Έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ), σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Prorata, καταλήγει στο συμπέρασμα πως η διάκριση «Αριστερά-Δεξιά» αποτελεί ακόμα μέτρο κρίσης του κομματικού ανταγωνισμού στη χώρα.
Το ερωτηματολόγιο της έρευνας είχε τρεις θεματικές, που αφορούσαν το «πολιτικό ενδιαφέρον», όπου συζητούνται ζητήματα πολιτικής εμπλοκής και διαθεσιμότητας, καθώς και εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, η «ιδεολογία», όπου συζητούνται κρίσιμες πλευρές της ιδεολογικής συζήτησης, τόσο σε επίπεδο ταυτοτήτων όσο και σε επίπεδο πολιτικοϊδεολογικής τοποθέτησης και «πολιτικές», όπου καταγράφονται οι στάσεις των πολιτών γύρω από συγκεκριμένες πολιτικές και προγραμματικές θέσεις.
Τα συμπέρασμα που προέκυψε πως η ταυτότητα «προοδευτικός» φέρει μία κοινωνική αντιπαράθεση ως προς την ένοιά της και αναμένεται να αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό επίδικο στον προεκλογικό ανταγωνισμό.
Επίσης, το γεγονός ότι κατά τεκμήριο αριστερόστροφες ταυτότητες στοιχίζονται στα αριστερά και δεξιόστροφες στα δεξιά δείχνει ότι η πολιτικοϊδεολογική συγκρότηση στην Ελλάδα εξακολουθεί να έχει κάποιες σταθερές που διαφοροποιούν το αριστερό από το δεξιό.
Οι στρατηγικές των κομμάτων επιδρούν και στο πώς σχηματίζουν ιδεολογικές ταυτότητες οι πολίτες.
«Είναι βέβαιο ότι ακόμα υπάρχουν αντιπαραθετικές ταυτότητες και έννοιες που οργανώνουν τον κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό στη βάση της αντίθεσης ανάμεσά τους σε διακριτές πολιτικές εναλλακτικές» αναφέρεται, ειδικότερα, στην έρευνα.
Ο βαθμός αντιπάθειας των κομμάτων
Ο βαθμός αντιπάθειας προς τα κόμματα αναμένεται να επηρεάσει την εκλογική συνθήκη. Είναι χαρακτηριστικό πως στη σύγχρονη εκλογική συμπεριφορά διεθνώς εμφανίζεται το φαινόμενο της «αρνητικής ταύτισης» με κάποιο κόμμα, όπου η αντιπάθεια εμφανίζεται να είναι ισχυρότερο κίνητρο ψήφου απ’ ό,τι η συμπάθεια.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτηθέντων, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πρώτο κόμμα σε αντιπάθεια και ακολoυθεί η Νέα Δημοκρατία. Συγκεκριμένα, το 35% του συνόλου δήλωσε πως αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 33% τη ΝΔ, το 9% τους Έλληνες για την Πατρίδα, το 7% το ΚΚΕ, το 4% την Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ25 και το 2% το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Βασικά συμπεράσματα
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας είναι πως η εδραιωμένη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος οδηγεί σε αποτιμήσεις της πολιτικής διαδικασίας ως συνυφασμένης κυρίως με το φαινόμενο της διαφθοράς. Αυτή η ανάγνωση συνιστά οπωσδήποτε αντίδραση σε υπαρκτές ανεπάρκειες και παθολογίες της πολιτικής διαχείρισης. Οι πολίτες διατηρούν, ωστόσο, υψηλές προσδοκίες από την πολιτική και σε πολύ μεγάλο βαθμό μπορούν να φανταστούν εαυτούς ως συμμέτοχους στην πολιτική διαδικασία.
Μπορεί, επομένως, να εξαχθεί το συμπέρασμα, πως οι αποτυχίες της πολιτικής είναι βασική αιτία για την ανάδυση συναισθημάτων τα οποία στρέφονται κυρίως ενάντια στους φορείς της πολιτικής και λιγότερο ενάντια στην ίδια την πολιτική. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πολιτική ως δυνατότητα κινητοποίησης αλλαγών, αλλά προς το παρόν φαίνεται πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα ματαιώνει τις προσδοκίες τους.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι πως η εμπιστοσύνη προς ορισμένους θεσμούς είναι ένας κρίσιμος δείκτης του τρόπου με τον οποίο κατανοούν οι πολίτες τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Περισσότερης εμπιστοσύνης απολαμβάνουν θεσμοί με μακρά ιστορική παρουσία, οι οποίοι αποπνέουν σταθερότητα σε μια εποχή ρευστότητας. Πρακτικά, οι θεσμοί στρατός, πανεπιστήμιο, ΕΣΥ αντιστοιχούν σε τρεις λειτουργίες του κράτους που κατεξοχήν συμβάλλουν στην κοινωνική αναπαραγωγή: άμυνα και ασφάλεια, εκπαίδευση και κοινωνική κινητικότητα, υγεία και επιβίωση. Η προτίμηση στο ΕΣΥ είναι απότοκο της πανδημίας, ο στρατός είναι παράγοντας ασφάλειας σε εποχές ανασφάλειας λόγω γεγονότων που προσλαμβάνονται ως εξωτερικές απειλές, το πανεπιστήμιο είναι ένας τρόπος καλλιέργειας δυνατοτήτων για ένα καλύτερο μέλλον.
