Σ' ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ, το «άλλο» lockdown της περασμένης άνοιξης, οι επίσημες αθλητικές διοργανώσεις είχαν ματαιωθεί κακήν κακώς και μαζί φυσικά και οι αντίστοιχες τηλεοπτικές μεταδόσεις αναμετρήσεων υψηλού ανταγωνισμού και τεράστιας θεαματικότητας. «Το πιο σημαντικό ασήμαντο πράγμα στον κόσμο», όπως είχε χαρακτηριστεί κάποτε από γερμανικά χείλη το ποδόσφαιρο, είχε ξαφνικά εκλείψει ως ψυχαγωγία, πάθος ή έστω πολύτιμος τακτικός αντιπερισπασμός, από τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων θεατών, ανδρών κατά συντριπτική πλειοψηφία, αλλά όχι αποκλειστικά.
Πανδημία, ξεπανδημία όμως, δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει για πολύ στον γύψο ένα τόσο δημοφιλές και κερδοφόρο προϊόν, κι έτσι στην αρχή του καλοκαιριού μπήκε σε λειτουργία το περίφημο Project Restart με την επανεκκίνηση των εθνικών και διεθνών διοργανώσεων, χωρίς θεατές, αλλά με αυστηρά μέτρα και με νέους κανονισμούς (περισσότερες αλλαγές για τις ομάδες κατά την διάρκεια του αγώνα, αλλά και ποινικοποίηση των διαχυτικών εναγκαλισμών και επίσης του πτύειν στο γκαζόν – οι δύο τελευταίοι δεν εφαρμόστηκαν ποτέ και ήδη έχουν ξεχαστεί όπως ξεχάστηκε και η ψυχαναγκαστική απολύμανση των πάντων που κάναμε στην πρώτη καραντίνα).
Στην αρχή, το θέαμα των ερημωμένων γηπέδων έμοιαζε αποκαρδιωτικό και αβάσταχτα ξενερωτικό, ειδικά σε συνδυασμό με το στοιχειωμένο σάουντρακ κονσερβαρισμένων ιαχών που ακουγόταν στις μεταδόσεις ως θλιβερά απόκοσμη προσομοίωση ζωντανού κοινού.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης όμως είναι ο τρόπος που συνηθίζει κανείς τα πάντα. Μπορεί, εξάλλου, να μην είχαν κόσμο τα γήπεδα, οι αληθινοί πρωταγωνιστές όμως, οι σταρ του ποδοσφαίρου (και των άλλων δημοφιλών αθλημάτων) ήταν έτοιμοι να αγωνιστούν ξανά (δεν μπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά) παρά το ρίσκο να κολλήσουν ή να μεταδώσουν τον ιό.
Δεν ξέρω, μπορεί και να συνήθισα ως τηλεθεατής το άδειο σκηνικό, μου φαινόταν όμως χαζεύοντας κάποια ματς σα να έβλεπα αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος. Όχι ως ποιότητα θεάματος, εννοείται, αλλά ως ατμόσφαιρα.
Και σε πολλούς από αυτούς συνέβησαν και τα δύο – και συμβαίνουν όλη την ώρα. Για όποιον παρακολουθεί τις αγωνιστικές εξελίξεις στον επαγγελματικό αθλητισμό, η ενημέρωσή του περιλαμβάνει σε καθημερινή βάση και το σχετικό δελτίο κορωνοϊού: Ο τάδε μολύνθηκε και δεν θα παίξει στο επόμενο ματς όπου επανέρχεται ο δείνα που ανέρρωσε κ.ο.κ. Είναι σα να ζει κανείς σε ένα παράλληλο, αντίστροφο σύμπαν όπου τα κρούσματα είναι πολλά όπως και στον αληθινό κόσμο, αλλά δεν υπάρχει καμιά ανησυχία ποτέ από τη στιγμή που ουδείς φαίνεται να νοσεί πολύ σοβαρά, το πολύ-πολύ να χάσει μερικές προπονήσεις, ίσως και κάποιο επίσημο παιχνίδι.
