ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ κατέβασα τα χειμωνιάτικα και τέλειωσα ένα βιβλίο με τίτλο «Καύσωνας: Η ζωή σ’ έναν πλανήτη που φλέγεται». Αφορά το πώς, πόσο και πότε θ’ αλλάξει η ζωή μας λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας που έρχεται ταχύτερα απ’ ο,τι υπολογίζαμε.
Πρόσφατα καθόμουν στο Σύνταγμα σ’ ένα παγκάκι, φορώντας καλοκαιρινό μπλουζάκι. Το πουκάμισο που πήρα το πρωί με την ελπίδα ότι θα κάνει ψύχρα ήταν κουβάρι στην τσάντα. Κοιτούσα τις γυναίκες που περνούσαν, ήταν ντυμένες με τις μπλούζες εκείνες που φοράς όταν νομίζεις ότι μπήκε φθινόπωρο, με το μανίκι 3/4. Είδα πολλά πουκάμισα σε τσάντες, δεμένα στη μέση, δερμάτινα μποτάκια –έμπνευση που υποθέτω ότι οφειλόταν στον Οκτώβρη και σε καμία περίπτωση στον καιρό–, εσάρπες εξείχαν από tote bags. Η πλατεία Συντάγματος έβραζε από κλιματική απογοήτευση.
Οι διερχόμενες τουρίστριες το έκαναν χειρότερο. Με τα καλοκαιρινά τους ρούχα, τα λευκά λινά, τα μαγιό κάτω απ’ τις μπλούζες και τα πέδιλα, ήταν σαν να διακωμωδούν τις προσδοκίες μας για λίγο φθινόπωρο. Εκείνες, σε αντίθεση μ’ εμάς, ήταν ντυμένες για τον καιρό που τους ξημέρωσε, όχι για τον καιρό που αξίωναν.
Μετά από τόσο διάβασμα για κλιματικά μοντέλα, μετά από τόσα explainers για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τόσα ντοκιμαντέρ, το ενδιαφέρον μου δεν έγινε προσωπικό παρά μόνο όταν άνοιξα την ντουλάπα.
Γυρνώντας σπίτι, είδα την ντουζίνα με τα πουλόβερ μου να με περιμένει στον καναπέ, δίπλα στον «Καύσωνα». Η πρώτη μου σκέψη ήταν «τι τα κατέβασα, πόσο θα τα βάλω φέτος;». Στιγμή μικρού κλιματικού άγχους με εξίσου «μικρά» κίνητρα: μια εγκατάλειψη των πιο υπέροχων pinterest boards με winter inspo, μια απομάκρυνση απ' το ζεστό φασκόμηλο που πίνω φορώντας ψηλά, μαλακά καλτσάκια, μια αποξένωση απ’ την αίσθηση της ψύχρας στο δέρμα που έχει δώσει τη θέση της στο μόνιμο κάψιμο από έναν ήλιο που μοιάζει να στοχεύει αποκλειστικά και μόνο εμένα.
Το βιβλίο λέει ότι δεν είμαστε φτιαγμένοι για τις θερμοκρασίες που θα βιώσουμε. Παραθέτει παραδείγματα υγιών ανθρώπων, αντρών, γυναικών και παιδιών, που πέθαναν κατά τη διάρκεια απολύτως συνηθισμένων δραστηριοτήτων λόγω αδυναμίας του οργανισμού ν’ αντεπεξέλθει στη ζέστη. Περιγράφει τι θα συμβεί αν οι 43 βαθμοί γίνουν κανονικότητα το καλοκαίρι – καταστροφή. Ειδικά για ανθρώπους που ζουν στη φτώχεια είτε κάτω απ’ το όριό της, η αδυναμία πληρωμής των υψηλών λογαριασμών ηλεκτρικού λόγω χρήσης του ερκοντίσιον σημαίνει κυριολεκτικά θάνατο.
Αλλά αυτό που σκεφτόμουν δεν είχε κάνει με κοινωνική ευαισθησία ούτε με το απώτερο μέλλον. Απλώς συνειδητοποιούσα ότι το μέλλον θα είναι πραγματικά ενδυματολογικά άβολο, ότι την υπερέκθεση της σάρκας το καλοκαίρι, που δεν μπορείς παρά να γδυθείς όσο περισσότερο γίνεται, θα διαδέχονται αλλιώτικοι χειμώνες, είτε πολύ πιο κρύοι απ’ ό,τι ξέρουμε, είτε πολύ πιο υγροί, είτε απλώς θερμότεροι. Χειμώνες κατά τη διάρκεια των οποίων θα φοράς ή ρούχα επιβίωσης ή πιο ανάλαφρα. Πάντως, όχι ό,τι έχεις συνηθίσει.
