Οδός Βασιλέως Γεωργίου Β΄, κέντρο της Αθήνας. Περπατώντας κατά μήκος του δρόμου από τη Ρηγίλλης μέχρι τη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου είναι αδύνατο να μην προσέξεις πόσο παρατημένο και απεριποίητο είναι το αστικό τοπίο. Αγριόχορτα, δέντρα με ξεραμένα κλαδιά, ακλάδευτα, σπασμένα κλωνάρια από το χιόνι που κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί να μαζέψει, χορτάρι απότιστο, στεγνωμένο, που σε λίγο θα είναι εντελώς ξερό – και θα είναι και επικίνδυνο για φωτιές. Η ίδια και χειρότερη κατάσταση επικρατεί και στη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου περπατώντας προς το πάρκο Ριζάρη. Το πάρκο, που είναι ακριβώς απέναντι από την Εθνική Πινακοθήκη, είναι σε παρόμοια κατάσταση, την οποία σώζει κάπως η διαμόρφωσή του – οι ευκάλυπτοι δεν επιτρέπουν σε πολλά φυτά να φυτρώσουν και κάνουν φυσική αποψίλωση. Ωστόσο, κανείς δεν έχει μαζέψει τα κλαδιά που έχουν σπάσει, το γρασίδι ξεραίνεται, τα δέντρα είναι «ασχημάτιστα» και σπασμένα.
Ο περίγυρος του Εθνικού Ωδείου Αθηνών και το πάρκο Ριζάρη δεν είναι οι μόνοι ανοιχτοί χώροι με φυτά στο κέντρο που είναι σε αυτή την κατάσταση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο Ωδείο γίνονται έργα που είναι σε εξέλιξη και αυτή τη στιγμή είναι εργοτάξιο, αυτό όμως δεν δικαιολογεί τους παρατημένους κήπους. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι πέρασαν σε απομόνωση πάνω από έναν χρόνο και άρχισαν να ξαναβγαίνουν στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που χρειάζονται είναι υγιές περιβάλλον. Ένα περιβάλλον που σου φτιάχνει τη διάθεση και σου δίνει την εντύπωση ότι κάποιος ενδιαφέρεται για σένα, όχι ένα περιβάλλον που σου δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα και εντυπώσεις εγκατάλειψης και παρακμής. Τα λουλούδια και τα φυτά, όταν τα διαχειριστείς σωστά, μπορούν να κάνουν την πόλη πιο όμορφη. Και αυτή τη στιγμή, μετά από έναν χρόνο εγκλεισμού και αναγκαστικών περιορισμών, οι οποίοι συνεχίζονται, η Αθήνα δεν είναι σε καλή κατάσταση.
Θεωρώ ότι γίνονται άτσαλα τα πράγματα σε αυτόν τον τόπο, είναι σαν να τα πετάνε, για να βγει από πάνω τους η ευθύνη ή να δείξουν ότι “εγώ το έκανα, τα έβαλα”, αλλά τι γίνεται με το κομμάτι το οποίο είναι το σημαντικότερο και από κει ξεκινά όλο το ζόρι: η συντήρηση και η βελτίωση όσων φύτεψες;
Η δεύτερη στάση είναι η πλατεία Κολωνακίου. Δέντρα σε πολύ καλύτερες τις συνθήκες, αλλά πολύ τσιμέντο, ξερό χώμα και ούτε ένα λουλούδι φυτεμένο πρόσφατα. 17 Απριλίου, στην καρδιά της άνοιξης. Πουθενά δεν είδαμε ούτε ένα λουλούδι, έστω και άτακτα φυτεμένο. Βλέποντας φωτογραφίες της Αθήνας της δεκαετίας του ’50, πολύχρωμες καρτ ποστάλ με την Ομόνοια και τον κήπο του Θησείου με λουλούδια σε σχηματισμούς που έδειχναν επιμέλεια και ότι κάποιος ενδιαφερόταν, αναρωτιέσαι γιατί η Αθήνα δεν έχει κήπους. Ούτε έναν κήπο στο κέντρο, όπως έχουν οι υπόλοιπες πόλεις του κόσμου, ούτε μία πλατεία φτιαγμένη από ανθρώπους με μεράκι και γνώση και όχι διεκπεραιωτικά, σαν αγγαρεία – γιατί όλες οι φυτεύσεις στις πλατείες έχουν γίνει τυχαία, δεν υπάρχει σχεδιασμός, συνδυασμός φυτών, δεν υπάρχει εναλλαγή φυτών ολόκληρο τον χρόνο, ανά εποχή, δεν υπάρχει φροντίδα. Τα μαραμένα κυκλάμινα και οι πανσέδες δεν είναι κήπος. Ούτε το μισοξεραμένο γρασίδι. Περπατάς σε δημόσιους κήπους του Λονδίνου, του Παρισιού, των γερμανικών πόλεων, της Βουλγαρίας και της Πολωνίας και αναρωτιέσαι γιατί δεν θα μπορούσε και η Αθήνα να έχει παρόμοιους χώρους – όχι με τα ίδια φυτά, αλλά με φυτά που μπορούν να επιβιώσουν στην Αθήνα.
