Ό
ταν η Άρτεμη Σπανού κάθεται απέναντί μου, σε ένα κεντρικό καφέ στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, νιώθω ήδη ότι της έχω κλέψει μερικές πολύτιμες ώρες από το ρεπό της. Το τρέξιμο, οι προπονήσεις και τα φιλικά με την Εθνική Μπάσκετ Γυναικών βρίσκονται στο αποκορύφωμα τους λίγες μέρες πριν από το μεγάλο στοίχημα, το Eurobasket αυτού του καλοκαιριού.
Είναι Κυριακή, και στα μαγαζιά, που είναι γεμάτα με οικογένειες που τρώνε το μεσημεριανό τους ή κατοίκους που πίνουν καφέ, απολαμβάνοντας την ανοιχτή εστίαση, η Άρτεμη είναι αναγνωρίσιμη. Μολονότι η ίδια παίζει στην Πολωνία, όπου φέτος κατέκτησε το double, η Νέα Σμύρνη είναι η περιοχή όπου μεγάλωσε. Άλλωστε, η στιγμή που έγινε viral στο Ίντερνετ με την ατάκα «Δεν καταλαβαίνω, ρε» κάνει ακόμη τους περαστικούς να σταματούν για να τη χαιρετήσουν.
«Δεν ήξερα ότι θα γινόταν viral αυτό, αλλά ακόμη και τώρα μού στέλνουν βιντεάκια μ’ εμένα. Το είδα από τη θετική πλευρά. Δεν κάθισα να ασχοληθώ με τα αρνητικά σχόλια, γιατί δεν υπήρχε λόγος. Ακόμη και τώρα, κάποια παιδιά σε αλάνες, όπως περνάω, μπορεί να φωνάξουν: “Ωχ! Η “δεν καταλαβαίνω, ρε”. Σε αυτή την περίπτωση θα γελάσω. Tο 2017 θυμάμαι να σταματάει ένα περιπολικό, να κατεβάζει το τζάμι ‒φοβήθηκα ότι κάτι έγινε‒ και να μου λέει “δεν καταλαβαίνεις, ε;”. Το είδα σίγουρα θετικά (γέλια)» λέει.
Μέσα και έξω από το παρκέ, η πορεία της έχει πολλές διακρίσεις, ταξίδια υπερατλαντικά και διαφορετικές διαδρομές. Από τον Πανιώνιο, που την αγκάλιασε, μέχρι την ηλικία των 17 και την εισαγωγή της στο Πανεπιστήμιο του Ρόμπερτ Μόρις στο Ιλινόις της Αμερικής, απ’ όπου αποφοίτησε με πτυχίο Αθλητικής Ψυχολογίας και ξεχώρισε, μπαίνοντας, μόλις πριν από έναν χρόνο, στο Hall of Fame του, μέχρι και την ξέφρενη διαδρομή της Εθνικής Μπάσκετ Γυναικών ως την 4η θέση του Eurobasket του 2017, η ιστορία της συνεχίζει να γράφεται.
Στον δήμο της Νέας Σμύρνης έπαιζα ποδόσφαιρο μεικτά, αγόρια-κορίτσια – ήμασταν δύο κορίτσια και όλα τα άλλα αγόρια. Έφτασα στα δέκα και είπα στον μπαμπά: “Θέλω να πάω σε ομάδα ποδοσφαίρου γυναικών”. Στην περιοχή, όμως, δεν υπήρχε κάποια τέτοια ομάδα.
«Στον δήμο της Νέας Σμύρνης έπαιζα ποδόσφαιρο μεικτά, αγόρια-κορίτσια ‒ ήμασταν δύο κορίτσια και όλα τα άλλα αγόρια. Έφτασα στα δέκα και είπα στον μπαμπά: “Θέλω να πάω σε ομάδα ποδοσφαίρου γυναικών”. Στην περιοχή, όμως, δεν υπήρχε κάποια τέτοια ομάδα» συνεχίζει. Η ίδια έπαιζε μπάσκετ στο σχολείο και επόμενη επιλογή της ήταν να μπει σε έναν σύλλογο.
