«Η ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ ΠΑΝΔΗΜΙΑ και οι φυσικές καταστροφές ενεργοποίησαν μια σειρά αρχαϊκές φοβίες και μια αγχωτική απειλή εξαφάνισης που θεωρούσαμε ναρκωμένες με την καθιέρωση του μοντερνισμού.
Όλα εκείνα με τα οποία καλούμαστε να αναμετρηθούμε καθημερινά υπερβαίνουν όσα γνωρίζουμε, αγγίζοντας τις παρυφές μιας αβεβαιότητας και ενός διάχυτου τρόμου που δεν μπορούμε πλέον να παρακάμψουμε με τον κομπασμό και τη διδακτική αυστηρότητα. Βρισκόμαστε ξανά αντιμέτωποι με τη θεραπευτική ικανότητα αλλά και την απωθημένη σκοτεινή πλευρά του νεωτερικού εγχειρήματος, που έλκει από τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού.
Η αιφνιδιαστική συρροή αυτών των γεγονότων επιφέρει μια σειρά καίριες μεταβολές και δοκιμασίες στη ζωή μας, στο περιβάλλον, στην αρχιτεκτονική αλλά και στην κουλτούρα γενικότερα. Απαιτείται μια αλλαγή παραδείγματος, ριζικές αναθεωρήσεις των αποτυχημένων αντιλήψεων για τις πόλεις και ό,τι αποκαλούμε "φύση".
Τι μένει, λοιπόν, να κάνουμε, με την προϋπόθεση της προσυμφωνημένης εξάλειψης της μακροχρόνιας αδράνειας και της διαφθοράς που μαστίζει τους σχετικούς δημόσιους θεσμούς; Οι απαντήσεις δεν είναι ούτε απλές ούτε μονοδιάστατες, επειδή απαιτούν σύνθετες “φυσικο-πολιτισμικές” και κοινωνικές διαδικασίες και συνδυαστικές μεταβολές.
Η αγορά ακινήτων καταγράφει ήδη μια αύξηση των αξιών γης σε περιοχές εκτός των αστικών κέντρων. Ωστόσο, και οι δύο αυτές αντίρροπες κινήσεις αποκαλύπτουν τη σαθρότητα και την οριστική χρεοκοπία του μητροπολιτικού και περιβαλλοντικού συμπλέγματος που διαθέτουμε.
Αν η πανδημία έκανε ορισμένους να μιλήσουν για μια επερχόμενη τάση εγκατάλειψης της Αθήνας και των μεγάλων αστικών κέντρων και επιστροφής στο ύπαιθρο, οι πυρκαγιές ενεργοποίησαν μια αντίστροφη διάθεση: την αναγνώριση της έλλειψης υποδομών και προστασίας που χαρακτηρίζει τις συνθήκες ζωής εκεί έξω. Μπορεί όλες αυτές οι μετακινήσεις να βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, δεν είναι όμως αόρατες. Η αγορά ακινήτων καταγράφει ήδη μια αύξηση των αξιών γης σε περιοχές εκτός των αστικών κέντρων. Ωστόσο, και οι δύο αυτές αντίρροπες κινήσεις αποκαλύπτουν τη σαθρότητα και την οριστική χρεοκοπία του μητροπολιτικού και περιβαλλοντικού συμπλέγματος που διαθέτουμε.
Οπότε, η αντίδρασή μας δεν μπορεί παρά να είναι διπλή και αμφίδρομη: για να αποφύγουμε την περαιτέρω υποβάθμιση και τη φοβική εγκατάλειψη των μεγάλων πόλεων, και την αλλοπρόσαλλη καταστροφή της υπαίθρου –στην οποία συμβάλλει τα μέγιστα ο τουρισμός–, ας φανταστούμε τις πόλεις και το ύπαιθρο ως ένα αρχιπέλαγος περιοχών και οικισμών. Ως ένα σύνολο τόπων σε ένα δίκτυο αστικών κέντρων, αγροτικών και περιαστικών οικισμών που ευνοούν οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας. Με την προϋπόθεση να μην επαναλάβουμε τα ολέθρια γλιστρήματα και την καταστροφή του περιαστικού τοπίου των προηγούμενων δεκαετιών: τις ακατάσχετες αστικές επεκτάσεις του sprawl.