Το πάρκο του Θησείου, ένα μέρος όπου παίζουν καθημερινά παιδιά και συχνάζει πολύς κόσμος, είναι σε κακή κατάσταση. Παρατημένο στο έλεος των στοιχείων της φύσης και πνιγμένο στα αγριόχορτα. Με δέντρα απεριποίητα και σπασμένα. Ούτε ένα λουλούδι.
Αναρωτιέσαι γιατί το πάρκο του Θησείου ή η πλατεία Κυψέλης και η Φωκίωνος Νέγρη να μην έχουν αξιωθεί να έχουν μια μελέτη όπως αυτή που έγινε έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο, που αναγέννησε το τοπίο, ή, ακόμα καλύτερα, όπως αυτή που έγινε στον κήπο στο café του Μουσείου, ένα υπέροχο παράδειγμα προς μίμηση. Οι ζαρντινιέρες σε μια πόλη που το καλοκαίρι έχει 50 βαθμούς στην άσφαλτο δεν είναι λύση. Οι κρεμαστές γλάστρες δεν είναι για την Αθήνα, είναι για πόλεις όπου βρέχει καθημερινά και δεν θα πεθάνουν τα φυτά σε μία εβδομάδα.
Θα μου πεις, η Αθήνα έχει πολύ σοβαρότερα προβλήματα να λύσει, οι κήποι μάς μάραναν; Δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής οι κήποι, είναι και θέμα επιβίωσης σε ένα περιβάλλον επιβαρυμένο από τις κάθε είδους μολύνσεις, από τις υψηλές θερμοκρασίες, που είναι αδύνατο να το αντέξεις το καλοκαίρι χωρίς κλιματιστικό. Βάλε και την ασχήμια. Τα φυτά (ειδικά τα δέντρα) μειώνουν και τους ρύπους και τη θερμοκρασία, κάνουν και το περιβάλλον πιο όμορφο – σκέψου την Αθήνα χωρίς το πράσινο που έχει τώρα (και στο κέντρο δεν έχει λίγο), να περπατάς στο Σύνταγμα χωρίς τα δέντρα ή γύρω από την Ακρόπολη σε νεκρούς λόφους.
Φυσικά, η Αθήνα δεν γίνεται να έχει τους κήπους του Λονδίνου και του Εδιμβούργου, ούτε τους κήπους των Βερσαλλιών. Το κλίμα της Αττικής είναι πολύ ξηρό και θερμό για τέτοιους κήπους. Υπάρχει όμως μια τεράστια ποικιλία από φυτά που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά για να έχουμε ανάλογα αποτελέσματα. Μεσογειακά φυτά ή φυτά που μπορούν να αντέξουν στις ελληνικές συνθήκες.
