Τα 58 κλείνει σήμερα ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο πρώην υπάλληλος βιντεοκλάμπ που περνούσε τον χρόνο του καταναλώνοντας σινεμά πιο γρήγορα κι από τη σκιά του, για να εξελιχθεί αρχικά σε έναν μεταπράτη κινηματογραφικών στιγμιοτύπων που κατέκτησε το Χόλιγουντ και μια περίοπτη θέση στην καρδιά των σινεφίλ, και τελικά σε brand name –ολοένα και πιο σπάνιο για σκηνοθέτες– που εισήγαγε έναν νέο όρο στο κινηματογραφικό λεξικό, τον «ταραντινισμό».
Το σινεμά του γέννησε άπειρους κλώνους. Καρέ και αφίσες από τις ταινίες του κόσμησαν μυριάδες μπαρ και δωμάτια ανά την υφήλιο. Τα soundtracks που έστησε με τραγούδια που θα έβρισκες στο σκονισμένο juke box κάποιου diner στη μέση του πουθενά και μουσικά θέματα από ταινίες με κακό ντουμπλάζ, στοίχειωσαν τις playlists των μουσικόφιλων.
Στο πρόσωπό του μια σχετικά νέα τέχνη, που μόλις άρχιζε να αναφέρεται στον εαυτό της και περνούσε από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό, ανακάλυψε το poster boy της. Και κάποια είδη σινεμά, που μέχρι πρότινος γνώριζαν τη χλεύη, βρήκαν τον ιεροκήρυκά τους, τον άνθρωπο που θα τα σύστηνε ευλαβικά και θα κοινωνούσε τις αρετές τους σε χιλιάδες νέους πιστούς.
Έχει ήδη εννιά ταινίες στο ενεργητικό του, ισχυρίζεται ότι θα σταματήσει στις δέκα, μα γενικά μιλάει πολύ και δεν τον παίρνουμε στα σοβαρά, μπορεί η απόσυρσή του από την ενεργό δράση να είναι σαν την τελευταία συναυλία των Πυξ Λαξ.
Έχει ήδη εννιά ταινίες στο ενεργητικό του, ισχυρίζεται ότι θα σταματήσει στις δέκα, μα γενικά μιλάει πολύ και δεν τον παίρνουμε στα σοβαρά – μπορεί η απόσυρσή του από την ενεργό δράση να είναι σαν την τελευταία συναυλία των Πυξ Λαξ. Με αφορμή τα γενέθλιά του, βυθιζόμαστε ξανά στο ταραντινικό σύμπαν, εθιζόμαστε σε στακάτους διαλόγους, γραφικά ξεσπάσματα βίας, σινεφίλ αναφορές, μεσότιτλους, πατούσες, πικάπ και μαύρα κουστούμια και γράφουμε για όλες τις ταινίες του.
Reservoir Dogs (1992)
Γυρισμένο με ελάχιστα χρήματα, το Reservoir Dogs υπήρξε από τις σημαντικότερες στιγμές του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά των ‘90s, συστήνοντας στον κόσμο το αμιγώς κινηματογραφικό σύμπαν του σκηνοθέτη, όπου οι χαρακτήρες δείχνουν cool, μπορούν να επικαλεστούν τις πιο απίθανες ποπ αναφορές στις πιο απίθανες στιγμές, μιλούν με επιτήδευση και ευφράδεια συχνά δυσανάλογη των καταβολών τους και είναι πάντα έτοιμοι να επιδοθούν σε ένα λεκτικό μπρα ντε φερ με τον συνομιλητή τους, πριν τραβήξουν τα όπλα. Ο Ταραντίνο εξυπηρετεί την θεατρικότητα του project με την κατάλληλη διανομή –Καϊτέλ και Ροθ αναλαμβάνουν τις πιο απαιτητικές σκηνές– και η crime κινηματογραφική παραγωγή των επόμενων ετών αποκτά ένα σημείο αναφοράς. Τον ευχαριστούμε γι’ αυτό, κι ας μας κατέστρεψε το «Like a Virgin» της Μαντόνα, το οποίο δεν ακούσαμε ποτέ ξανά με τον ίδιο τρόπο μετά από αυτή την ταινία.
Pulp Fiction (1994)
Κλιντ Ίστγουντ προεδρεύοντος, η επιτροπή του φεστιβάλ των Καννών αναφώνησε σύσσωμη πως κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει εδώ και έδωσε τον Χρυσό Φοίνικα στη σπονδυλωτή δημιουργία του αυθάδη νεαρού δημιουργού. O Tαραντίνο βρίσκει έναν ευρύτερο καμβά σε σχέση με το ντεμπούτο του για να ζωγραφίσει το sui generis έργο που γυρόφερνε στο κεφάλι του. Πυρήνας του Pulp Fiction είναι η διακινηματογραφικότητα, η οποία έμελλε να καταστεί mainstream στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, σε μεγάλο βαθμό χάρη σε αυτό. Μετά από τόσα «ταραντινικά» παράγωγα που έχουμε καταναλώσει, ίσως φαντάζει λιγότερο φρέσκο σήμερα, ο ίδιος θα τελειοποιούσε τη συνταγή του στη συνέχεια –το επίτευγμα εδώ είναι κυρίως σεναριακό, κάτι που αναγνώρισαν και τα μέλη της οσκαρικής Ακαδημίας– μα αναμφίβολα πρόκειται για μία από τις πιο επιδραστικές ταινίες της τελευταίας 30ετίας.
