Οι αρχαίοι Αθηναίοι, όπως και οι άλλοι Ίωνες, γιόρταζαν τον ερχομό της άνοιξης με μια μεγάλη γιορτή, τα Ανθεστήρια, που ήταν αφιερωμένα στον Διόνυσο.
Οι εορτασμοί κρατούσαν τρεις ημέρες: από την 11η ως την 13η μέρα του Ανθεστηριώνα (ο μήνας είχε πάρει το όνομά του από τη γιορτή), μια περίοδο που αντιστοιχεί στο τέλος Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου του δικού μας ημερολογίου.
Σε αντίθεση με τις άλλες μεγάλες επίσημες περιστάσεις του Αττικού εορτολογίου, τα Ανθεστήρια, μία από τις αρχαιότερες ελληνικές γιορτές, ήταν περισσότερο μια λαϊκή γιορτή όπου τηρούνταν παλιά παραδοσιακά έθιμα σε οικιακό επίπεδο και δεν υπήρχαν οι μεγάλης κλίμακας προετοιμασίες και η σημαντική δημόσια μέριμνα που παρατηρούνται σε άλλες περιστάσεις, όπως στα Μεγάλα Διονύσια και τα Παναθήναια.
Επάνω στα αγγεία αυτά, στους χόες, σώζονται παραστάσεις που προσφέρουν πολυτιμότατες πληροφορίες τόσο για τον εορτασμό των Ανθεστηρίων, όσο κυρίως για τη ζωή των μικρών παιδιών.
Οι γραπτές πηγές και η εικονογραφία αποκαλύπτουν τις ποικίλες όψεις του εορτασμού των Ανθεστηρίων που κινούνταν, όπως και στο Πάσχα των ορθόδοξων Χριστιανών, ανάμεσα σε δύο άκρα: την άκρατη χαρά για τη ζωή και την βαθιά θλίψη για το θάνατο. Ήταν μια γιορτή αφιερωμένη στην αναγέννηση της φύσης, τα λουλούδια και το κρασί, μια ευκαιρία να κάνουν δώρα στα μικρά παιδιά και να γλεντήσουν, αλλά συγχρόνως οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι τις τρεις μέρες που διαρκούσαν τα Ανθεστήρια τα πνεύματα των νεκρών επέστρεφαν και κυκλοφορούσαν μέσα στην πόλη και με το τέλος των εορτασμών έπρεπε να τα απωθήσουν πάλι στον Κάτω Κόσμο.
Η πρώτη μέρα της γιορτής ονομαζόταν Πιθοίγια, γιατί τότε άνοιγαν τους πίθους με το καινούργιο κρασί. Κι όπως ταίριαζε, πρόσφεραν από αυτό πρώτα στο θεό Διόνυσο, στο εν Λίμναις ιερό του στην Αθήνα, που βρισκόταν κάπου νοτίως της Ακρόπολης, ίσως κοντά στον Ιλισσό. Το ιερό λειτουργούσε μόνον αυτή τη μέρα του χρόνου και καμία άλλη. Η μέρα αυτή, όπως και η επόμενη, ήταν απόλυτη αργία από κάθε άλλη δραστηριότητα για όλους τους Αθηναίους, ακόμη και τους δούλους, και σε κάθε αθηναϊκό σπίτι οργανωνόταν ένα μεγάλο συμπόσιο.
Η δεύτερη μέρα ήταν η κύρια μέρα της γιορτής κι ονομαζόταν Χόες. Αυτή τη μέρα οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν στο εορταστικό οικογενειακό συμπόσιο ένα πολύ χαρακτηριστικό μικρό αγγείο, μια μικρή οινοχοή, που ονομαζόταν χους. Κάθε ένας είχε τον δικό του χου, ίδιο σε μέγεθος για όλους.
Επάνω στα αγγεία αυτά, στους χόες, σώζονται παραστάσεις που προσφέρουν πολυτιμότατες πληροφορίες τόσο για τον εορτασμό των Ανθεστηρίων, όσο κυρίως για τη ζωή των μικρών παιδιών. Κι αυτό γιατί τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, κατά το έθιμο, στο οικογενειακό συμπόσιο λάμβαναν μέρος για πρώτη φορά τα νέα μέλη κάθε οικογένειας, τα τρίχρονα παιδιά, που οι μεγάλοι τους έκαναν δώρα και τους χάριζαν το δικό τους μικρό κανατάκι. Έτσι συχνότατα αυτά τα κανατάκια, οι χόες, διακοσμούνται με παραστάσεις που εικονίζουν παιδιά σε διάφορες δραστηριότητες.
Είναι χαρακτηριστικό, όσο και συγκινητικό, ότι όταν ένα παιδάκι πέθαινε πριν γιορτάσει τα πρώτα του επίσημα Ανθεστήρια, οι δικοί του έβαζαν συνήθως μαζί του στον τάφο τον χου που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει.
Το συμπόσιο της δεύτερης μέρας των Ανθεστηρίων γινόταν σε κλίμα περίσκεψης. Υπήρχαν βέβαια στεφάνια με άνθη, κρασί και πλούσιο γεύμα, ακόμη και διαγωνισμοί οινοποσίας, αλλά φαίνεται ότι δεν υπήρχε μουσική και χορός και το δείπνο γινόταν σιωπηλά.
Το βράδυ της δεύτερης μέρας, μετά το τέλος του συμποσίου, όλοι οι Αθηναίοι, κατευθύνονταν εν πομπή υπό το φως των δαυλών στο ιερό του Διονύσου εν Λίμναις για να αφιερώσουν στο θεό τα άνθινα στεφάνια και τις χόες τους - αυτό θα ήταν πραγματικά ένα αξιοθαύμαστο θέαμα. (Μπορεί κανείς βέβαια να υποθέσει βάσιμα ότι στο σημείο αυτό κάποιοι θα ήταν ήδη αρκετά μεθυσμένοι)
Οι χόες και τα στεφάνια των λουλουδιών παραδίδονταν στην ιέρεια του Διονύσου, που ήταν η σύζυγος του Άρχοντα Βασιλέα της πόλης, η Βασίλισσα ή Βασιλίννα, και μαζί με δεκατέσσερις σεβάσμιες Αθηναίες λειτουργούσαν για την ημέρα εκείνη το ιερό.
Η τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν Χύτροι. Η ονομασία οφείλεται στις πήλινες χύτρες μέσα στις οποίες μαγείρευαν διάφορα δημητριακά και όσπρια, τα κόλλυβα για τις ψυχές των νεκρών, που αφιέρωναν στον χθόνιο Ερμή την ημέρα αυτή.
Με την εορτή των Ανθεστηρίων σχετίζεται μια ενδιαφέρουσα παροιμιώδης φράση «Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ’ Ἀνθεστήρια» δηλαδή «έξω από εδώ Κάρες, δεν είναι ακόμα Ανθεστήρια». Δεν είναι σαφές πώς ακριβώς προέκυψε η φράση, αν π.χ. με τη λέξη Κάρες εννοούνται Κάρες μέτοικοι ή οι ψυχές (κήρες) των νεκρών που έπρεπε να επιστρέψουν στον κάτω κόσμο με το τέλος της γιορτής. Πάντως κατέληξε να χρησιμοποιείται παροιμιωδώς σαν το νεοελληνικό «δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αη Γιαννιού».