«Το γκαζόν δεν είναι λύση» λέει ο Γιάννης Σπανός, ο γεωπόνος της Κοπριάς, του ανθοπωλείου στα Εξάρχεια που τα δύο τελευταία χρόνια έχει συνεισφέρει στην αύξηση του πρασίνου της Αθήνας. «Είναι η μεγαλύτερη βλακεία που έχει γίνει ποτέ για το κλίμα της Ελλάδας, με την έννοια ότι είναι πολύ υδροβόρο. Το γκαζόν είναι για κάποιες βόρειες χώρες οι οποίες έχουν τη φυσική υγρασία ή έχουν συχνές βροχές». Σχολιάζει το πιο συνηθισμένο «μπάλωμα» των περισσότερων χώρων που είναι φυτεμένοι, το οποίο μπορείς να εμφανίσεις σε μια νύχτα. Έτοιμο, σε χλοοτάπητα. Το θέμα είναι πώς το συντηρείς, γιατί χρειάζεται καθημερινό νερό και συχνό κούρεμα. Θυμάμαι το απόσπασμα του Yuval Noah Harari από το «Deus», στο οποίο αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την ιστορία του γκαζόν και το πώς έγινε σύμβολο κοινωνικού στάτους:
«Οι τροφοσυλλέκτες της Λίθινης Εποχής δεν καλλιεργούσαν γρασίδι στην είσοδο της σπηλιάς τους. Στην Ακρόπολη της Αθήνας, στο Καπιτώλιο της Ρώμης, στο Ναό της Ιερουσαλήμ ή στην Απαγορευμένη Πόλη του Πεκίνου δεν υπήρχε καμία πράσινη έκταση για να υποδέχεται τους επισκέπτες. Η ιδέα να καλλιεργείται γρασίδι στην είσοδο των ιδιωτικών κατοικιών και των δημόσιων κτιρίων γεννήθηκε στα κάστρα των Γάλλων και των Άγγλων αριστοκρατών στον ύστερο Μεσαίωνα. Στην πρώιμη νεωτερική εποχή, η συνήθεια αυτή ρίζωσε και έγινε έμβλημα των ευγενών. Οι άνθρωποι συνήθισαν να ταυτίζουν το γκαζόν με την πολιτική ισχύ, το κοινωνικό στάτους και τον οικονομικό πλούτο. Δεν είναι παράξενο που τον 19ο αιώνα η ανερχόμενη αστική τάξη υιοθέτησε με ενθουσιασμό το γκαζόν».
«Κατά τη γνώμη μου, αυτό που θα έπρεπε να αξιοποιήσει η Ελλάδα είναι καταρχάς ένα τεράστιο εύρος ενδημικών φυτών που έχει, που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού, είναι μόνο στο συγκεκριμένο οικοσύστημα, τα οποία είναι υποείδη φυτών τα οποία βρίσκονται στη λεκάνη της Μεσογείου. Αυτά είναι ξερικά, πολύ ανθεκτικά φυτά, που αντέχουν και τα αλμυρά εδάφη, που έχει η Ελλάδα, και τα ασβεστούχα. Δεν θέλουν πολύ νερό, οι ρίζες τους φτάνουν πολύ βαθιά. Θα έπρεπε να αξιοποιηθούν αυτά τα φυτά στην Αθήνα και να δημιουργηθούν ουσιαστικά άνυδροι κήποι. Αυτοί οι κήποι χρειάζονται τη φροντίδα του ανθρώπου για τα δύο-τρία πρώτα χρόνια, μέχρι να αρχίσει να αναπτύσσεται η ρίζα του φυτού, χωρίς πολλές παρεμβάσεις. Αρκεί να σκάψεις έναν λάκκο γύρω από το φυτό για να μαζεύεται το νερό της βροχής, δεν είναι πάντα απαραίτητο το αυτόματο πότισμα. Και όταν στη συνέχεια αυτά αναπτυχθούν και ριζώσουν και φτάσουν βαθιά οι ρίζες τους, το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να μεγαλώνουν και να αναπτύσσονται, να καλύπτουν το έδαφος, να καλύπτουν τον χώρο τους και να ομορφαίνουν την περιοχή».
Αυτή τη στιγμή, μέσα σε όλο το χάος που συμβαίνει, οι αρχιτέκτονες τοπίου κάνουν λάθη και παράλογες επιλογές και οι φυτωριούχοι δίνουν τα φυτά που τους ζητάνε, ακόμη κι αν από την πείρα τους γνωρίζουν ότι αυτά δεν θα επιβιώσουν.
«Το πρόβλημα είναι ότι αφενός μεν υπάρχει έλλειψη γνώσης τού πού πρέπει να μπει το κάθε φυτό, αφετέρου δεν υπολογίζει κανείς τις συνθήκες όπου θα μεγαλώσει» λέει ο Γιάννης. «Σήμερα περνούσα έξω από το Καλλιμάρμαρο κι έβλεπα ένα παρτέρι όπου είχαν βάλει ένα έρπον δεντρολίβανο. Σωστά το έβαλαν εκεί, αλλά, αν περνάει ο άλλος και το πατάει, δεν το αφήνει να αναπτυχθεί. Δηλαδή, κοιτάς πρώτα πού πρέπει να μπει το κάθε φυτό, τι ανάγκες έχει, αν θέλει σκιά ή πάρα πολύ ήλιο, αν θέλει κόκκινο χώμα ή πιο αφράτο έδαφος. Και στη συνέχεια πρέπει να γίνει αυτό που γίνεται και στο εξωτερικό, να τα φροντίζεις τα φυτά. Να υπάρχει μέριμνα από συνεργεία τα οποία δεν θα κάνουν αγγαρεία – “πάμε να κόψουμε τα κεφάλια τους στα δέντρα και θα πετάξουν” και δεν τρέχει μία.
Στο εξωτερικό φροντίζουν τα δέντρα και τους θάμνους ώστε να διαμορφώνουν την κόμη των φυτών και να της δίνουν ένα σχήμα. Ουσιαστικά, αυτό που κάνουν είναι γλυπτική τοπίου. Μελετάς το τοπίο και, αναλόγως πού θέλεις να το πας, του δίνεις συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Σε κάθε ταξίδι στο εξωτερικό το βλέπεις να συμβαίνει. Με το πρόσφατο χιόνι είδαμε ένα σωρό πεύκα να παθαίνουν καταστροφές, για παράδειγμα. Στην Ιταλία υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος κλαδέματος των πεύκων, για να μην προκαλούνται τέτοια προβλήματα. Θεωρώ ότι γίνονται άτσαλα τα πράγματα σε αυτόν τον τόπο, είναι σαν να τα πετάνε, για να βγει από πάνω τους η ευθύνη ή να δείξουν ότι “εγώ το έκανα, τα έβαλα”, αλλά τι γίνεται με το κομμάτι το οποίο είναι το σημαντικότερο και από κει ξεκινά όλο το ζόρι: η συντήρηση και η βελτίωση όσων φύτεψες;
Η αλήθεια είναι ότι τα εποχικά λουλούδια (κατιφέδες, βιολέτες, βιγόνιες) δεν βολεύουν λόγω κλίματος. Θα μπορούσαν, βέβαια, να χρησιμοποιηθούν για να πλαισιώσουν έναν κήπο ή μέσα σε ένα πάρκο, αλλά αυτά είναι φυτά που χάνουν γρήγορα το άνθος τους και το φύλλωμά τους είναι ήσσονος σημασίας, δεν είναι τόσο φανταχτερό, κάτι που να σου τραβάει το μάτι. Αυτά τα φυτά τα θέλουμε κυρίως για το άνθος τους, το οποίο κρατάει έναν με ενάμιση μήνα το πολύ, αν τα προσέξεις. Μετά το χάνεις και θα πρέπει να το αντικαταστήσεις. Το έδαφος της Ελλάδας δεν είναι πρόσφορο για μεγάλους χώρους με λουλούδια. Είναι φυτά για μικρούς κήπους ή λαχανόκηπους, που είσαι από πάνω τους όλη την ώρα, τους ξεβοτανίζεις, τους φροντίζεις, τους ποτίζεις κ.λπ. Δεν είναι εύκολα τα εποχικά λουλούδια για μια πλατεία, γιατί δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο συντήρησης.
Ως γεωπόνος, θα έλεγα ότι το πιο έξυπνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να αξιοποιούμε φυτά τα οποία είναι του οικοσυστήματός μας. Δεν έχουν μεγαλώσει τυχαία εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια σε αυτόν τον τόπο. Τον αντέχουν και δεν απαιτούν πολλά. Αυτό είναι το σωστότερο που θα μπορούσε να γίνει για να φτιαχτεί και η εικόνα της ίδιας της πόλης, να μεγαλώσει έστω και λίγο το πράσινο ανά κάτοικο. Άλλη αξία έχει, για παράδειγμα, ένας κατιφές, που είναι μια μικρή γλάστρα, και άλλη αξία μια τεράστια φλαμουριά, σε σχέση με το πράσινο ανά κάτοικο. Ή ένας πλάτανος, όπως έχει η Πανεπιστημίου».
