Στη Ρωμαϊκή Αρένα, πολύ συχνά, οι μάχες – αν και αιματηρές – δεν «έκλειναν» με τον θάνατο του ηττημένου: Ο τελευταίος, αν δεν είχε κτυπηθεί θανάσιμα και ταυτοχρόνως δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τον αγώνα, άφηνε τα όπλα του, ξάπλωνε ανάσκελα και σήκωνε το αριστερό χέρι, ζητώντας χάρη.
Ήταν η στιγμή του κοινού! Γιατί αν οι θεατές θεωρούσαν πως ο ηττημένος είχε αγωνιστεί «αντρίκια», τότε κουνούσαν τα μαντήλια τους, και σηκώνοντας το δάκτυλο προς τα επάνω φώναζαν «Mitte» (στείλτε τον πίσω). Ο αυτοκράτορας όφειλε να συμμορφωθεί με την απαίτησή τους και έτσι, ακολούθως, ύψωνε κι αυτός τον αντίχειρα του. Ο νικημένος είχε συγχωρηθεί, και μπορούσε να φύγει από τον στίβο ζωντανός.
Γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, οι θεατές γύριζαν τον αντίχειρα προς τα κάτω φωνάζοντας «Ιngula» (στραγγαλίστε τον) και, οκ, το πιάνετε το νόημα. Για βάλτε τώρα τον εαυτό σας στη θέση ενός εκ των θεατών. Πως θα φεύγατε εκείνο το μεσημέρι από την αρένα; Η ζωή (πάμε πάλι: Η ΖΩΗ) ενός ανθρώπου ήταν στα χέρια σας.
Σήμερα, ο συνδετικός κρίκος των «διαδραστικών» θεαμάτων με τις Ρωμαϊκές Αρένες κρατά την ίδια ρίζα, με μια σημαντική διαφορά: Από κει που μιλούσαμε για ένα ιστορικό σημείο αναφοράς της παραίτησης ενός λαού, που αρκείται μόνο σε εφήμερες διασκεδάσεις («Άρτος και Θεάματα»), σήμερα έχουμε εθιστεί στις εφήμερες καταθλίψεις, τις εφήμερες απογοητεύσεις, τις εφήμερες ακυρώσεις.
Πολύς λόγος γίνεται αυτές τις μέρες περί «διαδραστικότητας», με αφορμή το τελευταίο επεισόδιο (ή μάλλον "event" όπως το χαρακτηρίζει επισήμως το συνδρομητικό κανάλι Netflix) της σειράς Black Mirror με τίτλο «Bandersnatch». Διαδραματίζεται το 1984, την εποχή που μεσουρανούσαν οι οικιακοί υπολογιστές της 8-bit τεχνολογίας, δηλαδή ο Spectrum, o Commodore και ο Amstrad.
Και, σε επίπεδο marketing (ας μη ξεχνάμε πως πρόκειται για τηλεόραση), το επεισόδιο είναι υποδειγματικά στημένο: Οι αναφορές στην 80s pop κουλτούρα είναι αμέτρητες, πολλές φορές μάλιστα σκάνε μαζεμένες ταυτόχρονα. Έτσι, αν έχεις περάσει τα 40 και έχεις καταντήσει τυπικός σπιτάκιας που αφορμή ψάχνει να μείνει μέσα το βράδυ, θα περάσεις χάρμα βουτώντας σε μια γνώριμη γλυκιά νοσταλγία. Από την άλλη, αν είσαι πιτσιρικάς, hey, τα 80s είναι περισσότερο στη μόδα από ποτέ. «Μέσα» κι εσύ. Ασχέτως αν, επί της ουσίας, πολλά πράγματα «δείχνουν» 80s αλλά δεν είναι (οποιοσδήποτε γνώστης προγραμματισμού ξέρει πως οι εταιρίες software, από τότε, έφτιαχναν τα παιχνίδια τους σε κώδικα μηχανής, όχι σε... basic, όπως οι ήρωες μας εδώ).