Και είδα πρώτη φορά έτσι την κλιματική αλλαγή. Όχι ως μια επιστημονική έννοια που θα συνταράξει την οικονομία, θα προκαλέσει τρομερές κοινωνικές αναταραχές, θα διαλύσει τις ευάλωτες ομάδες και θα αναδείξει τις γιγαντιαίες διαφορές μεταξύ εχόντων και μη, αλλά ως κάτι πολύ προσωπικό, ως μια αναγκαστική εκτόπιση από το «φυσιολογικό» μου, μια πρακτικά πολύ δυσάρεστη μεταμόρφωση του περιβάλλοντός μου, που θα μου κάνει τον βίο αβίωτο.
Πάντα έβλεπα το καλοκαίρι ως μια αναγκαία φρίκη και την πρώτη φθινοπωρινή ψύχρα ως αρχή ζωής, αρχή του χρόνου· μέχρι να ξανάρθει ο Απρίλιος και ν’ αρχίσει το εξάμηνο της πτώσης. Απ’ όσα διαβάζω, καταλαβαίνω ότι πρέπει να εγκαταλείψω μικρές καθημερινές ευτυχίες που είχαν απαραίτητη προϋπόθεση το κρύο· πρώτο πρώτο, το κλειστό παπούτσι· δεύτερο, το layering, τουλάχιστον, για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου· τρίτο, τη σύνδεση του Δεκαπενταύγουστου με την αρχή του τέλους του μαρτυρίου.
Θεωρητικά, όταν καλούμαστε να νοιαστούμε για κάτι, μοιάζει σαν να πρέπει να νοιαστούμε «γενικά»· για την ιδέα, για τις κοινωνικές προεκτάσεις, για τους άλλους, για το μέλλον. Και ίσως γι’αυτό αδιαφορούμε τόσο πολύ, ειδικά για ζητήματα τέτοιου είδους. Το γενικό και αφηρημένο δεν μπορεί ν’ απασχολεί πολύ μια φορτωμένη καθημερινότητα, προϋποθέτει κάποια επάρκεια χρόνου. Είχα το περιβαλλοντικό πολύ χαμηλά στη λίστα των «κακών». Επείγει το σήμερα, κι αυτό μιλούσε για το αύριο.
Τώρα που μπήκε Οκτώβρης και γράφω με κλιματιστικό, το θεωρητικό έχει πάψει να ισχύει. Πιστεύω ότι σε λίγο καιρό θ’ αρχίσουμε να μιλάμε για «κλιματικό πένθος», «συνθήκη ψυχικής μετανάστευσης» και «χρονική εκρίζωση» με την ίδια ευκολία που μπήκαν στο λεξιλόγιό μας λέξεις και όροι όπως «τραύμα», «ναρκισσιστής», «διαταραχή προσωπικότητας» – κάτι τέτοιο. Το πώς περνά ο χρόνος, τι τον σηματοδοτεί, το πώς σχετίζεται η θερμοκρασία με την ψυχοσύνθεση είναι από εκείνα τα πράγματα τα τόσο δεδομένα που μόνο όταν αλλοιωθεί η ροή τους τα προσέχεις.
Μαντεύω ότι η «εσωτερικότητα» που απασχολεί την κουλτούρα, η εμμονή με τον εαυτό, την ψυχοσύνθεση, την ψυχολογία και την αυτοεπέξηγηση ή θα υποχωρήσει ή θ’ αναγκαστεί να συμπορευτεί με τη βιαιότητα της «εξωτερικότητας» που επιβάλλει το κλίμα. Να το πω όπως το νιώθω: το να μη νιώθω κρύο αυτήν τη στιγμή με απασχολεί πολύ περισσότερο απ’ το εγώ μου. Αποκλείεται να είμαι μόνο εγώ, νιώθω παντού γύρω μου μια υπόρρητη ενόχληση που είναι θέμα χρόνου να φτάσει να γίνει αντιληπτή ως «άγχος».
Πληκτρολογώ και κοιτάω την αγαπημένη μου φθινοπωρινή καμπαρντίνα, που μάλλον για τρίτη χρονιά θα μείνει αφόρετη. Μετά από τόσο διάβασμα για κλιματικά μοντέλα, μετά από τόσα explainers για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τόσα ντοκιμαντέρ, το ενδιαφέρον μου δεν έγινε προσωπικό παρά μόνο όταν άνοιξα την ντουλάπα.