ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΠΟΥ μου συνέβη το 2020 ήταν που έχασα τον πατέρα μου και έφυγε και η πολύ κοντινή φίλη και συνεργάτις Ιουλία Σταυρίδου. Ήταν μια κακή χρονιά με όλα αυτά που έγιναν, θανατικό, απελπισία, καταστροφή. Για τον καθέναν, όμως, μένουν και μικρά πράγματα που είναι δικά του και τα κρατάει ακόμα και όταν τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα γύρω του.
Μετά από έξι χρόνια έντασης και περιπέτειας, στις 5 Μαρτίου βγήκε σε μία μόνο αίθουσα η «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς». Τη στρατηγική που θα ακολουθούσαμε τη συζητούσαμε πάρα πολύ καιρό, αν θα ανοίγαμε σε πολλές αίθουσες, πανελλαδικά, ή μόνο σε μία. Η δική μου γνώμη ήταν να βγει μόνο σε μία, προσπαθώντας να επαναλάβουμε το «μπαμ» που είχε κάνει η «Ψυχή στο στόμα» στον Μικρόκοσμο, 11 εβδομάδες σερί.
Τελικά αποφασίσαμε να επικεντρωθούμε στη μία και μοναδική κεντρική αίθουσα και να διεκδικήσουμε διάρκεια. Έκλεισε η συνεργασία με το Άστυ και πήραμε και κάποιες εγγυήσεις ότι αν η ταινία κάνει κάποια εισιτήρια και πάνω θα μείνει στην αίθουσα για καιρό.
Πίστευα στην ταινία μου, ήξερα ότι θα έχει άμεση ανταπόκριση, ότι θα αρέσει στον κόσμο, ότι θα περάσει καλά, θα διασκεδάσει, θα γελάσει, θα σκεφτεί, θα συγκινηθεί, θα θέλει να την ξαναδεί. Ήξερα τι ταινία έχω φτιάξει.
Χαίρομαι, πάντως, που σε αυτή τη συγκυρία έκανα μια ταινία η οποία, πέρα απ' όλα αυτά που θέλει να πει, που είναι η δική μου έρευνα πάνω στον Έλληνα, πάνω στον άνθρωπο, πάνω στην Ελλάδα, είναι και μια feelgood ταινία, μια ταινία που σου δίνει χαρά, σου δίνει ομορφιά, σου δίνει ευφορία.
Ανοίγει Πέμπτη 5 Μαρτίου και γίνεται ο κακός χαμός από την πρώτη προβολή. Ουρές. Κι όλοι έβγαιναν με ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά, μια ευφορία, μια ανάταση και ένα αίσθημα ομορφιάς και πληρότητας – ότι είδαν κάτι που τους γέμισε και ήταν ικανοποιημένοι. Λέω «η ταινία πια έχει τελειώσει, θα πάρει τον δρόμο της, δεν υπάρχει θέμα». Και όντως έτσι έγινε. Όλες οι προβολές ήταν sold-out, δεν έβρισκες θέση. Φαινόταν ότι πάει για μεγάλη επιτυχία.
Όλο αυτό, όμως, κράτησε μόλις μία εβδομάδα. Στις 11 του μήνα ήρθε το lockdown. Ήταν σοκαριστικό, μια πολύ καλή στιγμή δίπλα σε μια πολύ άσχημη. Βέβαια η άσχημη στιγμή ήταν ένα καθολικό ζήτημα, δεν ήταν μόνο για τη δική μου την ταινία, αφορούσε όλη την κοινωνία, όλους τους ανθρώπους, επαγγελματίες, εργαζόμενους. Καταστροφή.
Άρχισα να κάνω άλλες σκέψεις, «πάλι καλά που πρόλαβα και ολοκλήρωσα την ταινία». Έκανε κι ένα ξεκίνημα, έστω μια βδομάδα. Κάτι ήταν κι αυτό, ακούστηκε, κάτι έγινε. Άρχισα να αναλογίζομαι άλλες εκδοχές. Ότι μπορεί να μην είχα καταφέρει να την ολοκληρώσω με όλα αυτά που ακολούθησαν, αν με έπιανε κάπως στη μέση του post production. Τουλάχιστον είχα μια ταινία στα χέρια μου.