Jackie Brown (1997)
Καταφεύγοντας στον μετρ της crime μυθοπλασίας Έλμορ Λέοναρντ για να αντλήσει έμπνευση, ο Ταραντίνο βρίσκει την ίντριγκα και το δράμα που θα δώσουν ουσία στο στιλ, προσεγγίζοντας παράλληλα τη σκηνοθετική ωρίμανση – δεν επιλέγει να ακολουθήσει με μονοπλάνο την Παμ Γκρίερ στη σκηνή της ανταλλαγής χρημάτων μόνο επειδή δείχνει ωραίο. Η σινεφιλία και το ενδοαναφορικό παιχνίδι εδώ δεν είναι αυτοσκοπός, ο βλακέντιος Λουίς του Ντε Νίρο είναι αναμφίβολα ο πιο υποτιμημένος κωμικός χαρακτήρας ολόκληρης της φιλμογραφίας του, ενώ η ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα που συντρέχει με την ιστορία απάτης καταφέρνει κάτι που δεν πέτυχε καμία άλλη ταινία του: να μας συγκινήσει.
Κill Bill vol.1 (2003) & Κill Bill vol.2 (2004)
Οι ταινίες εκδίκησης, τα manga και οι ταινίες πολεμικών τεχνών μπαίνουν στο μπιμουβάδικο –εκ του b-movie– μπλέντερ του Ταραντίνο και παράγουν ένα χυμώδες, μεταμεσονύκτιο κινηματογραφικό smoothie, ελαφρύ για το στομάχι και ολότελα αβαρές κινηματογραφικά, που συμπυκνώνει την κανιβαλιστική δράση στο πρώτο μέρος και τη διαλογική στο δεύτερο. Στον ρόλο της νύφης που φορούσε κιτρινόμαυρα η Ούμα Θέρμαν θα κοσμήσει για ακόμα μια φορά τους τοίχους diner, μπαρ και εφηβικών δωματίων. Επίσης, εδώ παρατηρούμε ακόμα ένα κοινό στοιχείο των ηρώων του σκηνοθέτη: παρά τον γενικευμένο αμοραλισμό, υπάρχει ένας κώδικας τιμής ανάμεσά τους – πχ. ο Μπιλ ακυρώνει τη δολοφονία της Νύφης, ενώ αυτή βρίσκεται σε κώμα.
Death Proof (2005)
Το Death Proof μαζί με το Planet Terror του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ και μια σειρά από ψεύτικα τρέιλερ φιλοδοξούσαν να συνθέσουν μια grindhouse εμπειρία για ένα νεότερο κοινό, που δεν πρόλαβε την αντίστοιχη πρακτική περιθωριακών αμερικανικών κινηματογράφων των ‘70s – στα εγχώρια κινηματογραφικά ήθη το «σήμερον δύο έργα σεξ» ήταν ό,τι πλησιέστερο είχαμε. Το εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς στις ΗΠΑ κι έτσι οι δύο ταινίες κυκλοφόρησαν μεμονωμένα στον υπόλοιπο κόσμο. Οι επιμέρους κακοτεχνίες ώστε να μοιάζει το φιλμ με τις αναφορές του καταντούν ενοχλητικές σε σημεία, η δράση αργεί να πάρει μπρος, μα αποζημιώνει μερικώς όταν έρχεται. Κρατάμε σίγουρα τη σκηνή του lap dance μετά του «Down in Mexico» των Coasters, κατά τα λοιπά παραείναι επιφανειακό για να διαβαστεί φεμινιστικά και παραμένει η πιο αδύναμη δουλειά του σκηνοθέτη.
Inglourious Basterds (2009)
Aδιανόητα ψυχαγωγικό throwback στις πολεμικές περιπέτειες πολυσυλλεκτικού καστ τύπου The Dirty Dozen (1967), που έκαναν θραύση στα '60s, και εκκίνηση μιας άτυπης τριλογίας που επιχειρεί να ξαναγράψει την Ιστορία – εκεί εδράζεται και η εσφαλμένη ορθογραφία του τίτλου. Ο χώρος που θα συμβεί αυτό στο συγκεκριμένο φιλμ είναι μια κινηματογραφική αίθουσα. Το σινεμά (και η μυθοπλασία γενικότερα) είναι το μέρος για να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα, μας λέει ο σκηνοθέτης, εκεί υπάρχει χώρος για την πολυπόθητη δεύτερη ευκαιρία που στερούμαστε στον άλλο κόσμο, τον πραγματικό. Οι Μπάστερδοι σηματοδοτούν τη στιγμή που το σινεφιλικό παιχνίδι του Ταραντίνο αναβαθμίζεται, που ο σκηνοθέτης αποφασίζει να εντάξει τη λειτουργία του μέσου στις θεματικές του και επιχειρεί να προβιβαστεί από την κατηγορία του τρομερού παιδιού σε εκείνη των μεγάλων. Είναι, πιθανότατα, και το «αριστούργημά» του, όπως δηλώνει προβοκατόρικα στο φινάλε.
