Κλήθηκα, όπως όλοι οι συνάδελφοι στη LiFO, καθώς και εξωτερικοί συνεργάτες και προσκεκλημένοι, να γράψω το δικό μου βίωμα για το μεγάλο αφιέρωμα στο «δύσκολο 2020». Πολλά σκέφτηκα, αλλά κανένα από τα μικρά και μεγάλα τρακαρίσματα στην άγνωστη πίστα που όλοι ζήσαμε δεν προκρίθηκε καθαρά ‒ σαν να είχαν μπερδευτεί στην ομίχλη της παρατεταμένης αναστολής.
Από προαίσθημα επιδίωξα να δω, στην εκπνοή του έτους, το ντοκιμαντέρ της Γκάρετ Μπράντλεϊ, «Time», που προβάλλεται στην πλατφόρμα του Amazon Prime. Αυτό ήταν: το έπος μιας γυναίκας που παλεύει επί δύο δεκαετίες να βγάλει τον σύζυγό της από τη φυλακή, μεγαλώνοντας μόνη της έξι αγόρια, διαθέτει την ποιητικότητα που θα ζήλευε ένας Τέρενς Μάλικ, με υλικό από home videos που μοντάρεται σαν ποτάμι μνήμης και την προσήλωση που διακρίνει δημιουργούς που δεν λοξοδρομούν στις λεπτομέρειες και στη φόρμα.
Παραδόξως, η ταύτιση, διά του εγκλεισμού, ήταν πλήρης, λυτρωτική σαν το άρωμα της ελευθερίας, με τον μοναδικό τρόπο που οι σπουδαίες ταινίες σε κάνουν να νιώθεις στους τίτλους τέλους. Ό,τι έψαχνα σε έναν χρόνο το έφερε η στιγμή του «Time».
Είναι μία από τις καλύτερες ταινίες για την προσμονή που έχω δει, χωρίς ίχνος ελεήμονος καρτερικότητας (παρά το θρησκευτικό υπόβαθρο), δωρεάν επαιτείας ή ενοχλητικής κλάψας.
Τελείως τυχαία η Αφροαμερικανίδα σκηνοθέτις Γκάρετ Μπράντλεϊ έπεσε στην περίπτωση της Σίμπιλ Φοξ Ρίτσαρντσον, που πλέον θέλει να αποκαλείται Φοξ Ριτς, μιας γυναίκας που φυλακίστηκε με τον σύζυγό της πριν από 21 χρόνια, μετά τη σύλληψη και την καταδίκη τους για ληστεία. Εκείνη δέχτηκε έναν συμβιβασμό, της επιβλήθηκε αρχικά ποινή 13 ετών και μετά από τριάμισι χρόνια αποφυλακίστηκε. Εκείνος ακολούθησε τη συμβουλή ενός δικηγόρου και «έφαγε» 60 χρόνια χωρίς αναστολή.
Για την Πολιτεία της Λουιζιάνα η βαριά ποινή έμοιαζε με βεντέτα που παραπέμπει στην εποχή της δουλείας. Στρεψοδικία, παραδειγματική αυστηρότητα ή ανεπαρκής δικηγορία; Ήδη έγκυος σε δίδυμα και με έναν μικρό γιο, η Φοξ δεν σταμάτησε να κυνηγά τη δικαίωση, αγωνιζόμενη. Μετά από μια σειρά γυρισμάτων, η Μπράντλεϊ αποχαιρέτησε, ευχαριστώντας τη Φοξ, πιστεύοντας πως έχει στα χέρια της μια ωραία, μύχια συνέντευξη που θα πλαισίωνε τα 10λεπτα αφιερώματά της σε μια ανθολογία από μικρού μήκους εξομολογήσεις γυναικών με σχετικό παρελθόν.