Η στιγμή που η ίδια κατάλαβε ότι ίσως έπρεπε να δει ακόμη πιο σοβαρά το μπάσκετ ήταν στη Γ’ Γυμνασίου, όταν έπαιζε στα σχολικά τουρνουά και ταυτόχρονα ήταν και στις εθνικές. «Το πρόγραμμά μου τότε ήταν: σχολείο, τελείωνα, έτρωγα στα γρήγορα σάντουιτς, πήγαινα στο ΟΑΚΑ, στο κλιμάκιο της Εθνικής, και κατέβαινα πάλι Νέα Σμύρνη για προπόνηση» συμπληρώνει.
Η πίεση που δέχονται αρκετοί νεαροί αθλητές σε νεαρή ηλικία, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις του σχολείου, συχνά τους φέρνει σε δύσκολη θέση. Μερικές φορές πρέπει να διαλέξουν: αθλητισμός ή διάβασμα. Η Άρτεμη κατάφερε να συνδυάσει και τα δύο.
«Θυμάμαι ότι έκανα προπονήσεις στο Ελληνικό και ήμουν στο τραμ με ένα βιβλίο στο χέρι, όταν έδινα Πανελλήνιες. Λένε ότι τα παιδιά δεν πάνε το πρωί σχολείο για να διαβάσουν – εγώ διάβαζα στο τραμ, ενώ πήγαινα στο Ελληνικό για να κάνω βάρη, μετά έπαιρνα ξανά το τραμ για το ΣΕΦ, για να κάνω ατομική προπόνηση, και στον γυρισμό ήμουν πάλι με το βιβλίο» αναφέρει. «Τα είχα συνδυάσει και μπορούσα να συγκεντρωθώ, γιατί έκανα αυτό που αγαπούσα».
Κατά πόσο οι ρυθμοί αυτοί μπορούν να δημιουργήσουν πίεση στους έφηβους αθλητές και να τους στερήσουν εμπειρίες που έχουν άλλα παιδιά της ηλικίας τους; «Εκείνη την περίοδο δεν το έβλεπα ως θυσία. Γούσταρα το μπάσκετ. Δεν υπήρχε κάτι άλλο στο μυαλό μου. Ακόμη οι τριήμερες και οι πενθήμερες, που τις έχασα, δεν ένιωσα ότι μου έλειψαν. Με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα ότι αναζητούσα πράγματα που δεν είχα κάνει, ότι υπήρχε ένα κενό. Ούτε με τους συμμαθητές μου ήμουν τόσο κοντά, αλλά δεν το έβλεπα σαν κάτι που μου έλειπε. Αν αγαπάς κάτι, δεν κάνεις θυσίες» απαντά.
Η Άρτεμη θεωρεί ότι η πίεση που δέχονται ανερχόμενοι αθλητές, στους οποίους πέφτουν όλα τα φώτα, σήμερα είναι πολύ πιο έντονη απ’ ό,τι παλιότερα.
«Θα έλεγα ότι υπάρχει πιο πολλή πίεση στην Ελλάδα. Εγώ δεν την ένιωσα τόσο, γιατί τότε δεν υπήρχαν και τα social media. Τώρα, από πολύ μικρή ηλικία, πολλοί μπορούν να δουν τι κάνει ο ένας και ο άλλος. Όταν ήμουν δεκαπέντε-δεκαέξι χρονών, που με θεωρούσαν ταλέντο, δεν είχα social για να δω τι κάνει το αντίστοιχο δεκαπεντάχρονο στην Ισπανία και να πιεστώ περισσότερο. Φαντάσου πώς βλέπουν τα σημερινά 15χρονα και 16χρονα τα σχόλια, που μερικές φορές ούτε κι εμείς μπορούμε να διαχειριστούμε. Επίσης, είναι και το θέμα των μάνατζερ. Εγώ δεν είχα μάνατζερ μέχρι να τελειώσω το κολέγιο και να ασχοληθώ επαγγελματικά. Τώρα οι παίκτες ήδη, από τα δώδεκα-δεκατρία, έχουν μάνατζερ, που τους πάνε από τη μία ομάδα στην άλλη».
