Δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στη βρετανική βοήθεια, μετά την «πτώση» της Καμπούλ, εξαιτίας χάους και σύγχυσης στο υπουργείο Εξωτερικών, καταγγέλλει πρώην διπλωμάτης.
Το γραφειοκρατικό χάος, η υπουργική παρέμβαση, η έλλειψη σχεδιασμού στο υπουργείο και η κουλτούρα του οχτάωρου είχε ως συνέπεια «άνθρωποι να αφεθούν να πεθάνουν στα χέρια των Ταλιμπάν», σύμφωνα με τον πρώην διπλωμάτη.
Η μαρτυρία του Ράφαελ Μάρσαλ κρίθηκε τόσο σοβαρή που ξεκίνησε εσωτερική έρευνα όταν παρουσίασε την αναφορά του στον μόνιμο γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών, Κοινοπολιτείας και Ανάπτυξης, Φίλιπ Μπάρτον, στα τέλη Αυγούστου.
Είναι πιθανό οι αποδείξεις του πληροφοριοδότη και η έναρξη της εσωτερικής έρευνας- που ακόμη δεν έχει δημοσιοποιηθεί- να συνέβαλαν στην απόφαση να μετακινηθεί ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Ντόμινικ Ράαμπ, σε διαφορετικό κυβερνητικό πόστο, σημειώνει ο Guardian.
Ο Μάρσαλ, απόφοιτος της Οξφόρδης με διπλωματική υπηρεσία τριών ετών, προσφέρθηκε να εργαστεί στην ομάδα ειδικών περιπτώσεων του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών στο αποκορύφωμα της κρίσης στο Αφγανιστάν τον Αύγουστο, μετά την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία.
Πλέον έχει παραιτηθεί από το υπουργείο και σε κατάθεση ενώπιον κοινοβουλευτικής επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, αποκάλυψε το χάος που είδε εκείνες τις κρίσιμες ημέρες.
Σε κάποιο σημείο, στο αποκορύφωμα της κρίσης, λέει ότι ήταν ο μόνος που εργαζόταν στο γραφείο εκκένωσης και ότι έπρεπε να παίρνει αποφάσεις ζωής και θανάτου για απομάκρυνση ανθρώπων, με βάση απολύτως πρόχειρα κριτήρια.
Υποστήριξε ότι ο Ράαμπ έδειχνε μια έλλειψη κατανόησης για την ανοργάνωτη διαδικασία και την απελπιστική κατάσταση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, καθυστερώντας αρκετές παραπομπές για έκτακτη εκκένωση.
Αντί να δράσει αμέσως ο Ράαμπ, σύμφωνα με τον Μάρσαλ, επέμεινε για περαιτέρω, καλύτερες μορφές αποδείξεων. «Είναι δύσκολο να εξηγήσω γιατί κράτησε την απόφαση για τον εαυτό του, αλλά απέτυχε να την πάρει αμέσως», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρώην διπλωμάτης.
Ο Μάρσαλ είπε ότι κάποιοι από αυτοί που χρειάζονταν τη συγκατάθεση του Ράαμπ δεν έφτασαν ποτέ στο αεροδρόμιο και σε άλλη περίπτωση η ομάδα προχώρησε χωρίς να περιμένει περισσότερο για μια απάντηση από τον τότε υπουργό.
Επίσης, ο Μάρσαλ αμφισβήτησε αν η Ντάουνινγκ Στριτ είπε ορθώς στο κοινοβούλιο ότι όλα τα email από Αφγανούς που προσπαθούσαν να φύγουν από τη χώρα είχαν επεξεργαστεί έως τις 6 Σεπτεμβρίου.
Επίσης, ο πληροφοριοδότης αποκάλυψε ένα σάλο που προκλήθηκε εντός του υπουργείου Άμυνας, όταν ο Μπόρις Τζόνσον διέταξε να δοθεί προτεραιότητα για την εκκένωση σε αφγανική οργάνωση για τα ζώα.
«Υπήρξε μια ευθεία ανταλλαγή ανάμεσα στη μεταφορά των ζώων του Nowzad και την εκκένωση Βρετανών πολιτών και Αφγανών, συμπεριλαμβανομένων κάποιων που είχαν υπηρετήσει με Βρετανούς στρατιώτες», είπε.
Λιγότερο από το 5% δέχθηκε βοήθεια
Ο Ράφαελ Μάρσαλ ήταν μέλος ομάδας που είχε την ευθύνη να βοηθά ανθρώπους των οποίων η ζωή κινδύνευε, εξαιτίας της σχέσης τους με τη Βρετανία.
