Αν μπορούσατε να ανοίξετε το παράθυρό σας αυτήν τη στιγμή και να δείτε ένα μαγευτικό τοπίο της Ελλάδας, που θα ήταν αυτό; Ποιο πλοίο θέλετε να σας πάρει; Και να σας πάει πού; Θυμάστε πότε «μαλώσατε» τελευταία φορά για το ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Σας έχει λείψει να σας τσιμπήσει η ψάθινη καρέκλα στο καφενείο ενός χωριού; Φαίνεται να έχει λείψει σε περίπου δέκα χιλιάδες άτομα που έδωσαν την «καρδιά» τους σε ένα post με την ανάλογη εικόνα.
Καθώς είχαμε μπει στην πρώτη καραντίνα, ο Ανδρέας αναγκάστηκε να μείνει για πρώτη φορά μακριά από το χωριό του μετά από πολλά χρόνια. Έτσι, βρήκε τον χρόνο να υλοποιήσει μια ιδέα η οποία τριγυρνούσε στο μυαλό του καιρό. Αρχικά ήθελε να δημιουργήσει μία ψηφιακή μουσική βάση με παραδοσιακή μουσική, μια και είναι ο άνθρωπος πίσω από τις playlists που βρίσκουμε στο Κασετόφωνο.
Τελικά αυτή η πρώτη του σκέψη αναπτύχθηκε κάπως διαφορετικά. Οι «Ρίζες» –το @rizesmas, για να το πούμε ινσταγκραμικά, έτσι θα βρείτε τη σελίδα και στο Facebook– αγκάλιασαν πολλές περισσότερες αναμνήσεις και στιγμές παράδοσης απ’ όσες είχε φανταστεί και μετατράπηκαν σε ένα συμμετοχικό concept που μας καλεί να σκαλίσουμε το άλμπουμ του κινητού μας.
O λογαριασμός μάς θυμίζει εκείνους τους σερβιτόρους στα νησιά που μαζεύουν το μισό τραπέζι σηκώνοντας απλά το χάρτινο τραπεζομάντιλο που σκίζουμε στις άκρες μέχρι να έρθει το φαγητό. Και τους φίλους που παραγγέλνουν μια μπίρα για να σβήνουν το τσίπουρο.
Η Σόφη είναι εικαστικός και έχει αναλάβει το κομμάτι του mood board. Η Γεωργία είναι η κειμενογράφος αλλά και η Χριστίνα το έχει με το γράψιμο. Μαζί με τον Αντρέα είναι η ομάδα πίσω από τις «Ρίζες», οι άνθρωποι που μπαίνουν καθημερινά στον δημοφιλή λογαριασμό. Οι τέσσερις τους κρατάνε από τον Πόντο, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Θράκη και τη Μικρασία. Δεν είναι όμως όλοι μεγαλωμένοι στα χωριά τους – η Χριστίνα δεν έχει καν, όπως κι άλλοι που είχαν παππούδες πρόσφυγες. «Οι Ρίζες είναι ο κοινός τόπος για όλους μας, είτε είχαμε είτε δεν είχαμε χωριό. Υπάρχουν για να αποκτήσουμε ένα» λένε.
Όπως κι όσοι τους ακολουθούν, έτσι και οι διαχειριστές του @rizesmas έχουν ανακαλύψει μέσα από το hashtag και το inbox τους μέρη κι έθιμα, γιορτές και εικόνες που δεν γνώριζαν ότι υπάρχουν. «Έχουμε δει πολλά πανέμορφα μέρη, τα μηνύματα που λαμβάνουμε αποδεικνύουν ότι ο τόπος μας μπορεί να είναι μικρός αλλά είναι και τόσο πλούσιος.
Τα έθιμα ανά την Ελλάδα που μας έχουν κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι όσα αφορούν τις προβλέψεις για το νέο έτος ή το μέλλον γενικότερα. Σε αυτά συνήθως η οικογένεια τοποθετεί στη φωτιά που καίει στο τζάκι το πιο μεγάλο κούτσουρο ή αυγά, και αναλόγως με το πώς αυτά θα αντιδράσουν στη φωτιά, μεταφράζουν τα σημάδια ως καλοτυχία ή κακοτυχία. Όσον αφορά τις γιορτές, όλοι μας ξεχωρίσαμε και λιγουρευτήκαμε τη γιορτή του σαρμά που γίνεται στη Νικήσιανη Καβάλας, οπωσδήποτε θα πάμε με την πρώτη ευκαιρία».
Με τις δημοσιεύσεις του, ο λογαριασμός μάς θυμίζει εκείνους τους σερβιτόρους στα νησιά που μαζεύουν το μισό τραπέζι σηκώνοντας απλά το χάρτινο τραπεζομάντιλο που σκίζουμε στις άκρες μέχρι να έρθει το φαγητό. Και τους φίλους που παραγγέλνουν μια μπίρα για να σβήνουν το τσίπουρο. Έχει ανακηρύξει το γεράνι «το επίσημο φυτό της Ελληνίδας γιαγιάς», υποστηρίζει ότι ρίζες μας είναι «το ιντίριορ ντιζάιν των καφενείων», «το να βάζεις λεμόνι σχεδόν παντού», «μετά το πανηγύρι της Αντίπαρου μια ντίσκο λαλούνα».
