Η «Κούνια» ή αλλιώς «Τα ευτυχισμένα ατυχήματα της κούνιας» είναι ένα από τα αυθάδικα, χαριτωμένα και παιγνιώδη έργα στην ιστορία της τέχνης και το πιο διάσημο έργο του ροκοκό.
Η νεαρή γυναίκα λικνίζεται στην κούνια που την σπρώχνει ένας ηλικιωμένος άντρας σχεδόν κρυμμένος στις φυλλωσιές, με όλο τον ερωτισμό και το σφρίγος της νεότητάς της, ενώ ένας νεαρός παρατηρεί κάτω από τους φραμπαλάδες του φορέματός της τις κρυφές της χάρες, τη στιγμή που το περίτεχνα στολισμένο υφασμάτινο γοβάκι της φεύγει στον αέρα. Τη σκηνή παρακολουθούν μικρά αγάλματα ερωτιδέων, ένα σκυλάκι που γαβγίζει σε μια απαράμιλλη σύνθεση που υμνεί την επιπολαιότητα, την ανεμελιά και τον ρομαντισμό σε ένα δραματικά φωτισμένο ξέφωτο με την κούνια και τα βελούδινα μαξιλάρια της να λάμπουν.
Ο Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ, δημιουργός του έργου, υμνητής της αντίληψης της Μαρίας Αντουανέτας «αν δεν έχουν ψωμί ας φάνε παντεσπάνι», δείχνει το 1768 που δημιούργησε το έργο, την κοινωνική νωχέλεια των ηθών της αστικής τάξης, τον τρόπο που διασκέδαζαν και τα ερωτικά τους μυστικά, σε ένα έργο ηδονιστικό, μεγάλης οπτικής απόλαυσης. Εδώ δεν υπάρχουν μυστήρια της ανθρώπινης φύσης να αναλυθούν, οι περισσότεροι ιστορικοί της τέχνης μιλούν για μια «μεταμφιεσμένη αναπαράσταση της σεξουαλικής επαφής» και βλέπουν τον πίνακα ως ένα αναιδές υπονοούμενο μιας σεξουαλικής πράξης που τοποθετεί τη γυναίκα στην κορυφή να παίζει το παιχνίδι του φλερτ ενώ ο νεαρός παθητικά απλώνει ένα μακρύ φαλλικό χέρι. Το παπούτσι που αναπηδά στον αέρα δεν είναι τυχαίο, το έχει κλωτσήσει η γυναίκα για να προσγειωθεί στην αγκαλιά του νεαρού, είναι το ερωτικό της κάλεσμα.
Ο βαρόνος ντε Σεν Ζυλιέν θέλησε να παραγγείλει έναν πίνακα και απευθύνθηκε σε ένα ζωγράφο σοβαρών θεμάτων της εποχής του. Του ζήτησε να ζωγραφίσει την ερωμένη του ενώ έκανε κούνια. Την κούνια θα την έσπρωχνε κάποιος επίσκοπος και απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτέλεση του έργου ήταν να φαίνονται τα καταπληκτικά πόδια της. «Εμένα», του είπε «θα με τοποθετήσετε έτσι ώστε να μπορώ να βλέπω καλά τα πόδια αυτού του όμορφου πλάσματος». Ο σοβαρός ζωγράφος αποχώρησε, αλλά του σύστησε τον καταλληλότερο. Τον Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ. Ο Γάλλος ζωγράφος που λάτρευε τη joie de vivre, την ανυπόκριτη και απενοχοποιημένη χαρά της ζωής και τις απολαύσεις ενός ολόκληρου αιώνα φαίνεται να διασκέδασε πολύ με την παραγγελία, αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο συγκεκριμένος βαρώνος ήταν Φοροεισπράκτορας της Εκκλησίας.
Αποτύπωσε με τη μοναδική του τέχνη τον απερίφραστο αισθησιασμό της ζωής πριν ο Νταβίντ και τα ιδεώδη της επαναστατικής αρετής τον παραμερίσουν, πεθάνει λησμονημένος, με το στιλ της «επιπόλαιας» ζωγραφικής του να γίνεται στόχος των φιλοσόφων του Διαφωτισμού, οι οποίοι απαίτησαν μια πιο σοβαρή τέχνη, αλλά θα αναγνωριστεί, τελικά, μετά από αιώνες, ως μεγάλος ζωγράφος, δεινός σχεδιαστής και λαμπρός χαράκτης για να σταθεί ισάξια με τους μεγάλους μετρ της εποχής του.
