Όταν τον Μάιο του 2021 η Άννα Ντουντουνάκη έγινε η πρώτη Ελληνίδα που κατέκτησε χρυσό μετάλλιο σε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα κολύμβησης, όλα τα φώτα έπεσαν αμέσως πάνω της. Η χαμογελαστή φυσιογνωμία της, το καλοσυνάτο πρόσωπο και οι μεγάλες, γεμάτες αυτοπεποίθηση χεριές στο αγώνισμα της πεταλούδας την καθιέρωσαν στη συνείδηση του κοινού ως μία από τις αγαπημένες αθλήτριες της χώρας.
Σήμερα, έχοντας αφήσει πίσω της τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο και διανύοντας μία από τις πιο απαιτητικές χρονιές της καριέρας της, με Ευρωπαϊκό, Παγκόσμιο και Μεσογειακούς Αγώνες, από τους οποίους πρόσφατα επέστρεψε με ένα χρυσό και δύο ασημένια μετάλλια, κοιτάζει το μέλλον με ωριμότητα, συνειδητοποιημένη και έτοιμη για ακόμα μεγαλύτερες προκλήσεις.
Όταν μιλάς μαζί της, άλλωστε, μπορείς να καταλάβεις αμέσως ότι είναι ο τύπος που έχει μάθει να βάζει συνεχώς τον πήχη ψηλά. Από μικρή, στα Χανιά, κατάφερνε να συνδυάζει σχολείο και κολύμβηση, ενώ μερικές φορές προπονούνταν μέχρι και δέκα ώρες τη μέρα. Έδωσε Πανελλήνιες, πέρασε στη Νομική Αθηνών, έφυγε στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό και όλα αυτά με τις αγωνιστικές της επιτυχίες να κλιμακώνονται, ακόμη και όταν τα πράγματα έδειχναν σκούρα.
Aυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι για να μπορείς να κάνεις κάτι καλά, πρέπει να το θες, να το αγαπάς και να περνάς καλά μέσα σε αυτό. Να χαίρεσαι για τον στόχο που βάζεις.
«Η πρώτη μου επαφή με το νερό ήρθε στο νηπιαγωγείο, μας πήγαιναν στο κολυμβητήριο για να μάθουμε τα βασικά, και έτυχε να δω την ομάδα της συγχρονισμένης κολύμβησης που έκανε προπόνηση», λέει. Στο άθλημα αυτό θα έμενε δέκα χρόνια, μέχρι τα δεκαπέντε της. Τότε, μετά από μια μεγάλη επιτυχία με την Εθνική Ομάδα Κορασίδων, αποφάσισε ότι ήθελε να σταματήσει. «To έκανα κυρίως για να αφοσιωθώ λίγο περισσότερο στο σχολείο. Στη συγχρονισμένη κολύμβηση έκανα πάρα πολλές ώρες προπόνηση, στο γυμνάσιο είχα φτάσει να κάνω και δέκα ώρες τη μέρα, έτσι, για να μη μου έρθει απότομη η αλλαγή, είπα να ξεκινήσω κλασική κολύμβηση. Πίστευα ότι μπορούσα να είμαι καλή σε αυτό, είχα βρει αυτό που ήθελα να κάνω και δεν το άφησα ποτέ».
Όταν τη ρωτάω για τη δεκάωρη προπόνηση και για το κατά πόσο θεωρεί ότι στην Ελλάδα έχουμε την τάση να «καίμε» αθλητές από μικρή ηλικία, απαντά:
«Αυτό γινόταν στο πλαίσιο της Εθνικής Ομάδας και ήμουν μακριά από το σπίτι μου. Έμενα τρεις μήνες σε camp προετοιμασίας κάθε χρόνο στην Αθήνα. Εκεί κάναμε τόσες ώρες προπόνηση και επειδή πήγαινα ακόμη γυμνάσιο, το να μένω σε ξενοδοχείο και να είμαι μακριά από όλους μού ήταν πάρα πολύ δύσκολο, δεν περνούσα καθόλου καλά. Θυμάμαι ότι κάθε φορά μετρούσα τις ώρες και τις μέρες για να φύγω. Η προπόνηση ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Όσο και να αγαπάς κάτι, δέκα ώρες είναι πάρα πολλές. Έχανα τα μαθήματα του σχολείου για να τα καταφέρνω. Κάθε Σαββατοκύριακο διάβαζα από τις σημειώσεις των συμμαθητριών μου, που μου τις έστελναν με τους γονείς μου. Από καιρό είχα αρχίσει να αμφιβάλλω αν ήθελα να το κάνω αυτό για πολύ ακόμα. Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά αν έτσι εξουθενώνεται ο αθλητής, αυτό που μπορώ να πω όμως είναι ότι για να μπορείς να κάνεις κάτι καλά, πρέπει να το θες, να το αγαπάς και να περνάς καλά μέσα σε αυτό. Να χαίρεσαι για τον στόχο που βάζεις. Κάποιες φορές νομίζω ότι αυτό χάνεται. Πρέπει να υπάρχει συνεργασία και κατανόηση μεταξύ του προπονητή και του αθλητή για να είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Αν αυτό δεν συμβαίνει και δεν ακούς έναν αθλητή υψηλού επιπέδου, θεωρώ ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει όλο αυτό. Κάποια στιγμή, ο αθλητής θα κουραστεί και θα πει “ως εδώ ήταν”».