Με τα σχόλια που έγιναν κάτω από μια φωτογραφία διαπίστωσα ότι το γρήγορο πρόχειρο φαγητό που συνηθίζουν να ετοιμάζουν οι γιαγιάδες για τα εγγόνια είναι πατάτες με αυγά, παράλληλα θυμήθηκα τη δική μου που συνήθιζε να λέει ότι δεν πρόλαβε να φτιάξει τίποτα και λίγο μετά εμφάνιζε πέντε διαφορετικά πιάτα – και λίγα λέω. Οι τριαντάρηδες διαχειριστές του αντιμετωπίζουν ό,τι φολκλόρ με έναν δικό τους φρέσκο τρόπο, γι' αυτό μάλλον κι έχουν προσεγγίσει όλους εκείνους τους νέους followers που τους αναδημοσιεύουν. Έτσι τους έμαθα κι εγώ.
Βέβαια, κάποιοι βρίσκουν ορισμένα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης κάπως παρωχημένα, λένε ότι έχουν χάσει την αυθεντικότητά τους, όπως τα πανηγύρια που γεμίζουν ασφυκτικά με τουρίστες, με εμάς, που βρισκόμαστε σε ένα μέρος ως επισκέπτες. Είναι κάτι που έχει γραφτεί, που έχει συζητηθεί και συζητιέται. Αλλά τι πιστεύει η ομάδα του @rizesmas σχετικά με αυτό;
«Σίγουρα η αυθεντικότητα τείνει να χάνεται όταν αποκόπτεται μία παράδοση από τον τόπο που τη γέννησε και απομονώνεται από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Κάποια στιγμή η παράδοση μάλλον είχε γίνει προϊόν μακριά από τις ρίζες της. Αισθανόμαστε όμως ότι έχουμε ξεπεράσει αυτό το στάδιο, ακόμη και στα πιο τουριστικά μέρη. Εμείς αναζητούμε την αυθεντικότητα στις στιγμές, μπορεί πολλές από αυτές που θα βρείτε στις αναρτήσεις μας να μοιάζουν σε κάποιους ξεπερασμένες, ακόμα και καλτ, ωστόσο είναι κομμάτι των αναμνήσεών μας».
Πέρα από αυτές τις αναμνήσεις, υπάρχει η άυλη πολιτιστική κληρονομιά που συνεχίζει να ζει ακόμη μέσα από τις καθημερινές συνήθειες που διατηρούν οι άνθρωποι στις μικρές κοινωνίες, σε διάφορα μέρη της χώρας. «Συνήθειες που τις βιώσαμε ως παιδιά και τις είχαμε δεδομένες, αλλά τώρα που μεγαλώνουμε και βρισκόμαστε σε καταστάσεις όπως η παρούσα της καραντίνας και του εγκλεισμού, επανέρχονται ως μια πηγαία επιθυμία να τις ζήσουμε και ενήλικες. Ποιος δεν αισθάνθηκε ότι θέλει να επιστρέψει στη φύση, να νιώσει ξέγνοιαστος, σε ποιον δεν έλειψε η επαφή και το μοίρασμα; Είναι μια ανάγκη της εποχής το να συγκινηθούμε, να βιώσουμε ουσιαστικά τον χρόνο και να επιστρέψουμε σε στιγμές απλές αλλά γεμάτες».
Μέσα στον έναν χρόνο που μόλις συμπλήρωσε ο λογαριασμός, η παρέα πίσω από τις @rizesmas έχει λάβει περίπου τριάντα χιλιάδες φωτογραφίες, τόσες έχει μετρήσει. «Το καλύτερο είναι πως συχνά ένας από εμάς ανεβάζει μία φωτογραφία που και οι υπόλοιποι είχαμε κατά νου να δημοσιεύσουμε. Από τις πιο αγαπημένες μας εικόνες είναι αυτή με τα χέρια μιας γιαγιάς που κάνουν μια πλεξούδα στα μαλλιά της εγγονής. Γιατί δείχνει την ουσία των αναμνήσεών μας, όσα μοιραζόμαστε με τους ανθρώπους - ρίζες μας, με εκείνους που μας μεγάλωσαν».
Πώς θέλουν να εξελιχθεί ο λογαριασμός; Τον φαντάζονται να αποτελεί μία ψηφιακή καταγραφή όσων χάνονται μαζί με τη γενιά των παππούδων μας. «Ο κόσμος αλλάζει, μαζί του πλέον μπορούμε να δούμε ότι αλλάζουμε και εμείς, υιοθετούμε νέες συνήθειες και αφήνουμε σιγά-σιγά άλλες που διατηρήθηκαν μέσα στους αιώνες. Γιατί λοιπόν να μην αξιοποιήσουμε τα ψηφιακά μέσα προκειμένου να φέρουμε στο σήμερα και να παραδώσουμε στο αύριο όλες αυτές τις παραδόσεις του χθες που υπάρχουν ακόμη στα μάτια των παλαιότερων ανεξίτηλες;».