Σιγά-σιγά μάλιστα, με την έναρξη της νέας σεζόν τον Σεπτέμβριο –και υπό το καθεστώς χαλαρότητας και ψευδαισθήσεων του φετινού καλοκαιριού– κάποιες ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες στην Ευρώπη επέτρεψαν την είσοδο περιορισμένου κοινού και με τις απαραίτητες αποστάσεις στα γήπεδα. Υπήρξε ματς στην επιφανή Μπουντεσλίγκα που έφτασε να έχει μέχρι και δέκα χιλιάδες κόσμο την ώρα που το δεύτερο κύμα είχε αρχίσει ήδη να απλώνεται απειλητικά στη γηραιά ήπειρο.
Οι Γερμανοί μαζεύτηκαν τελικά, όπως και άλλες χώρες που πειραματίστηκαν με την ιδέα πριν την εγκαταλείψουν επ' αόριστο. Σε άλλες πάλι, αρχίζουν τα γήπεδα να ξανανοίγουν τις πόρτες τους για το κοινό, με πιο χαρακτηριστική φυσικά την περίπτωση της αγγλικής ομοσπονδίας, που είναι υπεύθυνη για την κορυφαία και πιο δημοφιλή ποδοσφαιρική λίγκα του πλανήτη, την Premier League. Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε επέστρεψε μετά από εννιά μήνες ο κόσμος στα γήπεδα της Αγγλίας –ή μάλλον της νότιας και εν μέρει της κεντρικής Αγγλίας, αφού τα κρούσματα στον βορρά δεν επιτρέπουν τέτοιες μαγκιές– δύο χιλιάδες άτομα ανά παιχνίδι.
Η (κωμικο)τραγική ειρωνεία είναι ότι ένα από τα παιχνίδια αυτής της «ιστορικής» και συναισθηματικά φορτισμένης αγωνιστικής δεν έγινε καν εξαιτίας του αποδεκατισμού ολόκληρης ομάδας από Covid-19. Η προγραμματισμένη αναμέτρηση της Άστον Βίλα με τη Νιουκάσλ είχε αναβληθεί μερικές μέρες πριν επειδή τα κρούσματα στο δυναμικό της δεύτερης είχαν χτυπήσει διψήφιο αριθμό (!).
Οι ίδιοι οι Άγγλοι έδειχναν συγκινημένοι από την επιστροφή του κόσμου ενόψει των γιορτών μάλιστα που παραδοσιακά στην Αγγλία είναι γεμάτες ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω, μπορεί και να συνήθισα ως τηλεθεατής το άδειο σκηνικό, μου φαινόταν όμως χαζεύοντας κάποια ματς σα να έβλεπα αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος. Όχι ως ποιότητα θεάματος, εννοείται, αλλά ως ατμόσφαιρα.
Δεν ήταν μόνο ο αραιός κόσμος (οικείο σε εμάς θέαμα εδώ και πολλά χρόνια πλέον), αλλά και οι κάποιες έντονες καφρίλες (ρατσιστικές κυρίως, εν προκειμένω) εκ μέρους του κοινού που παρατηρήθηκαν, και ήταν πολύ πιο εύκολο να περάσουν ως αντήχηση μέσα από την τηλεοπτική συσκευή. Και επειδή ο κόσμος ήταν περιορισμένος λόγω των συνθηκών, ο σκληρός πυρήνας ήταν για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, η πλειοψηφία. Με την όποια κακοφωνία αυτό προϋποθέτει.
Ήταν άλλο ένα δείγμα του πώς αυτή η υγειονομική κρίση, εκθέτει, έμμεσα ή άμεσα, διάφορες συλλογικές ψευδαισθήσεις μας. Όπως ότι με τις μεγάλες καμπάνιες και με τα μεγάλα λόγια εξαλείφονται ως εκ θαύματος οι ρατσιστικές προκαταλήψεις του ευρύτερου κοινού, ειδικά τώρα που έχει μάθει και ο πιο λούμπεν ρατσιστής (ή φασιστάκος) να αρνείται τον χαρακτηρισμό και να δηλώνει μαχητής της ελεύθερης έκφρασης και οσιομάρτυρας στο βωμό της πολιτικής ορθότητας.