Αυτό όμως είναι γενικότερα ένα πρόβλημα. Η σειρά μοιάζει ψυχαγωγική, αλλά δεν είναι. Μοιάζει να φιλοσοφεί πάνω στο εύρημα της, αλλά μόνο αυτό δεν κάνει. Ήρωας της, ο Στέφαν, εκκολαπτόμενος προγραμματιστής, τραυματισμένος ψυχικά από τον θάνατο της μητέρας του. Ανάμεσα στα βιβλία που η τελευταία είχε στην κατοχή της, είναι και το «Bandersnatch», ένα «βιβλιοπαίχνιδο» όπως τα λέγαμε τότε οι φίλοι των R.P.G. (role playing games), φημισμένο τόσο για την αξία του, όσο και για τον συγγραφέα του που «φρίκαρε και αποκεφάλισε τη γυναίκα του ένα βράδυ» όπως μας πληροφορεί το σεναριακό exposition. Τώρα, κάθε βιβλιοπαίχνιδο (επιτρέψτε μου να συνεχίσω τη χρήση του όρου στο κείμενο) έχει μια στάνταρ βάση, ένα σύμπαν δηλαδή στο οποίο κινούνται οι ήρωες του και κάθε λίγο και λιγάκι κοντοστέκονται μπροστά σε μια επιλογή: Θα πας από τη σπηλιά ή από το μονοπάτι; Θα πάρεις το μπλε ή το κόκκινο χάπι; Και αναλόγως της επιλογής, προκύπτει μια άλλη έκβαση.
Ο Στέφαν λοιπόν αποφασίζει να προγραμματίσει ένα παιχνίδι βασισμένος σε αυτό το βιβλίο. Και σύντομα βρίσκεται βυθισμένος σε ένα αγωνιώδες υπαρξιστικό χάος καθώς στα μάτια του, η κάθε επιλογή αποκτά μέγιστη – στα όρια του Δράματος – σημασία. Το μεγάλο 'κλου' λοιπόν είναι πως το επεισόδιο του Black Mirror είναι και αυτό διαδραστικό, ακριβώς όπως και ένα βιβλιοπαίχνιδο: Οι τηλεθεατές μπορούν να επιλέξουν τι θα συμβεί στη συνέχεια, κάθε φορά που προκύπτει ένα δίλλημα, από το πιο απλό μέχρι το πιο ακραίο.
Και, ας μη γελιόμαστε, σε μια εποχή όπου η κατάθλιψη είναι πλέον marketing point και η «κρίση πανικού» ως όρος έχει περάσει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο – αλλά και στην καθημερινότητα μας την ίδια, όλοι μας (ναι, συμπεριλαμβάνω και μένα, προφανώς) μπορούμε να συναισθανθούμε τη φρίκη του ήρωα και να την κάνουμε δική μας. Αυτό είναι το σημείο που ενωνόμαστε πλέον. Όχι ίσως ως θεατές ενός συλλογικού θεάματος (δηλαδή σε μια κινηματογραφική αίθουσα), αλλά «ιδρυματοποιημένοι», ο καθείς στο σπίτι του, μόνος, βλέποντας το – ένα θέαμα που με τη σειρά του μας υπενθυμίζει γιατί θα ήταν όντως καλύτερα να μέναμε σπίτι μας. Και θα μείνουμε για να δούμε όλες τις πιθανές σεναριακές εκδοχές.
Εδώ έγκειται και ο 'ψυχαγωγικός χαρακτήρας' του Bandersnatch γιατί κινηματογραφικά είναι εντελώς στείρο και ανέμπνευστο. Στη ρίζα του, δηλαδή σε αυτό που συνιστά μια σκηνοθετική γραφή, δεν υπάρχει καμία πρωτότυπη ιδέα, κανένα εύρημα, καμία φρεσκάδα. Όλη η δημιουργικότητα των κατασκευαστών του έχει εξαντληθεί στη μηχανιστική του ιδιοσυστασία. Σε φιλοσοφικό επίπεδο δεν αρθρώνει ούτε ένα ερώτημα – περιμένει όμως από τους κριτικούς να το κάνουν, λες και αυτό προκύπτει από το ίδιο το αφήγημα. Το κόλπο πιάνει. Ποταμοί κειμένων έχουν ήδη γραφτεί για κάτι που θεωρείται ως «το μέλλον της αφήγησης». Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το προφανές: Η διαδραστικότητα, δηλαδή η αλληλεπίδραση θεατών και θεάματος είναι τόσο σύγχρονη και μοντέρνα όσο και η Ρωμαϊκή Αρένα.