Το lockdown το πέρασα όπως όλος ο κόσμος. Επιβιώσαμε. Ο καθένας βρήκε τον τρόπο του να επιβιώσει. Το θέμα είναι ότι με την πληθώρα των προσφορών, με θεάματα στον υπολογιστή, στην τηλεόραση, streaming κ.λπ., άρχισε να γίνεται μια πολύ μεγάλη συζήτηση, αν θα ήταν σώφρον να έβγαινε η ταινία online, εκείνη την περίοδο, στο πρώτο lockdown. Με τη φόρα που είχε πάρει, η αλήθεια είναι ότι το διερευνήσαμε για λίγο.
Εγώ είχα, βέβαια, μεγάλες ενστάσεις, δεν μου ακουγόταν καλό. Τις ταινίες τις κάνουμε πρώτα για το σινεμά. Υπάρχει κόσμος που είναι αφοσιωμένος στο να πάει στον κινηματογράφο και αυτόν τον κόσμο πρέπει να τον τιμήσεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Και το σινεμά είναι η αφετηρία μας, είναι ο λόγος που κάνουμε αυτό που κάνουμε. Οπότε, είπα «ας περιμένουμε να βγει το καλοκαίρι στα θερινά, θα πάει ένα μέρος του κόσμου να τη δει».
Και βγήκε στα θερινά και πήγε πάρα πολύ καλά, τηρουμένων των αναλογιών, και με όλον αυτόν τον φόβο και τον τρόμο που πλανιόταν πια στην ατμόσφαιρα. Η «Μπαλάντα» έκανε τον κύκλο της στο σινεμά και τώρα είναι η φυσιολογική της στιγμή, αντί να βγει σε βιντεοκασέτα, σε DVD και σε Blu-Ray, που αυτά πια μάλλον τελειώνουν, να βγει online. Είναι εκεί, να τη δουν, να την ξαναδούν, αυτοί που δεν κατάφεραν να τη δουν στα θερινά και στο Άστυ.
Και πάλι φροντίζω να δώσω τις καλύτερες προδιαγραφές και προϋποθέσεις, δηλαδή να έχει μια χρονική άνεση να δει ο άλλος την ταινία, να έχει πολύ καλή ανάλυση η εικόνα, να υπάρχουν κάποια στάνταρ που να μπορούν να ικανοποιήσουν ακόμη και τον πιο απαιτητικό θεατή. Έτσι κι αλλιώς, το σινεμά το ίδιο είναι. Ο τρόπος που το βλέπουμε σιγά σιγά αλλάζει.
Ποιος ξέρει, αν δεν ζούσαμε αυτή την πανωλεθρία, αυτή την απίστευτη κατάσταση, πώς θα ήταν τα πράγματα όσον αφορά τη μοίρα της «Μπαλάντας». Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν μπορεί να πει. Με τόσο μεγάλο κακό που έχει συντελεστεί και συνεχίζει να έρχεται πάνω στους ανθρώπους, η μοίρα μιας ταινίας περνάει σε δεύτερη μοίρα.
Χαίρομαι, πάντως, που σε αυτή τη συγκυρία έκανα μια ταινία η οποία, πέρα απ' όλα αυτά που θέλει να πει, που είναι η δική μου έρευνα πάνω στον Έλληνα, πάνω στον άνθρωπο, πάνω στην Ελλάδα, είναι και μια feelgood ταινία, μια ταινία που σου δίνει χαρά, σου δίνει ομορφιά, σου δίνει ευφορία. Κι εύχομαι αυτά που ζούμε να τελειώσουν όσο πιο σύντομα είναι δυνατόν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
σχόλια