Οι απαιτήσεις του κόσμου έχουν μεγαλώσει μέσα στην καραντίνα, και όχι μόνο λόγω του εγκλεισμού. Το ενδιαφέρον για τα φυτά αυξήθηκε πολύ – το δείχνουν και οι πωλήσεις των ανθοπωλείων και των φυτωρίων, που είναι μεγαλύτερες από ποτέ. Άνθρωποι που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για τα φυτά, ξαφνικά, έκαναν το σπίτι τους ζούγκλα. Άνθρωποι κάθε ηλικίας. Κι ενδιαφέρονται γι’ αυτά, το καταλαβαίνεις και από τις πολυάριθμες ομάδες για φυτά στο Facebook, όπου οι άνθρωποι μιλούν για τα φυτά τους όλη μέρα. Έχει αλλάξει και η σχέση που έχουμε με το φυσικό περιβάλλον.
«Αυτό το βλέπω θετικό» λέει ο Γιάννης. «Επειδή έχουν μεγαλώσει οι απαιτήσεις, πρέπει να κάνει κάτι και ο κάθε δήμος, η πολιτεία, όποιος είναι υπεύθυνος. Πρέπει να φτιάξει τους χώρους, δεν γίνεται να βλέπεις τόσο απεριποίητο τοπίο. Ο κόσμος ξέρει να αναγνωρίσει φυτά που πριν από δυο-τρία χρόνια απλώς προσπερνούσε ή δεν είχε δει ή προσέξει ποτέ. Δεν υπάρχει μέριμνα, και απέχουμε πολύ σε σχέση με αυτό που γίνεται σε άλλες χώρες για το αστικό τοπίο. Κανονικά, δεν θα έπρεπε να κόβεται τίποτα αυτή τη στιγμή, ούτε ένας θάμνος, όχι ολόκληρα δέντρα. Θέλεις να φτιάξεις γήπεδο ή ένα θέατρο; Είσαι υποχρεωμένος να το εντάξεις στο υπάρχον πλαίσιο, δεν κόβεις τίποτα.
Ένα πολύ ωραίο παράδειγμα αυτού που λέμε είναι ο κήπος του Ιδρύματος Ωνάση, της Στέγης. Αυτός ο κήπος έχει μόνο φυτά του οικοσυστήματός μας. Μπορείς να τα βρεις στο Ποικίλο Όρος στα δυτικά προάστια ή στους πρόποδες της Πάρνηθας ή στον Υμηττό. Τον θεωρώ ένα πολύ σωστό παράδειγμα τον κήπο που έχουν κάνει εκεί. Έχει θαυμάσια φυτά η Αττική που μπορείς να χρησιμοποιήσεις σε συνθέσεις. Τα πιο πολλά από αυτά υπάρχουν ήδη σε σημεία της πόλης. Στη Γεωπονική, στο πανεπιστήμιο, θα δεις τεράστιες φλαμουριές, στον λόφο του Φιλοπάππου, στους πρόποδες, θα δεις ένα σωρό φυτά, είναι γύρω μας, είναι παντού. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις γαζίες, άκανθους, αθάνατους, φράξους, λαντάνες, λεβάντες και μυρτιές, πελαργόνια, φλαμουριές, δωδωναίες και γυνέρια σε διάφορα χρώματα, λαδανιές και κουμαριές, αψιθιές, ένα σωρό φυτά. Απλώς θα μπορούσες να τα φυτέψεις με μελέτη και να φτιάξεις όμορφα σύνολα. Αυτό σημαίνει σύνθεση τοπίου, να μπορείς με φυτά που έχει το οικοσύστημά σου να φτιάξεις κάτι όμορφο, ένα ωραίο σύνολο. Κανείς όμως δεν ενδιαφέρεται για το όμορφο σε αυτόν τον τόπο, πάντα περνά σε δεύτερη μοίρα».