Στην Ελλάδα δε, έχουμε να θυμόμαστε και άλλες απόπειρες: Ο Γιάννης Βούρος στο «Εσύ αποφασίζεις» ζητούσε από τους τηλεθεατές να επιλέξουν οι ίδιοι την έκβαση της πλοκής, ψηφίζοντας τηλεφωνικά (όλα αυτά στο πάλαι ποτέ κυρίαρχο Mega Channel). Και ήταν η πλειοψηφία των θεατών στην εκάστοτε παράσταση του θεατρικού «Σεσουάρ για δολοφόνους» (που τράβηξε για αμέτρητες σεζόν) εκείνη που «όριζε» τον φονιά, ανάμεσα σε μια στάνταρ σειρά υπόπτων. Στον κινηματογράφο δε, η μεταφορά του επιτραπέζιου παιχνιδιού «Clue» το 1985, σε σκηνοθεσία Τζόναθαν Λιν είχε τρία εναλλακτικά φινάλε, και ο θεατής μπορούσε να επιλέξει την αίθουσα (και το φινάλε) της επιλογής του.
Αλλά όλη αυτή η παραφιλολογία μας ξεστρατίζει από το πραγματικό ζήτημα: Όλες οι ταινίες εκεί έξω είναι διαδραστικές, γιατί ανά πάσα στιγμή ο θεατής μπορεί να εγκαταλείψει την αίθουσα, και η πραγματική τους αξία έγκειται στο πόσο ανταποκρίνονται ή ακυρώνουν τις προσδοκίες του. Βλέπεις το "Die Hard", θέλεις τον Μπρους Γουίλις να οδηγήσει τον Άλαν Ρίκμαν στο χαμό του, και λίγο πριν τη τελική του πτώση από μέσα σου ουρλιάζεις ένα «ριχ'τον, τον καργιόλη!». Ε, και τον ρίχνει, και είναι υπέροχο – και άκρως διαδραστικό! Αντιθέτως, βλέπεις τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών», και ενώ θέλεις τόσο πολύ ένα happy end, η ταινία κλείνει θεοσκότεινα και πεσιμιστικά, γιατί ο Τζορτζ Ρομέρο που έκατσε και την έφτιαξε θέλει κάτι να σου πει.
Σήμερα, ο συνδετικός κρίκος των «διαδραστικών» θεαμάτων με τις Ρωμαϊκές Αρένες κρατά την ίδια ρίζα, με μια σημαντική διαφορά: Από κει που μιλούσαμε για ένα ιστορικό σημείο αναφοράς της παραίτησης ενός λαού, που αρκείται μόνο σε εφήμερες διασκεδάσεις («Άρτος και Θεάματα»), σήμερα έχουμε εθιστεί στις εφήμερες καταθλίψεις, τις εφήμερες απογοητεύσεις, τις εφήμερες ακυρώσεις. Στο φινάλε, τα θεάματα με εναλλακτικά φινάλε απλά προσπαθούν να «πιάσουν» το μεγαλύτερο δυνατό κομμάτι των υποψήφιων θεατών. Μοιάζουν με τους τύπους που θέλουν να τα χουν καλά με όλους. Ναι, δε λέω, αυτό μπορεί όντως να είναι το μέλλον, στην αφήγηση, στα θεάματα, στις ανθρώπινες σχέσεις.
Ας μην το ταυτίζουμε όμως με την εξέλιξη.
σχόλια