Στο κέντρο του νέου εντυπωσιακού ανακαινισμένου μουσείου Bourse de la Commerce που φιλοξενεί έργα της συλλογής του Γάλλου μεγιστάνα Φρανσουά Πινό, του οποίου η αυτοκρατορία εκτείνεται από τα Gucci και την Stade Rennais έως τον οίκο δημοπρασιών Christie’s δεσπόζουν τα έργα της πρώτης περιοδικής έκθεσης.
Με την υπογραφή του Ταντάο Άντο, ενός από τους πιο διάσημους αρχιτέκτονες του κόσμου που δηλώνει ότι «Το θέμα εδώ είναι για άλλη μια φορά η δημιουργία ενός κτιρίου που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον», ο χώρος φιλοδοξεί να συνδέσει την πλέον σύγχρονη μουσειολογική αντίληψη, παραδόσεις, εμπειρίες και την μεγαλύτερη κατανόηση των κόσμων που φιλοδοξούν να συνδεθούν μέσω της τέχνης.
Ο καλλιτέχνης πρωταγωνιστής της πρώτης έκθεση του πολυαναμενόμενου μουσείου είναι ο Ουρς Φίσερ και το σύνολο των έργων του Untitled (2011), στην Ροτόντα του μουσείου, αποτελεί μια από τις πιο διάσημες εγκαταστάσεις του καλλιτέχνη που εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Γαλλία και έχει επανασχεδιαστεί από τον ίδιο ώστε να ταιριάζει με την κλίμακα του χώρου: μια «δημόσια πλατεία» κάτω από ένα τρούλο, που φτάνει σχεδόν τα 40 μέτρα ύψος.
Στην αποτελούμενη από κέρινα γλυπτά εγκατάσταση, που θα λιώνουν αργά μέχρι το τέλος της έκθεσης, τον Δεκέμβριο του 2021, δεσπόζει ένα αντίγραφο σε φυσικό μέγεθος του έργου του γλύπτη και αρχιτέκτονα του 16ου αιώνα Τζιανμπολόνια «Η αρπαγή των σαβίνων γυναικών», όπου απεικονίζονται τρεις μορφές: ένας άνδρας σηκώνει με δύναμη μια γυναίκα στον αέρα, ενώ ένας δεύτερος γονατίζει πίσω του. Λαξεύτηκε σε ενιαίο κομμάτι μαρμάρου και θεωρείται το αριστούργημά του καλλιτέχνη. Ο Φίσερ δημιούργησε ένα ακριβές αντίγραφό του, ενώ δίπλα σε αυτό υπάρχει σε φυσικό μέγεθος το κέρινο ομοίωμα του φίλου καλλιτέχνη του Φίσερ, Ρούντολφ Στίνγκερ και επτά καρέκλες από ένα αφρικανικό σκαμπό μέχρι μια πλαστική καρέκλα και δυο αεροπορικές θέσεις.
Όλα τα καθίσματα συνομιλούν με την εικονογραφία του μεγάλου καμουφλαρισμένου καμβά στον τρούλο. Σύμβολα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, ανταποκρίνονται στις αναπαραστάσεις του διηπειρωτικού εμπορίου και εμπορίου στα τέλη του 19ου αιώνα, που χαρακτηρίζονται από την αποικιακή ιδεολογία και τον λαϊκό πολιτισμό της εποχής. Τέσσερις από τις καρέκλες είναι μοντέλα που επέλεξε ο καλλιτέχνης από τις συλλογές του Musée du Quai Branly, Jacques Chirac: ένα σκαμπό Mandé από το Μάλι, μια καρέκλα Ashanti από τη Γκάνα, ένα σκαμπό Bwa από τη Μπουρκίνα Φάσο και μια καρέκλα Oromo από την Αιθιοπία, ενώ τα καθίσματα του αεροπλάνου και η καρέκλα κήπου, από την άλλη πλευρά, προκαλούν σκέψεις για ταξίδια και την τυποποίηση του σύγχρονου κόσμου μας.
Αναμένο και παραδομένο στη φλόγα το σύνολο των κέρινων γλυπτών περικλείει τη βιρτουοζιτέ και τον περιπαικτικό χαρακτήρα που θέλει να δίνει στο έργο του ο Φίσερ, με τις αξίες να ανατρέπονται και άλλοτε αριστουργήματα ή κειμήλια να μετατρέπονται σε άτυπες, ακόμη και άμορφες μάζες. Το κερί υγροποιείται, και αυτό που φαινόταν αιώνιο και γνήσιο, αποδεικνύεται εύθραυστο και πλασματικό.
Η εγκατάσταση είναι ένα μνημείο για την παροδικότητα, τον μετασχηματισμό, το πέρασμα του χρόνου, τη μεταμόρφωση και τη δημιουργική καταστροφή, κάτι σαν σύγχρονο memento mori, που θα θυμίζει στους περαστικούς επισκέπτες ότι η ομορφιά είναι περαστική, ότι η ζωή και η τέχνη διαρκούν ελάχιστα.
Ο Ελβετός Ουρς Φίσερ, ένας ασεβής καλλιτέχνης που ζει και εργάζεται μεταξύ της Νέας Υόρκης, του Λος Άντζελες, του Βερολίνου και της πατρίδας του, δημιουργεί έναν παράλογο και ειρωνικό, εκλεκτικό και απρόβλεπτο κόσμο που αμφισβητεί τον τρόπο σκέψης μας για το χώρο. Προκειμένου να εξερευνήσει τις άπειρες δυνατότητες της ύλης και να δουλέψει στην προσωρινότητα των κομματιών του, ο Φίσερ αρέσκεται στο να χρησιμοποιεί μεταβλητά υλικά που καίγονται, λήγουν ή αλλάζουν όπως το ψωμί ή το κερί και ενδιαφέρεται για αντικείμενα της καθημερινότητας.