Django Unchained (2012)
Αν στο Inglourious Basterds η ιστορική αποκατάσταση και η εκδίκηση διαθλώνται ξεκάθαρα και αυστηρά μέσω του σινεμά, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα στο Django Unchained. Στα 2/3 του φιλμ έχουμε ένα σπαγγέτι γουέστερν, που επιστρατεύει δομικά στοιχεία του είδους, όπως ο λακωνικός ήρωας και ο κυνηγός κεφαλών, και καταχράται την ελκυστική πλαστότητα με την οποία εκφέρει ο Κριστοφ Βαλτζ τους επιτηδευμένους διαλόγους του σκηνοθέτη – ακατανόητη, βέβαια, η οσκαρική βράβευση του Βαλτς για μια ερμηνεία καρμπόν εκείνης στο Inglourious Basterds. Στη συνέχεια ο Ταραντίνο ξεπαστρεύει τους δύο πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες του φιλμ και φέρνει την «πολιτική» στο προσκήνιο, αναγορεύοντας τον Τζάνγκο σε σύμβολο μιας κατατρεγμένης φυλής. Μόνο που η πολιτική ατζέντα του σκηνοθέτη εξαντλείται σε μια στείρα ιστορική ρεβάνς, στη δικαίωση των καταπιεσμένων διά της λυσσαλέας εκδίκησης κατά των δυναστών τους, στην ισοφάριση του σκορ, αν θέλεις. Από μένα είναι κατηγορηματικό όχι.
The Hateful Eight (2015)
Αν ξεπεράσεις την αυταρέσκεια του ληθαργικού πρώτου ημιώρου, όπου ο Ταραντίνο είναι πεπεισμένος ότι σε κρατά από το μανίκι με το τίποτα, θα βρεις μία από τις πιο καίριες δημιουργίες του στους Μισητούς Οκτώ, με ήρωες που, ομολογουμένως, λατρεύεις να μισείς – για ακόμα μια φορά εύστοχος ο τίτλος. Το γουέστερν παντρεύεται με την Αγκάθα Κρίστι και το Θέατρο της Δευτέρας, ο Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον κάνει θαύματα τόσο στον εσωτερικό χώρο που εγκλωβίζονται οι ήρωες, όσο και στους χιονισμένους εξωτερικούς, ο Μορικόνε κερδίζει το μοναδικό του Όσκαρ (!) για ένα απλά υποστηρικτικό score, ο Τιμ Ροθ αντικαθιστά πειστικά τον Κριστόφ Βαλτς σε έναν ρόλο που εμφανώς είχε γραφτεί για τον δεύτερο, η αλληγορία είναι εμφανής και φαντάζει ακόμα πιο πικρή στις επισημάνσεις της σήμερα, που ο διχασμός μοιάζει η μόνη πολιτική σταθερά σε παγκόσμιο επίπεδο. Λαμπρά, αν και ποτέ σπουδαία.
Once upon a time in…Hollywood (2019)
Σε επίπεδο «κοσμοπαραγωγής» το Χόλιγουντ ίσως να είναι η πιο απορροφητική ταινία του Ταραντίνο, έτσι πειστικά και γοητευτικά που έχει ανασυνθέσει το (κινηματογραφικό) Λος Άντζελες των τελών των ‘60s. Στηριγμένος λιγότερο σε ταραντινικές εξυπνάδες στον διάλογο και με μια πρωτοφανή σιγουριά πάνω στο υλικό του, ο Αμερικανός σκηνοθέτης ξαφνιάζει με την ωριμότητά του. Ο Ντι Κάπριο παίρνει μια μεγάλη σκηνή μπροστά στον καθρέφτη –κάθε ιερό τέρας της Μεθόδου είχε μια τέτοια στο παρελθόν και αυτό το είχε σίγουρα στο μυαλό του ο Κουέντιν– ένας ανεπιτήδευτα μαγνητικός Μπραντ Πιτ κερδίζει Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου κι ενώ είσαι έτοιμος να χειροκροτήσεις όρθιος, έρχεται το τελευταίο τέταρτο για να σε προσγειώσει ανώμαλα. Εγκλωβισμένος σε αυτό που πιστεύει ότι θέλει το κοινό από μια ταινία του Ταραντίνο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης παραδίδεται αμαχητί στη σαγήνη(;) της καφρίλας και προβληματίζει για τις προθέσεις του. Το παραμύθι του μοιάζει να καίγεται περισσότερο για να τιμωρήσει σαδιστικά τους κακούς της ιστορίας, παρά για να σώσει την πριγκίπισσα. Μεγάλο κρίμα.
Και μία playlist του Γιάννη Βασιλείου από τα σάουντρακ του Ταραντίνο: