Η Καθολική Εκκλησία της Νέας Ζηλανδίας παραδέχτηκε ότι το 14% των κληρικών της επισκοπής της έχουν κατηγορηθεί για κακοποίηση παιδιών και ενηλίκων από το 1950.
Η εκκλησία έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας επιτροπής για την κακοποίηση, που συστάθηκε το 2018 από την πρωθυπουργό Τζασίντα Άρντερν.
Η πρωθυπουργός είπε ότι η χώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει «ένα σκοτεινό κεφάλαιο» στην ιστορία της και αργότερα το επέκτεινε ώστε να συμπεριλάβει εκκλησίες και άλλα θρησκευτικά ιδρύματα.
Μια ενδιάμεση έκθεση της επιτροπής τον Δεκέμβριο, διαπίστωσε ότι έως και 250 χιλ. παιδιά, νέοι και ευάλωτοι ενήλικες κακοποιήθηκαν σωματικά και σεξουαλικά στα θρησκευτικά και κρατικά ιδρύματα φροντίδας της Νέας Ζηλανδίας από τη δεκαετία του 1960 έως τις αρχές του 2000.
Η Te Rōpū Tautoko, η ομάδα που συντονίζει τη δέσμευση της εκκλησίας με την αρμόδια επιτροπή, αναζήτησε και εξέτασε αρχεία από τις έξι Καθολικές επισκοπές της χώρας και από 43 Καθολικές θρησκευτικές εκκλησίες, γνωστές επίσης ως θρησκευτικά ινστιτούτα, τάγματα ή ενώσεις. Η έρευνα περιελάμβανε αρχεία 428 καθολικών ενοριών, 370 καθολικών σχολείων και 67 άλλων ιδρυμάτων φροντίδας.
Οι καταγγελίες αφορούν σε σωματική, σεξουαλική και συναισθηματική ή ψυχολογική κακοποίηση και παραμέληση ενώ περιλαμβάνουν και την αδυναμία δράσης σε καταγγελίες και τη διευκόλυνση της κατάχρησης εξουσίας.
Η έκταση των καταγγελιών για κακοποίηση στην εκκλησία στην Aotearoa Νέας Ζηλανδίας δεν είχε ποτέ συγκεντρωτικά αποτελέσματα στο παρελθόν, όπως δήλωσε η Catherine Fyfe, η πρόεδρος του Te Rōpū Tautoko.
«Το έργο της συλλογής πληροφοριών ήταν μια σημαντική άσκηση στην οποία συμμετείχαν δεκάδες άτομα σε διάστημα δύο ετών, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας σε αρχεία που χρονολογούνται πριν από 70 χρόνια σε εκατοντάδες μέρη».
Τα ευρήματα διαπίστωσαν ότι από το 1950, 1.350 παιδιά και 164 ενήλικες ανέφεραν ότι υπέστησαν κακοποίηση, ενώ 167 ακόμα περιπτώσεις δεν μπόρεσαν να τεκμηριωθούν από την έρευνα.
Από τις 1.680 συνολικά περιπτώσεις, οι μισές σχεδόν, δηλαδή οι 835 ήταν αναφορές για σεξουαλική βλάβη σε βάρος παιδιού ενώ το 80% του συνόλου των περιπτώσεων αφορούσαν γενικότερα παιδιά. Από το σύνολο, οι 687 αφορούν εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις, οι 425 κατοικίες, οι 228 ενορίες και οι 122 άλλες τοποθεσίες ενώ οι υπόλοιποι χώροι ορίζονται ως άγνωστες τοποθεσίες.
Συγκεκριμένα, οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν ήταν σε ποσοστό 14% κατά των καθολικών κληρικών της επισκοπής, που εργάζονταν για επίσκοπο και όχι για εκκλησία, ποσοστό 8% κατά ανδρών εκκλησιαστικών μελών (μοναχούς ή ιερείς) και 3% κατά γυναικών μελών της εκκλησίας (ιερείς ή μοναχές).
Οι περισσότερες περιπτώσεις κακοποίησης που αναφέρθηκαν συνέβησαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, με ποσοστό 75% να λαμβάνει χώρα πριν από το 1990.
Η Te Rōpū Tautoko είπε ότι τα αρχεία δεν αντιπροσωπεύουν όλες τις καταχρηστικές συμπεριφορές, που έχουν συμβεί στους κόλπους της Καθολικής εκκλησίας, καθώς η έρευνα καλύπτει μόνο καταγεγραμμένες αναφορές που υποστηρίζουν περιστατικά κακοποίησης.
Το Δίκτυο Επιζώντων των Κακοποιημένων Ατόμων από Ιερείς (Snap) ανέφερε ότι η πραγματική κλίμακα της κακοποίησης είναι πιθανό να είναι πολύ υψηλότερη με βάση τις πληροφορίες που έχει από τα μέλη του.
Κάνει λόγο δε, για ποσοστό «έως και δωδεκαπλάσιο, δεδομένων των στοιχείων, που δείχνουν ότι μόνο ένας στους 12 έχει αναφέρει ανάλογες συμπεριφορές σε περιοχές σε όλη τη Νέα Ζηλανδία».
«Η εκκλησία απλώς δημοσίευσε τις πληροφορίες που έχει καταγράψει και αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ως μια ολοκληρωμένη λίστα όλων των καταχρηστικών περιστατικών, που έχουν συμβεί. Η πραγματική κλίμακα της σεξουαλικής κακοποίησης είναι πολύ δύσκολο να μετρηθεί».
Το Snap είπε ότι ενώ η εκκλησία αναγνωρίζει ότι έγινε κακό, δεν έχει υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στις εσωτερικές μεθόδους εκπαίδευσης και την κουλτούρα της.
«Στον χειρισμό καταγγελιών κακοποίησης, οι διαδικασίες διερεύνησης βασίζονται στην ισορροπία των πιθανοτήτων και δεν επικεντρώνονται στους καταγγέλλοντες», τονίζει.
Τα στατιστικά στοιχεία ήταν «τρομακτικά» και κάτι για το οποίο η εκκλησία «ντρέπεται βαθιά», είπε ο καρδινάλιος Τζον Ντιου, πρόεδρος της Διάσκεψης Καθολικών Επισκόπων της Νέας Ζηλανδίας.
«Είμαι ευγνώμων που έχει γίνει τόση δουλειά για την έρευνα των λεπτομερειών και τη δημοσιοποίησή τους.
»Καθώς συνεχίζουμε να ανταποκρινόμαστε στην αποστολή αναφορικά με την κακοποίηση και χτίζουμε μια ασφαλέστερη εκκλησία για όλους, ελπίζω ακράδαντα ότι γεγονότα όπως αυτά, θα μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε τη θλιβερή πραγματικότητα.
»Η εκκλησία θα διδαχθεί από αυτό και θα επιβεβαιώσει τη δέσμευσή της στο έργο της διαφύλαξης των ατόμων».
Με πληροφορίες του Guardian