Η πίεση σε ορισμένες περιπτώσεις προέρχεται και από τον κόσμο. Κατά πόσο ο γηπεδικός φανατισμός στην Ελλάδα είναι παρών σε σχέση με το εξωτερικό;
«Πιστεύω ότι υπάρχει λίγο πιο πολύ απ’ ό,τι στο εξωτερικό. Στην Τουρκία όπου έπαιξα υπήρχαν οπαδοί και από τις δύο ομάδες, τους έβλεπες να κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον, να υποστηρίζουν την ομάδα τους και να μην ξεφεύγει η κατάσταση. Δεν γνωρίζω για ποιον λόγο το έχουμε αυτό και γίνονται ολοένα πιο βίαια και άσχημα τα πράγματα. Τι φταίει; Η νοοτροπία μας; Το σκεπτικό; Στο εξωτερικό υπάρχει μεγάλη διαφορά, είναι πιο πολιτισμένα τα πράγματα. Υποστηρίζω την ομάδα μου και το σέβεται ο άλλος, δεν θέλει να σε φάει γιατί δεν υποστηρίζεις τη δική του ομάδα».
Το μεγάλο βήμα προς την Αμερική, όταν ήταν δεκαεφτά χρονών, δεν ήταν εύκολο. «Θυμάμαι που έφτασα στο Παρίσι, για την ανταπόκριση, και δεν σταμάτησα να κλαίω μέχρι να φτάσω Πίτσμπουργκ. Εκεί συνειδητοποίησα ότι είχα φύγει από τους δικούς μου, ήμουν ολομόναχη σε άλλη χώρα, με διαφορετική γλώσσα και μαθήματα στα αγγλικά, ότι δεν ήξερα κανέναν. Μου πήρε τρεις μήνες σίγουρα να συνηθίσω, μέχρι τον Δεκέμβριο έκλαιγα κάθε βράδυ. Δεν σκέφτηκα να τα παρατήσω, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που τα παρατάει» λέει. Σ
την πορεία, όμως, η σκληρή δουλειά την οδήγησε στην κορυφή. «Υπήρχαν βράδια που κοιμόμουν στα αποδυτήρια, γιατί δεν ήθελα να πάω πίσω, ήμουν πολύ στενοχωρημένη» συνεχίζει. Όμως το Hall of Fame ήταν μια ανταμοιβή για τις νύχτες χωρίς ύπνο και τις θυσίες της.
Όταν τη ρωτάω για το κεφάλαιο της Εθνικής, προσπαθεί να ορίσει την πορεία της από το 2010 μέχρι την πρόκριση στο Εurobasket, που ήρθε πριν από λίγους μήνες, μετρώντας πλέον πάνω από εκατό συμμετοχές και έχοντας κομβικό ρόλο σε αυτήν ως δεύτερη αρχηγός και γενικότερα ηγετική παρουσία.
«Όταν πήγα στην Εθνική Ομάδα Γυναικών, στα δεκαεφτά μου, είχα συμπαίκτριες τη Μάλτση και την Καλτσίδου, που μέχρι πριν τις είχα μόνο σε αφίσα. Ήταν πάρα πολύ περίεργο» λέει. Όλο αυτό το διάστημα, από τη στιγμή που την κάλεσαν στην Εθνική, σχεδόν δέκα χρόνια πριν, μέχρι τη μεγάλη στιγμή του ’17 και την 4η θέση, αλλά και την πρόσφατη πρόκριση, εκπροσωπεί τη χώρα της με χαρά κι αυτό αποτυπώνεται στο πρόσωπό της όση ώρα αφηγείται στιγμές της διαδρομής της.