Οι αιτούντες δεν πληρούσαν τα κριτήρια για το σχέδιο Arap- μετεγκατάστασης και παροχής βοήθειας- για εκείνους που είχαν υπάρξει ευθέως εργαζόμενοι της βρετανικής κυβέρνησης. Αλλά περιελάμβαναν Αφγανούς στρατιώτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, δημοσίους υπαλλήλους, φεμινίστριες, εθελοντές και δικαστές.
Στην κατάθεσή του ο Μάρσαλ εκτίμησε ότι από 75.000 έως 150.000 άνθρωποι (συμπεριλαμβανομένων εξαρτημένων μελών της οικογένειάς τους) έκαναν αίτηση για εκκένωση υπό το σχέδιο ειδικών περιπτώσεων.
Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των ανθρώπων φοβούνταν ότι η ζωή τους ήταν σε κίνδυνο λόγω της σύνδεσής τους με τη Βρετανία και τη Δύση και για αυτό πληρούσαν τις προϋποθέσεις για εκκένωση. Στην κατάθεση των 39 σελίδων στην επιτροπή, ο Μάρσαλ εκτίμησε ότι λιγότερο από το 5% δέχθηκε βοήθεια.
Χιλιάδες αδιάβαστα email
«Στο αποκορύφωμα της κρίσης, το απόγευμα του Σαββάτου 21ης Αυγούστου, ήμουν ο μόνος που παρακολουθούσε και επεξεργαζόταν email στο inbox των ειδικών περιπτώσεων από το Αφγανιστάν. Από νωρίς το απόγευμα της Παρασκευής δεν είχαν διαβαστεί email. Ο αριθμός των αδιάβαστων email ήταν ήδη πολλές χιλιάδες, πιστεύω πάνω από 5.000 και αυξάνονταν διαρκώς», κατέθεσε.
Ο Μάρσαλ επεσήμανε ότι λόγω της τεράστιας ζήτησης, είχε κρίσιμη σημασία να εφαρμοστούν αξιόπιστα κριτήρια επιλογής. Όμως, είπε, αυτό δεν συνέβη. Αντί για αυτό, υποστήριξε ότι τα κριτήρια που είχαν δοθεί ήταν απολύτως υποκειμενικά.
«Το προσωπικό ήταν φοβισμένο, γιατί έπαιρνε αποφάσεις ζωής και θανάτου, για τις οποίες δεν ήξεραν τίποτα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μεταξύ άλλων, τα προβλήματα που υπήρχαν εκείνες τις κρίσιμες ώρες ήταν η κουλτούρα της οχτάωρης εργασίας που εφαρμοζόταν αυστηρά, η έλλειψη υπολογιστών για τους στρατιώτες στην Καμπούλ που προωθούσαν επιλεγμένους για εκκένωση, η απόλυτη έλλειψη ειδικών γνώσεων- συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας- και η έλλειψη συντονισμού με τους Αμερικανούς συμμάχους.
Το παράλληλο σχέδιο Arap ήταν εξίσου δυσλειτουργικό, επεσήμανε ο Μάρσαλ. Το βράδυ της Τετάρτης 26 Αυγούστου υπήρχαν 4.914 αδιάβαστα email στο inbox αυτού του σχεδίου.
Μάλιστα, υπήρχε σύγχυση με τα email των δύο σχεδίων, κάτι που σήμαινε ότι για ημέρες κανένας δεν έδινε προσοχή σε κάποιες περιπτώσεις. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο, για πέντε συνεχόμενα βράδια δεν υπήρχε νυχτερινή βάρδια.
Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις, δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί πόσα ονόματα είχαν επιλεγεί για εκκένωση, κάτι που σήμαινε ότι το υπουργείο Εξωτερικών δεν ήξερε ποτέ πόσες θέσεις ήταν ακόμη διαθέσιμες. Στο τέλος, στρατιώτες στο αεροδρόμιο διάλεξαν ανθρώπους με βάση τη σειρά των ονομάτων σε ένα έγγραφο το υπουργείου Εσωτερικών.
Ο Μάρσαλ σημείωσε ότι δεν είναι ξεκάθαρο γιατί, σε αντίθεση με το υπουργείο Άμυνας, το σχέδιο για εκκένωση πολιτών κατά τα φαινόμενα δεν οριστικοποιήθηκε παρά μόνο 4 ή 5 ημέρες μετά την πτώση της Καμπούλ.
«Πολλά από αυτά τα email επίσης κατέγραφαν πολλές πρόσφατες σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους Ταλιμπάν, μεταξύ άλλων φόνους, βιασμούς και πυρπόληση σπιτιών», επεσήμανε ακόμη, κάνοντας λόγο για καθηλωτική αντίθεση ανάμεσα στις κυβερνητικές δηλώσεις περί αλλαγμένων Ταλιμπάν και τον «μεγάλο αριθμό εξαιρετικά αξιόπιστων καταγγελιών για πολύ σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσω email».
Με πληροφορίες από Guardian