«Ο περιορισμός των κοινωνικών επαφών δεν μπορεί να μην έχει επιπτώσεις στα παιδιά», εκτιμά ο νευροβιολόγος Γκέραλντ Χίτερ ενώ τουλάχιστον μέχρι μέσα Φεβρουαρίου τα περισσότερα σχολεία στη Γερμανία θα παραμείνουν κλειστά.
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, o Γερμανός ερευνητής, μίλησε στο γερμανικό Ευαγγελικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν αυτή την εποχή παιδιά και ανήλικοι: «Καταπιέζουν θεμελιώδεις προσωπικές τους ανάγκες. Δεν μπορεί να μην έχει επίπτωση όταν οι γονείς εργάζονται σε τηλεργασία και αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στα παιδιά, όταν δεν τους επιτρέπουν να παίξουν με τους φίλους τους ή να συναντηθούν με τη γιαγιά τους. Τα παιδιά χρειάζονται την προσοχή και τη στοργή των γονιών τους και την επαφή με συνομήλικους, όπως χρειάζονται το φαγητό. Τα παιδιά πρέπει να βγαίνουν έξω, να δοκιμάζουν καινούργια παιχνίδια και οπωσδήποτε να αγκαλιάζουν τον παππού και τη γιαγιά. Θέλουν να δείξουν τι μπορούν να κάνουν και έτσι είναι απαραίτητο να ανεβούν σε ένα δέντρο ή σε ένα από τα παιχνίδια της παιδικής χαράς».
Για τις επιπτώσεις του συνεχιζόμενου lockdown ο νευροβιολόγος εκτιμά: «Όσο συνεχίζεται το γενικό απαγορευτικό, τόσο τα παιδιά στερούνται κινήτρων και είναι πιο συνεσταλμένα. Για εμένα που πλησιάζω τα 70 η περίοδος "εγκλεισμού" διαρκεί σχετικά λίγο. Από την οπτική γωνία ενός 7χρονου θα ήταν σαν να έπρεπε να ζήσω δέκα χρόνια της ζωής μου με περιοριστικά μέτρα. Είναι επομένως λογικό να υπάρχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας για τα παιδιά. Και δεν γνωρίζουμε αν τα παιδιά θα μπορέσουν μετά την πανδημία να συνεχίσουν από εκεί όπου σταμάτησαν όταν επιβλήθηκαν οι πρώτοι περιορισμοί».
Τα παιδιά αναζητούν διεξόδους
Δίνοντας ένα συγκεκριμένο παράδειγμα ο Γκέραλντ Χίτερ αναφέρεται στη σχέση παιδιού και γιαγιάς: «Όταν περάσει η πανδημία είναι πολύ πιθανό το παιδί να έχει αποξενωθεί σε σημαντικό βαθμό από τη γιαγιά, με την οποία είχε πολύ στενή σχέση. Ίσως κάποια παιδιά να μην θέλουν καν να επισκεφθούν τη γιαγιά τους. Θα πρέπει συνεπώς να διερωτηθούμε όταν προγραμματίζουμε νέα περιοριστικά μέτρα ή τη παράτασή τους αν επιθυμούμε τέτοιες εξελίξεις».
Φαινομενικά ωστόσο τα παιδιά δείχνουν να διαχειρίζονται καλά αυτή τη κατάσταση. Ή μήπως τα φαινόμενα απατούν; «Γυρίζουμε πάλι στις θεμελιώδεις ανάγκες των παιδιών. Σχεδόν αθόρυβα προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα χωρίς πολλές πολλές διαμαρτυρίες και εμείς κάνουμε λόγο για "καλά και φρόνιμα παιδιά". Όποιος όμως καταπιέζει ανάγκες αναζητεί διεξόδους. Πολλά παιδιά στρέφονται στο υπερβολικό φαγητό. Συχνά εγκαταλείπονται από τους γονείς τους μπροστά στην τηλεόραση ή έναν υπολογιστή και τρώνε τσιπς ή άλλα ανθυγιεινά φαγητά. Παρά το γεγονός ότι έχουν τύψεις πολλοί γονείς ισχυρίζονται ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να "παρκάρουν" τα παιδιά τους μπροστά σε μια οθόνη».
Πώς όμως οι γονείς μπορούν να σπάσουν το φαύλο κύκλο; «Όλοι θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι μας είναι πραγματικά απαραίτητο και τι χρειαζόμαστε. Με αυτό τον τρόπο υιοθετούμε συνειδητά μια στάση απέναντι στην παρούσα κατάσταση που ωφελεί και τα παιδιά ας. Θέλω να φάω τώρα κάτι που μου αρέσει ή όχι; Να δουλέψω ακόμα μια ώρα για να τελειώσω κάτι για τη δουλειά ή μήπως θα προτιμούσα να παίξω μια ώρα με το παιδί μου; Δεν αρκεί απλά να λειτουργούμε μηχανικά ως άνθρωποι».
Με πληροφορίες από Deutsche Welle