ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΟΥ κάποιοι άντρες χάνονταν ξαφνικά για καιρό και κάποιοι εμφανίζονταν ξαφνικά, μετά από καιρό.
Για μας αυτό δεν είχε κανένα μυστήριο. Απλώς τους κατάπιναν ή τους ξέβραζαν οι φυλακές.
Αυτό που ξεχώριζε τους αποφυλακισμένους ήταν το κουρεμένο κεφάλι, γιατί τότε τους σπάγανε τον τσαμπουκά με κουρά εν χρω.
Στη φυλακή όμως είχαν αποκτήσει κι άλλα στολίδια. Στα μπράτσα, το στήθος, τις πλάτες, είχαν ζωγραφισμένα στιλέτα, αλυσίδες, γαλέρες, φλόγες, ονόματα και αριθμούς.
Έξω, δεν τα μόστραραν ποτέ. Το καλοκαίρι φορούσαν πάντα μακρυμάνικο και στη θάλασσα που γδύνονταν, πήγαιναν κάπως απόμερα, να μην τους χαζεύουν οι άλλοι.
Τώρα βλέπεις και τον έσχατο φλώρο να επιδεικνύει σαν εύσημο μαγκιάς τα τατουάζ του. Να τα δείχνει με τη φιλαρέσκια τσαχπίνας που κόντυνε τη φούστα.
Δεν ντρέπονταν. Απλώς, όπως έλεγε ένας μεγάλος μου φίλος, τίγκα στις ζωγραφιές, «ο κόσμος είναι περίεργος και θα μπούμε σε μπελάδες».
Στολίδια στο σώμα τους, συνήθως με ονόματα, καρδιές και βέλη, είχαν και κάποιοι καραβόσκυλοι ναυτικοί της γειτονιάς, που ξεμπάρκαραν μετά πολύ καιρό στη θάλασσα.
Μα στη στεριά, ούτε αυτοί τα μόστραραν. Τα τατουάζ λογίζονταν σχεδόν επαγγελματικά.
Δεν σύντρεχαν πλέον η μοναξιά, η μαυρίλα, ο νόστος, που έκαναν ανεξίτηλα σημάδια στο κορμί τους, τα βάσανα είχαν απομείνει στο βαπόρι.
Τώρα βλέπεις και τον έσχατο φλώρο να επιδεικνύει σαν εύσημο μαγκιάς τα τατουάζ του. Να τα δείχνει με τη φιλαρέσκια τσαχπίνας που κόντυνε τη φούστα.
Και επειδή τα τατουάζ έπαψαν πια να συμβολίζουν αυτό που κάποτε συμβόλιζαν, ο δερματόστικτος τύπος φέρνει περισσότερο σε δάγκα παρά σε μάγκα.
σχόλια