«ΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ μετά τις περιβαλλοντικές καταστροφές των τελευταίων χρόνων είναι εφιαλτικές, έχει σημασία να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε μια σχετική ψυχραιμία και να δούμε τι μπορεί να γίνει άμεσα:
Όσο ανθρωποκεντρικά και να σκεφτόμαστε τις πόλεις μας, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται απέναντι στο οικοσύστημα, αλλά είναι κομμάτι του. Χρειάζεται δηλαδή συστημική σκέψη και σχεδιασμός, με όλη την πολυπλοκότητα που τα διέπει και τα δύο, για να αντιμετωπιστεί η συνολική κρίση που αντιμετωπίζουμε. Αυτό σημαίνει πως δεν αρκούν μικροπροσαρμογές εδώ κι εκεί, αλλά χρειάζεται να ξανασχεδιάσουμε όλο το σύστημα της πόλης.
Αντίθετα, αυτό που παρατηρούμε εδώ και χρόνια είναι αποδυνάμωση του χωρικού προγραμματισμού προς όφελος μεμονωμένων φαστ-τρακ διαδικασιών και αποφάσεων σε επίπεδο μικροκλίμακας. Χρειάζεται επειγόντως να επικαιροποιηθεί το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας, που ήδη ορθά περιλαμβάνει πλέον όλη την Αττική.
Εδώ όμως πρέπει να συμβούν τουλάχιστον δυο πράγματα: πρώτον, σε επίπεδο περιεχομένου, να δοθεί προτεραιότητα στις επιδράσεις της κλιματικής κρίσης πάνω στην πόλη, με επικαιροποίηση βασιζόμενη στα τελευταία επιστημονικά δεδομένα, και δεύτερον, να αναβαθμιστεί ο ίδιος ο ρόλος του ρυθμιστικού, με επανενεργοποιήση φορέων που ελέγχουν την εφαρμογή του. Μετά την κατάργηση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ), δεν υπάρχει πλέον παρατηρητήριο που να λειτουργεί με διαφάνεια και λογοδοσία. Αυτήν τη στιγμή το ρυθμιστικό βρίσκεται υποβαθμισμένο σε κάποια διεύθυνση του υπουργείου και ούτε online δεν μπορεί να το βρει κανείς.
Και η κλιματική κρίση αλλά και οι πολιτικές απαντήσεις σ’ αυτήν έχουν πολύ άνισες κοινωνικές συνέπειες. Πού θα χωροθετηθεί ένα πάρκο, αν θα ενισχυθεί η δημόσια συγκοινωνία, πού θα μεταφερθούν σημαντικές χρήσεις της πόλης, είναι αποφάσεις που θα έχουν άνισες επιπτώσεις στον πληθυσμό.
Με αυτές τις δύο προϋποθέσεις για επικαιροποίηση του χωρικού προγραμματισμού (κι όχι μόνον σχεδιασμού), μπορεί να μελετηθεί η προσαρμογή όλων των επιμέρους συστημάτων της πόλης, όπως η παραγωγή, το εμπόριο, η κατοικία, η συγκοινωνία ή το πράσινο. Υπόψη όμως ότι αυτά δεν είναι άσχετα το ένα από το άλλο.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την προαστειοποίηση: προέκταση της πόλης σημαίνει πάντα και κατασπατάληση φυσικών πόρων. Το πιο προφανές ίσως είναι η κατάληψη νέας γης, αλλά είναι και όλες οι νέες τεχνικές (αλλά και κοινωνικές) υποδομές που πρέπει να κατασκευαστούν: οδικό δίκτυο, συγκοινωνίες, αποχετεύσεις, σχολεία κ.λπ. Το μεγάλο πρότζεκτ του Ελληνικού π.χ., ανεξάρτητα από το πόσο πράσινο θα δημιουργηθεί τελικά, είναι μια τέτοια περίπτωση. Με άλλα λόγια, αυτό το μοντέλο «ανάπτυξης» πηγαίνει ενάντια σε κάθε περιβαλλοντική λογική.
Αν δεν συμμετάσχουν οι ίδιοι οι πολίτες ατομικά και συλλογικά στον χωρικό προγραμματισμό, τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εφικτό. Και η κλιματική κρίση αλλά και οι πολιτικές απαντήσεις σ’ αυτήν έχουν πολύ άνισες κοινωνικές συνέπειες. Πού θα χωροθετηθεί ένα πάρκο, αν θα ενισχυθεί η δημόσια συγκοινωνία, πού θα μεταφερθούν σημαντικές χρήσεις της πόλης, είναι αποφάσεις που θα έχουν άνισες επιπτώσεις στον πληθυσμό.
Το είδαμε αυτό όταν η γαλλική κυβέρνηση προσπάθησε να περάσει νόμο που αύξανε την τιμή της βενζίνης για να περιοριστεί η χρήση του Ι.Χ. Αποτέλεσμα ήταν μαζικές διαδηλώσεις, το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων και τελικά η συγκρότηση μιας συνέλευσης πολιτών που επεξεργάστηκε πολιτικές προτάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Περιβαλλοντικά μέτρα χωρίς αναγνώριση και αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων δεν μπορούν να υπάρξουν.
Να πω καταληκτικά ότι καμιά λύση δεν μπορεί να υπάρξει μόνη της στη μικρή κλίμακα της γειτονιάς ή και του δήμου. Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και θέλει παγκόσμιες λύσεις. Όμως το τι συμβαίνει σε επίπεδο χώρας, περιφέρειας, πόλης ή γειτονιάς, τι απαντήσεις δίνονται τοπικά, έχει τεράστια σημασία. Οι επιπτώσεις ενός παγκοσμίου φαινομένου θα είναι πολύ διαφορετικές ανά τόπο, αλλά κι αντίστροφα οι τοπικές ιδιαιτερότητες θα παράγουν το ίδιο παγκόσμιο φαινόμενο διαφορετικά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.