυτό το είδος θεάτρου που κάναμε εμείς. Και ελάχιστοι έχουν αντέξει τόσο καιρό. Κάποιοι πίστευαν ότι ήταν άποψη οι καταλήψεις και οι χώροι οι εναλλακτικοί, αλλά δεν υπήρχε κάτι άλλο τότε. Σήμερα πολλές ομάδες το κάνουν γιατί δεν έχουν βήμα για να δείξουν τη δουλειά τους και όχι μόνο επειδή έχουν αισθητική, καλλιτεχνική ή πολιτική θέση διαφορετική». Σχολιάζουμε τον στρατό από νέους ηθοποιούς που προκύπτουν κάθε σεζόν, επειδή είναι πολύ εύκολο πια να μπεις σε μια δραματική σχολή. Πανεύκολο. «Θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια κρατική σχολή υποκριτικής για να βρεθεί ένας τρόπος να φιλτράρεται όλος αυτός ο κόσμος» λέει. Η παράσταση της Σάρα Κέιν 4.48 Ψύχωση που παρουσιάζουν αυτό τον καιρό με την Άντζελα Μπρούσκου στο bios είναι ακόμα μια μεγάλη πρόκληση για την ίδια. «4.48 είναι η ώρα που στατιστικά γίνονται οι περισσότερες αυτοκτονίες» εξηγεί. «Η Σάρα Κέιν χρησιμοποιεί συνειδητά αυτό τον αριθμό. Γενικά, χρησιμοποιεί πολύ τα νούμερα που μας παίδεψαν πάρα πολύ για να τα αποκρυπτογραφήσουμε. Το 4.48 είναι η στιγμή της διαύγειας. Ο γραπτός λόγος δεν μπορεί να παραχθεί από έναν άνθρωπο που είναι σε παραλήρημα. Είναι ένας λόγος έντεχνος, συμπυκνωμένος και κοφτερός, πολύ επεξεργασμένος και προϊόν ενός μυαλού απίστευτα κοφτερού». «Με ποια κριτήρια θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις κάποιον ψυχικά ασθενή;». «Προσωπικά, δεν ξέρω να σου πω πια. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται απ' τον πολιτισμό μας αυτό που λέμε "ψυχική ασθένεια" είναι ακραίος. Είναι η αντίδραση των ανθρώπων σε αυτό τον καταιγισμό βίας που δέχονται, όταν ούτε ο καναπές του σπιτιού σου δεν είναι ένα μέρος όπου μπορείς να ξεφύγεις. Τα κριτήρια με τα οποία κατατάσσει η επιστήμη τους ανθρώπους είναι συγκεκριμένα. Αν το 1999 η Σάρα Κέιν έγραψε αυτό το κείμενο για τον εαυτό της, σήμερα έχουμε επιδημία. Καταρρέουν οι άνθρωποι. Όσο ο κλοιός σφίγγει, τόσο γινόμαστε όλοι ψυχικά ασθενείς. Είναι ένα πείραμα σε μια γιγαντιαία κλίμακα: άνθρωποι που για να καταφέρουν να λειτουργήσουν παίρνουν ψυχοφάρμακα – και μιλάμε για πολλούς, δεν είναι ένας και δύο. Ένα στοιχείο που μου άρεσε στο κείμενο είναι ότι γράφτηκε με διαύγεια. Άντεξε να το δει και να το ζήσει όλο αυτό κι έφτιαξε κάτι πραγματικά όμορφο μέσα στην απόγνωση. Είναι ένα σκηνικό ποίημα, ένα χρονικό, μία καταγραφή. Και ταυτόχρονα είναι και μία πολεμική ανταπόκριση, αν δεχτούμε ότι ο πόλεμος είναι μέσα στο μυαλό μας και κυρίως είναι με τον εαυτό μας».
#quote#
«Και πώς μπορείς να δεις ομορφιά μέσα από τον τρόμο;». «Αν μπορείς να γράψεις με αυτό τον τρόπο, μπορείς και να τη δεις. Και ο Βαν Γκογκ, όταν έφτασε στο απόγειο, υπέφερε, αλλά αυτό που παρήγαγε ήταν απίστευτα όμορφο. Η παράσταση αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει. Δεν είναι η εικόνα ενός πάσχοντος ανθρώπου, είναι η εικόνα που βλέπει το πρόσωπο που είναι σε αυτήν τη συνθήκη. Και υπό αυτή την έννοια τοποθετείται και ο θεατής απέναντι σε αυτό. Και μπορείς να δεις και ομορφιά». Εξηγεί πόσο σημαντική είναι η μουσική για την παράσταση. «Το κείμενο είναι ένας μονόλογος, αλλά στην παράσταση ακούγονται πολλαπλές φωνές και όλα γίνονται ζωντανά μπροστά στα μάτια του θεατή. Η Nalyssa Green παίζει και τραγουδάει, ενώ μια κάμερα μεταφέρει εικόνες στην οθόνη και ο θεατής βλέπει τον εαυτό του και συνομιλεί με αυτόν. «Είναι επικίνδυνες οι λέξεις», μου λέει κλείνοντας, «και ζηλεύω τους ανθρώπους που μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν. Εγώ δεν μπορώ. Εμένα με ενθουσιάζουν οι λέξεις των άλλων...».
σχόλια