Από εκεί και πέρα, οι αιρετοί θεσμοί ή οι θεσμοί που υπόκεινται σε δημόσιο ή κοινωνικό έλεγχο δεξιώνονται χαμηλή εμπιστοσύνη, όπως επίσης και τα εκτεθειμένα ΜΜΕ, αλλά και η εκκλησία, ιδίως στη συνάφεια της πανδημίας. Πρόκειται, θα λέγαμε, για έλλειμμα αξιοπιστίας, καθώς η εμπιστοσύνη υποδηλώνει δεσμό με θεσμούς ή συστήματα πολιτικών σχέσεων που πάνω-κάτω παρέχουν, έστω και ανεπαρκώς, αυτά τα οποία είναι επιφορτισμένα να προσφέρουν.
Επιπλέον, η διάκριση «Αριστερά – Δεξιά» εξακολουθεί να είναι ένα μέτρο βάσει του οποίου κρίνεται η εξέλιξη του κομματικού ανταγωνισμού. Τα επίδικα στη συγχρονία είναι ενδεχομένως διαφορετικά και ενίοτε απομακρύνονται από τις παραδοσιακές ορίζουσες της διάκρισης. Ωστόσο, αυτού του είδους η διαίρεση εξακολουθεί να έχει νόημα όσο υπάρχει ο καπιταλισμός και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που αυτός εγκαθιδρύει, όσο υπάρχουν ανισότητες και όσο υπάρχουν κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που αντιστρατεύονται μια τέτοιου είδους κανονικότητα.
Και τα δύο μεγάλα κόμματα διεκδίκησης της εξουσίας φαίνεται πως εδράζονται σε σχετικά αμιγείς αριστερόστροφες και δεξιόστροφες βάσεις.
Παράλληλα, ο χώρος του κέντρου μοιάζει να μην έχει κάποια εγγενή χαρακτηριστικά, αλλά, αντίθετα, άλλοτε τείνει προς τα αριστερά και άλλοτε προς τα δεξιά. Ο κεντρώος χώρος είναι προοδευτικός με όρους πολιτισμικού φιλελευθερισμού, αλλά πιο κοντά στη δεξιά με όρους οικονομίας. Ενδεχομένως, η αυτοτοποθέτηση στο κέντρο να υποδηλώνει και μια αμηχανία για το πού θα κινηθεί μια μελλοντική εκλογική επιλογή.
Οι αρνούμενοι την αυτοτοποθέτησή τους στον άξονα «Αριστερά-Δεξιά» φαίνεται πως λαμβάνουν περισσότερο πολωτικές στάσεις, εκφράζουν μεγαλύτερη δυσπιστία στο πολιτικό σύστημα και είναι περισσότερο επιρρεπείς σε εικόνες αστάθειας.
Όπως καταδεικνύεται, οι στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων επιδρούν, εμφανώς, στις αναπαραστάσεις του πολιτικού ανταγωνισμού, έτσι όπως αυτές κατανοούνται από τους πολίτες. Τα δίπολα «πρόοδος - συντήρηση» και «λαϊκισμός - υπευθυνότητα» υπερκαλύπτουν εν προκειμένω το «Αριστερά - Δεξιά», κυρίως γιατί τα κόμματα προπαγανδίζουν κατά βάση αυτά τα δύο δίπολα.
Άρα, ό,τι εμφανίζεται στην έρευνα ως τάση δεν είναι προφανώς μια στάσιμη κατάσταση, αλλά μια συνθήκη που μπορεί να μεταβληθεί μέσα από τη δυναμική του κομματικού ανταγωνισμού. Η επένδυση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην καλλιέργεια ενός ισχυρού «αντί» που μπορεί να δημιουργεί συσπειρώσεις και να κατανικά τους δισταγμούς των αναποφάσιστων πλήττει κατ' αρχάς τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως όταν το «αντί» που ο ίδιος προβάλλει δεν πλαισιώνεται από εναλλακτική που κινητοποιεί τις απαραίτητες ποιοτικά και ποσοτικά εγκλήσεις.
Τέλος, η πανδημία αλλά και η αλληλουχία των αλλεπάλληλων κρίσεων έδειξαν ότι πολλές θεματικές εμφάσεις νεοφιλελεύθερης κοπής, όπως για τον περιορισμένο ρόλο του κράτους στην οικονομία ή τη θέση του ιδιωτικού τομέα, έχουν παύσει να θεωρούνται σταθερά σημεία κοινής λογικής σε αρκετές κατηγορίες της κοινής γνώμης. Φαίνεται πλέον να μορφοποιείται μια νέα κοινή λογική, που επενδύει σε πλευρές μιας περισσότερο αριστερόστροφης προοδευτικής πολιτικής.