Η πρόκριση στο φετινό Εurobasket για πολλούς ήρθε απρόσμενα. «Πάλι κανείς δεν το περίμενε. Ανανεώθηκε η ομάδα, έπεσε ο μέσος όρος ηλικίας» λέει. Η ίδια πιστεύει πως η Εθνική έχει πάρα πολύ ταλέντο και πως, μολονότι αυτήν τη στιγμή μπορεί να βρίσκεται ένα επίπεδο κάτω από τα μεγαθήρια του Εurobasket, σε λίγα χρόνια, εφόσον κάθε κοπέλα ρίξει πολλή και καλή προσωπική δουλειά, η Εθνική μπορεί να συνεχίσει να γράφει ιστορία. «Θα τα δώσουμε όλα, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, δεν έχουμε τίποτα να αποδείξουμε. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άγχος στην ομάδα» λέει για το στοίχημα της επικείμενης διοργάνωσης.
Η πρόκριση ήταν σίγουρα ένα σημαντικό βήμα που, δεδομένης και της κατάστασης με τον Covid, έπεσε πάνω σε μια δύσκολη χρονιά για τον αθλητισμό. Πόσο την επηρέασαν αγωνιστικά, στην Πολωνία, οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν; «Σίγουρα ήταν ένα σοκ τον Μάρτιο, που ήταν να παίξουμε παιχνίδι το Σάββατο, και μας είπαν την Πέμπτη “τέλος το πρωτάθλημα, φεύγετε αύριο”. Δεν το συνειδητοποίησα μέχρι να φτάσω Αθήνα. Εννοείται πως ήταν δύσκολο χωρίς μπάσκετ, γιατί ήμασταν τρεις μήνες χωρίς γήπεδο. Οπότε έκανα γυμναστική στο σπίτι και τρέξιμο στον δρόμο. Πνευματικά ήταν δύσκολα, μου έλειψε το μπάσκετ, κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι για μένα» συμπληρώνει.
Η χρονιά ήταν δύσκολη για τον αθλητισμό γενικότερα, πέρα από τον Covid, με το #MeToo να ταράζει τα νερά στον χώρο. «Οι ιστορίες αυτές υπήρχαν για χρόνια, και πιο παλιά, απλώς δεν ήταν τόσο εύκολο να βγει κάποιος και να αντιμετωπίσει τον εαυτό του. Πιστεύω ότι τώρα, που μπορείς να μπορείς να βγεις και να πεις κάποια πράγματα, χωρίς να δεχτείς κριτική, είναι σημαντικό να το κάνεις, γιατί είναι καλό να ξέρει ο κόσμος τι συμβαίνει, ότι δεν είναι όλα ρόδινα. Δηλαδή βλέπουν έναν άνθρωπο και πιστεύουν ότι, επειδή είναι χαρούμενος και χαμογελαστός, όλα είναι πάντα καλά. Όχι, μπορεί να έχει περάσει καταστάσεις, να γίνονται στη ζωή του πράγματα άσχημα, οπότε είναι καλό να τον σέβεσαι και να μη τον κρίνεις από την όψη του μόνο» σχολιάζει.
Τι έχει να πει, τέλος, για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και για τα είδωλα του μπάσκετ σήμερα μια αθλήτρια που αποτελεί πρότυπο για πολλά ανερχόμενα αστέρια; «Πιστεύω πως ο Γιάννης έχει εμπνεύσει πολλούς, ακόμα κι εμένα, με το πώς ξεκίνησε, την ιστορία του, το ότι βγάζει έναν πάρα πολύ καλό εαυτό και είναι ταπεινός. Πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα πρότυπα. Ο Πρίντεζης, ο Σπανούλης, ο Σλούκας, παίζουν ακόμα και υπάρχουν στον χώρο. Είναι σημαντικό, ειδικά για τη νέα φουρνιά και τις νέες γενιές, να βλέπουν ότι αν μένεις χαμηλών τόνων, κάνεις κάποια πράγματα και δουλεύεις, μπορείς να φτάσεις στο επίπεδο που έχουν φτάσει εκείνοι».
Το Eurobasket θα διεξαχθεί 17–27 Ιουνίου σε Ισπανία και Γαλλία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.