Εκείνη τη στιγμή η Φοξ της είπε «στάσου λίγο» και έβγαλε αποφασιστικά από μια μεγάλη τσάντα έναν πάκο από DV, το οικογενειακό χρονικό μέσα από ερασιτεχνικά βίντεο που τραβούσαν αυτή και τα παιδιά της επί χρόνια! Μάννα εξ ουρανού και εφιάλτης μαζί για μια σκηνοθέτιδα που έχει προγραμματίσει τρίμηνο μοντάζ, ο θησαυρός που αποκαλύφθηκε κατέληξε σε ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ που ισοδυναμεί με τρεις ταινίες: την πλευρά της Φοξ και τα ενσταντανέ από τη ζωή της, τον χειρισμό του υλικού από την Μπράντλεϊ, και τη σημασία του και το συμπέρασμα που εξάγει ο θεατής από τον συνδυασμό μιας μαχητικής, ακατάβλητης γυναίκας και μιας καλλιτέχνιδος που βρίσκει την ευκαιρία να μεγεθύνει την εικόνα πέρα από το προσωπικό, για να θίξει το ευρύτερο πρόβλημα του σωφρονισμού στο πλαίσιο μιας κοινωνίας διακρίσεων και προκατάληψης. Άξιζε ο κόπος, και με το παραπάνω.
Σίγουρα η Φοξ και ο σύζυγός της, Ρόμπερτ, ολίσθησαν ποινικά, διέπραξαν κακούργημα και κανείς από τους δύο δεν αμφισβητεί την πράξη τους. Ήταν νέοι και απελπισμένοι. Η φόρα του ονείρου ξίνισε, τόλμησαν το γρήγορο μονοπάτι και την πάτησαν με πάταγο. Μετάνιωσαν και, ως Χριστιανοί, μετανόησαν. Όλο το βάρος έπεσε στη Φοξ. Κατέγραψε την ανατροφή των παιδιών τους, καθώς και τις νοερές συνομιλίες που είχε μαζί του, σαν σκόρπιες σκέψεις ενός ανθρώπου δυνατού και αισιόδοξου που παλεύει να τα βγάλει πέρα χωρίς να βλέπει πάντα τον τερματισμό της μακράς κούρσας που έχει ορίσει από το ξεκίνημα της προσπάθειάς της. Η εξάλεπτη αρχή της ταινίας, ένα πρότυπο μοντάζ που διατρέχει με αξιοθαύμαστη ρευστότητα τα ιδιωτικά στιγμιότυπα που πρόσφερε η Φοξ στην Μπράντλεϊ, δίνουν τον τόνο της απουσίας του πατέρα που θα κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον χωροχρόνο του «Time».
Ο λόγος γίνεται γι' αυτόν και η επίδραση, χωρίς τη φυσική μορφή του, σχηματίζεται πάνω στους άλλους όσο περνά ο χρόνος. Τον βλέπουμε κυρίως στην αποσπασματική διαμόρφωση του χαρακτήρα των γιων του, για παράδειγμα στο πώς ο μεγάλος αναλαμβάνει την ευθύνη των μικρότερων ή ένα από τα μικρότερα παιδιά κλίνει προς τον ακτιβισμό και τη μεταμόρφωση των θεσμών για να εξαλειφθεί η ισχύουσα αδικία στο σύστημα. Ασπρόμαυρο και πλημμυρισμένο από κλασικές και μπλουζ συνθέσεις για σόλο πιάνο, το ντοκιμαντέρ δραπετεύει από τη στενή ιστορία εγκλεισμού και στέρησης και μιλά για δυο ψυχές που φτιάχτηκαν εντελώς και ειλικρινώς η μία για την άλλη, πλήρωσαν ακριβά το σφάλμα της νεότητας, δυνάμωσαν από την απόσταση, αντί να διαλυθούν, και δημιούργησαν παιδιά που έχουν κίνητρο και ευγένεια που διακρίνουμε στις κλεφτές ματιές, εκεί όπου άλλα, σε παρεμφερή θέση, θα γλιστρούσαν στην παραβατικότητα σαν επικίνδυνα ανεμοσκορπίσματα.
Είναι μία από τις καλύτερες ταινίες για την προσμονή που έχω δει, χωρίς ίχνος ελεήμονος καρτερικότητας (παρά το θρησκευτικό υπόβαθρο), δωρεάν επαιτείας ή ενοχλητικής κλάψας.
Το «Time» συγκέντρωσε σχόλια ομόφωνου θαυμασμού στο Φεστιβάλ του Sundance, όπου έκανε πρεμιέρα στις αρχές του 2020, και ήδη απέσπασε τα βραβεία των Κριτικών Ενώσεων του Λος Άντζελες και της Νέας Υόρκης ‒ σημειωτέον ότι είναι προϊόν του τμήματος υποστήριξης ταινιών τεκμηρίωσης των «New York Times». Είναι η μόνη ταινία που κέρδισε τις προτιμήσεις και στις δύο Ακτές των ΗΠΑ, μαζί με την Κλόι Ζάο, που τιμήθηκε για τη σκηνοθεσία της στην εξαίσια μπαλάντα της περιπλανώμενης αξιοπρέπειας, στο «Nomadland».