Η περίφημη «Κούνια» με τη σκηνοθεσία της συνεύρεσης των σωμάτων και των ψυχών με τρόπο ακόλαστο, πονηρό ή ανοιχτό σε μια νέα ηθική, έργο – σταρ της περίφημης συλλογής Wallace στο Λονδίνο, αποκαταστάθηκε φέρνοντας στο φως άτακτες λεπτομέρειες που ενισχύουν την αυθάδεια και την απόλαυση που προσφέρει το έργο.
Ο πίνακας καθαρίστηκε και το σκούρο βερνίκι που τον κάλυπτε και τα μάτια της γυναίκας αποκαλύφθηκαν, φώτισαν και φαίνεται τώρα πιο σκανδαλώδης και πιο αισθησιακή και η έκφρασή της εντυπωσιακά ζωηρή.
Το μείγμα ερωτισμού και μυστηρίου του πίνακα που έχει αιχμαλωτίσει το κοινό εδώ και αιώνες, λάμπει μέσα από τη νέα αίγλη του με τις κιτρινίλες να έχουν εξαφανιστεί και τις λεπτομέρειες πιο ξεκάθαρες από ποτέ να δίνουν την ευκαιρία να επανεκτιμηθεί αυτό το ενδιαφέρον έργο.
Το ροζ χρώμα των ρούχων και η ρόδινη σάρκα της νεαρής γυναίκας αναπηδά τώρα ακόμα πιο έντονα μέσα στα πράσινα φυλλώματα και τα σκούρα μπλε της σύνθεσης.
Το «απρεπές» για εκείνη την εποχή αλλά ευφρόσυνο θέαμα έχει γίνει πιο ευανάγνωστο. Το ξύλο της κούνιας είναι επιχρυσωμένο, κάτι που κανένας δεν περιμένει σε μια κούνια στο δάσος.
Ο ηλικιωμένος άνδρας δεν είναι ντυμένος στα μαύρα δεν είναι κληρικός, φορά σκούρα μπλε, είναι λαϊκός και η Γιουρίκο Τζακάλ, επιμελήτρια της Συλλογής Wallace, Γιουρίκο Τζακάλ, εικάζει ότι η σκηνή μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα «ερωτικό τρίγωνο», που εύστοχα αντηχεί στην τοποθέτηση των μορφών, με έναν ηλικιωμένο σύζυγο και έναν νεαρό εραστή. Εναλλακτικά, μπορεί να είναι πατέρας και γιος, συνένοχοι στον ίδιο έρωτα. Στην ίδια σύνθεση εμφανίζονται κάποια απρόβλεπτα ίχνη κινδύνου με το σκοινί να ξεφτίζει και να κόβεται και τη λέξη στον τίτλο «ατυχήματα» να υπαινίσσεται και την επισφάλεια των αισθημάτων.
Ο τίτλος του πίνακα καταγράφηκε για πρώτη φορά σε ένα χαρακτικό του 1782: «Les hasards heureux de l’escarpolette». Πιθανότατα ο πίνακας κόσμησε κάποια κρεβατοκάμαρα ή έμεινε κρυμμένος πίσω από μια κουρτίνα μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Η τελευταία κληρονόμος του έργου, Λαίδη Γουάλας, είχε τον πίνακα στην κρεβατοκάμαρά της και τον κληροδότησε μαζί με την έπαυλή της και τη συλλογή έργων τέχνης που είχε με τον σύζυγό της, την περίφημη σήμερα Wallace Collection, στο βρετανικό έθνος.
Η ιδέα πίσω από την επανατοποθέτηση του συντηρημένου πίνακα, από τις 3 Νοεμβρίου, είναι η δημιουργία ενός σκηνικού αντάξιου της ηδονοβλεπτικής απόλαυσης που προσφέρει, κρεμασμένος ανάμεσα σε δύο παράθυρα με πολυτελείς κόκκινες κουρτίνες. Για να φαντασιωθούμε μια κρεβατοκάμαρα του 17ου αιώνα και χαρούμενους εραστές να απολαμβάνουν μια στιγμή ευδαιμονίας χωρίς όριο και το φόβο του μέλλοντος.