Να ανασυγκροτήσουμε δηλαδή ό,τι αποκαλούμε ύπαιθρο, χωρίς το έλλειμμα των υπηρεσιών που διαθέτουν οι πόλεις· και να βελτιώσουμε τα αστικά κέντρα ώστε να λειτουργούν με την ένταση και τη σχετική αυτάρκεια της γειτονιάς, που πολλοί προσδιορίζουν σήμερα με τη δυνατότητα πρόσβασης στις σημαντικότερες εξυπηρετήσεις του πολίτη σε διάστημα 15΄-20΄. Έτσι θα αναζωογονήσουμε το ενδιαφέρον για τις δασικές περιοχές, οι οποίες, αντίθετα με ό,τι φαντάζεται κανείς, απαιτούν ανθρώπινη φροντίδα και παρουσία.
Αν χρειαζόμαστε περισσότερα δέντρα στις πόλεις, χρειαζόμαστε και περισσότερους ανθρώπους στα δάση. Όχι καταπατητές. Η "παρθένα φύση" είναι μια ανθρωποκεντρική φαντασίωση που κατέρρευσε εξαιτίας της αδιάκοπης και βίαιης ανθρώπινης δραστηριότητας στην Ανθρωπόκαινο εποχή. Χρειάζεται να διευρύνουμε την αντίληψη του "φυσικού", αντί να τη θεωρούμε κάτι έξω από εμάς.
Υπ’ αυτήν την έννοια, η δημοσιοποίηση του Marina Tower στο Ελληνικό απέχει πολύ από μια τέτοια θεώρηση, ενώ η “Ανάπλαση της περιοχής Πλατείας Θεάτρου” χρειάζεται σοβαρές βελτιώσεις και αναπροσαρμογές.
Αρκεί μόνο να προσέξει κανείς τις συστάσεις ενός επιδημιολόγου, για να αντιληφθεί ότι εκείνο που σήμερα τίθεται σε μεγαλύτερη αμφισβήτηση είναι η ανθρωπολογική κορύφωση του μοντέρνου, όπως αυτή εδραιώθηκε στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις του 19ου αιώνα: η μητροπολιτική συμφόρηση. Ο συνωστισμός δηλαδή των σωμάτων στις αγορές, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στα πολυκαταστήματα, στις διεθνείς εκθέσεις και στα εργοστάσια που συνεπήραν τον Μποντλέρ και το Έργο των Στοών του Βάλτερ Μπέντζαμιν.
Πρόκειται για την κατεξοχήν μητροπολιτική εμπειρία όπου ο πλάνητας (flaneur) συγχρωτίζεται με τον “άνθρωπο του πλήθους”, τον ρακοσυλλέκτη, την πόρνη και τον εξουθενωμένο, υπεροπτικό δανδή. Όλα αυτά, για την ώρα τουλάχιστον, μοιάζουν να γίνονται μακρινά αντικείμενα νοσταλγίας και αρχαιολογικής σπουδής της νεωτερικότητας.
Από το πλεόνασμα (plus) της νεωτερικότητας περνάμε, έτσι, στο minus, στο μείον (-) του μοντέρνου. Έννοιες-κλειδιά αυτής της νέας συνθήκης αναδεικνύονται: (α) το τέλος του αλαζονικού ανθρωποκεντρισμού· (β) οι συνθέσεις και οι συγγένειες μεταξύ εκείνων που θεωρούσαμε ετερογενή και διαχωρισμένα: πόλεις και ύπαιθρο, αστικά κέντρα και δασικές εκτάσεις, "Γαία"και "Χθονία", ζωντανοί οργανισμοί και αντικείμενα, σώματα και μηχανές, ανθρώπινοι και μη κόσμοι· (γ) η ελάσσων, μικρή φόρμα. Κρατώ τελευταία την ιλιγγιώδη παρότρυνση από το Ταξίδι του Μποντλέρ: “Βαθιά μέσα στο Άγνωστο για να βρούμε το νέο!”».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.