Το Λος Άντζελες ψήφισε το «Small Axe» του Στιβ Μακουίν, την πολιτική πενταλογία του Βρετανού δημιουργού του «12 χρόνια σκλάβος», με θέμα τους ματωμένους αγώνες αλλά και τις γνήσιες χαρές μιας κοινότητας μεταναστών από τις Δυτικές Ινδίες, τα νησιά της Καραϊβικής δηλαδή, στην Αγγλία των '70s. Το είδα στην CosmoteTV και έμεινα άφωνος από τη συμπαγή καταγραφή των γεγονότων και των χαρακτήρων. Παρά τις συναισθηματικές κορόνες στη δεκάωρη διάρκεια των συνολικά πέντε ταινιών, πρόκειται για ένα μεγαλόπνοο και συναρπαστικό επίτευγμα. Και κάνοντας μια απλή σύγκριση, μελαγχολώ, για να μην πω πως θλίβομαι, όταν μαθαίνω πως κάποιοι ντόπιοι θεωρητικοί αναλύουν με καντάρια λέξεων και άρθρα σε συνέχειες ελληνικά σίριαλ. Από λαϊκισμό ή αμυαλιά; Φληναφήματα άνευ ουσίας και σημασίας...
Η Νέα Υόρκη επέλεξε το «First Cow» της Κέλι Ράιχαρτ που είδαμε στο Βερολίνο ‒ και η κριτική επιτροπή του φεστιβάλ δεν του έδωσε ούτε μισό βραβείο. Είναι μια υπέροχη, χαμηλόφωνη, αλλά ουσιαστική ταινία για μια απροσδόκητη, βαθιά φιλία στο «αρχαίο» Όρεγκον μιας συνεπέστατης σκηνοθέτιδος, που δεν έχει ευτυχήσει στην ελληνική διανομή, αλλά ευτυχώς έχουμε την ευκαιρία να συναντούμε στην εναλλακτική πλατφόρμα των διεθνών φεστιβάλ.
Η ίδια Ένωση Κριτικών πρότεινε τον Ντελρόι Λίντο, τον 68χρονο Βρετανό πρωταγωνιστή του «Da 5 Bloods» του Σπάικ Λι, ως καλύτερο ηθοποιό της χρονιάς. Είναι βαθιά πληγωμένος, ένας «σπασμένος» βετεράνος που επιστρέφει με τους κολλητούς, τους πάλαι ποτέ συμπολεμιστές του στο Βιετνάμ, πραγματικά αξέχαστος, στο αποκορύφωμα μιας καριέρας που δεν είχε παρά ωραίες στιγμές δευτεραγωνιστή και λησμονημένες εμφανίσεις, σε αντίθεση με δυνατούς ρόλους στο θέατρο. Η τραγική ειρωνεία είναι πως ο καταλυτικός χαρακτήρας στην ταινία είναι ο πέμπτος της παρέας, ο Νόρμαν, ο φυσικός αρχηγός τους, που σκοτώθηκε στα ίδια χώματα που τώρα επισκέπτονται για να βρουν έναν θαμμένο θησαυρό από χρυσό, αν βέβαια αντέξουν το σοκ των αναμνήσεων.
Τον ρόλο υποδύεται ο Τσάντγουικ Μπόουζμαν, που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Αύγουστο. Και είναι εξαιρετικός, αλλά όχι τόσο καλός όσο στο «Ma Rainey's Black Bottom», για το οποίο βραβεύτηκε ως καλύτερος ηθοποιός από την Ένωση των Κριτικών του Λος Άντζελες. Στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Όγκουστ Γουίλσον από τον Τζορτζ Σ. Γουλφ των δύο Tony, που είδα στο Netflix (όπως και το «Da 5 Bloods»), ο Μπόουζμαν έχει δύο σκηνές τόσο ανατριχιαστικές, μία στη μέση του σχεδόν huis clos δράματος και την άλλη στο φινάλε, που η σκέψη πως δεν θα τον ξαναδούμε ποτέ στην οθόνη τις καθιστά δύσκολες στην παρακολούθηση ‒ απηχεί την περίπτωση του Χιθ Λέτζερ, αλλά σε πιο ανθρώπινη διάσταση, λόγω της φύσης του ρόλου. Υποδύεται έναν τρομπετίστα στον Μεσοπόλεμο και εκθέτει ανάγλυφα ένα τρίσβαθο τραύμα. Η σπιλωμένη ψυχή του αδυνατεί να επιτρέψει στο ορμητικό ταλέντο του να δραπετεύσει από τους τέσσερις τοίχους ενός μικρού στούντιο ηχογράφησης. Μεγάλη ερμηνεία από έναν ηθοποιό που όντως «εννοούσε» κάθε χαρακτήρα που αναλάμβανε.
Και η κακή τύχη τα φέρνει έτσι ώστε ο Λίντο με τον συμπρωταγωνιστή του να έρχονται από νωρίς αντιμέτωποι στην κούρσα των βραβείων που θα ανταμείψουν τους πρωταγωνιστές σε μια προβληματική σεζόν. Ο μοναδικός που διαφαίνεται απειλητικός στη συγκεκριμένη κατηγορία είναι ο Άντονι Χόπκινς. Η ερμηνεία του ως ανοϊκού που μπαίνει και βγαίνει από τη λογική και τρελαίνει την κόρη του, εκτός από τον ίδιο, στη μεταφορά του επίσης θεατρικού «Ο Πατέρας», σκηνοθετημένη από τον συγγραφέα του, Φλοριάν Ζελέρ, γράφεται πως σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό για τη βιρτουοζιτέ και το βάθος της. Ανυπομονώ ‒ προγραμματίζεται για τις αίθουσες του εξωτερικού τον Φεβρουάριο και δεν γνωρίζει κανείς πότε μέλλεται να προβληθεί σε πλατφόρμες και σε ποιες.
Στις γυναίκες ήδη ξεχωρίζει με την επιβράβευσή της από τους κριτικούς του Λος Άντζελες η Κάρι Μάλιγκαν για το «Promising young woman» της Έμεραλντ Φενέλ, υπεύθυνης για το τηλεοπτικό «Killing Eve». Πανέξυπνο απλικάρισμα του #metoo σε ταινία που μπερδεύει τα είδη, ξεκινά απατηλά ως θρίλερ εμμονής και τρόμου και συνεχίζει ως δράμα με έρμα και στοχασμό, πάντα με ζουμερή υπόθεση και αιχμή της πλοκής τις ανατροπές μέχρι κυριολεκτικά το τελευταίο δευτερόλεπτο, το «Promising young woman» δίνει στη βρετανική αποκάλυψη του «An Education» τη δυνατότητα να ξαναβρεί τη σπίθα που την έκανε να ξεχωρίσει πριν από μια δεκαετία. Ο ρόλος της περνάει από πολλές συναισθηματικές διακυμάνσεις, κρύβει ευαισθησίες που μετατρέπονται σε εκρήξεις και χτυπά στο ψαχνό, αψηφώντας την περίσταση και τον χρόνο ‒ όταν τη δείτε, θα καταλάβετε...
Μαζί με τη Βανέσα Κίρμπι, για το «Pieces of a Woman», οδηγούν την κούρσα των βραβείων των γυναικείων ρόλων της σεζόν. Βέβαια, ακόμα δεν έχουμε δει την ηθοποιό και τραγουδίστρια Άντρα Ντέι στον ρόλο της ως Μπίλι Χόλιντεϊ, στην εκδοχή του Λι Ντάνιελς.
Είναι ενδιαφέρον το πώς φέτος τα Βραβεία των Κριτικών και οι streaming πλατφόρμες δεν υποδεικνύουν απλώς τις ξεχωριστές ταινίες και τους συντελεστές τους στους επαγγελματίες και στις τελετές που αναμένονται στις αρχές του 2021, ή λίγο μετά, αλλά τους βοηθούν να διακρίνουν, σαν πόρισμα σε ένα δυστύχημα με απώλειες, τι έχει συμβεί τη συγκεχυμένη χρονιά που τελειώνει.
Pieces of a Woman