«Νιώθεις πικρία για την εποχή εκείνη;» τη ρωτάω.
«Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς πικρία, θα πω όμως ότι ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος. Θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο για ένα παιδί σε αυτή την ηλικία να περνά τόσο μεγάλα διαστήματα μακριά από το σπίτι του. Για να μπορέσω να καταφέρω κάτι στο άθλημα της συγχρονισμένης, έπρεπε να είμαι στην Εθνική Ομάδα, να προπονούμαι στην Αθήνα. Εάν έφευγα, αυτό θα είχε επιπτώσεις γενικά στην απόδοσή μου και στην αποδοχή μου από τις προπονήτριες και τις συναθλήτριές μου, σιγά σιγά θα με οδηγούσε στην έξοδο. Δεν είχε νόημα να πω "όχι" στην Εθνική, θα ήταν καλύτερα να σταματήσω. Αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει στα περισσότερα ομαδικά, καλλιτεχνικής φύσης αθλήματα που έχουν να κάνουν με χορό και βαθμολογία. Το σύστημα λειτουργεί κάπως έτσι. Είναι λίγο δύσκολο για τα παιδιά σε αυτή την ηλικία να το αντέξουν και να το κάνουν, μάλλον θα έπρεπε να αφήσουν πίσω άλλα πράγματα που είναι επίσης σημαντικά».
Η Άννα χαίρεται που οι γονείς της την προστάτεψαν κατά τη διάρκεια όλης αυτής της κατάστασης. Θεωρεί πως το σχολείο και οι συναναστροφές που κάνεις στο περιβάλλον του αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη ενός παιδιού.
«Το να κάνεις παρέες, να ζεις τη σχολική ζωή, είναι πολύ σημαντικό. Αν δεν το κάνεις, χάνεις πολλά πράγματα που μετά δεν αναπληρώνονται. Γι' αυτό θεωρώ ότι θα έπρεπε να υπάρχει μια κατανόηση ως προς αυτό, παρότι είσαι στο επίπεδο της Εθνικής. Για κάποιον λόγο πηγαίνουμε σχολείο μέχρι τα δεκαοκτώ».
Από τον προπονητή, που προσάρμοζε το πρόγραμμα ανάλογα με την κούρασή της, μέχρι τους γονείς της, που, παρά τις αμφιβολίες τους αναφορικά με τη συνέχιση της προπόνησης κατά τη διάρκεια της Γ’ Λυκείου, τη στήριξαν σε όλα τα επίπεδα, η Άννα είχε τη βοήθεια που ήθελε για να περάσει στη Νομική Αθηνών.
«Ήταν αρκετά δύσκολη μετάβαση, ήθελα να έρθω στην Αθήνα, αλλά είναι διαφορετικό όταν έρχεσαι από νησί, γενικότερα από την επαρχία. Είχα στο μυαλό μου τα υψηλά επίπεδα της εγκληματικότητας σε σχέση με αυτό που είχα μάθει και με φόβιζε πάρα πολύ. Με τον καιρό έμαθα, βρήκα τα πατήματά μου. Με δυσκόλεψε το ότι άλλαξα προπονητή, από κει που ήμασταν πιο λίγα παιδιά, βρέθηκα σε κάτι καινούργιο. Όπως και το ότι έμενα μόνη μου. Είναι περίεργο να γυρνάς σπίτι και να μην έχεις κάποιον να πεις μια κουβέντα, να τρως μόνη σου. Χαίρομαι όμως που έκανα αυτήν τη μεγάλη αλλαγή και έμαθα πράγματα».
Οι πρώτοι της Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν στο Ρίο το 2016, όταν βρισκόταν στο τρίτο έτος. «Όταν έπιασα το όριο για να συμμετέχω μου φαινόταν αδιανόητο. Έκλαιγα μισή μέρα από τη χαρά μου. Μαζί και οι γονείς μου, στο τηλέφωνο. Ήταν από τις πιο μεγάλες χαρές που έχω ζήσει», λέει. Αυτό που ακολούθησε τις επόμενες χρονιές, η μετάβασή της στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό, ήταν για εκείνη από τις πιο δύσκολες φάσεις της ζωής της, που όμως δεν μετανιώνει.
«Χρειάστηκα χρόνο για να εξοικειωθώ με την αγγλική γλώσσα. Εκείνο που μου δυσκόλευε περισσότερο τη ζωή ήταν ότι συμμετείχα σε μια ομάδα που δεν βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με μένα, τα παιδιά ήταν σε μικρές ηλικίες και το έκαναν ως χόμπι. Κάναμε προπόνηση στις πέντε το πρωί. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πάω, να γυρίσω, να ετοιμαστώ για τη σχολή, να ξαναπάω προπόνηση, να διαβάζω και να είμαι εντάξει με τις προθεσμίες παράδοσης των εργασιών. Σε κάποια φάση είχα κάνει τη νύχτα μέρα. Ξυπνούσα στις τρεις, για να πάω προπόνηση, και διάβαζα τη νύχτα».
Παρά το γεγονός ότι χρειάζεται συχνά ώθηση από κάποιον, καταλαβαίνεις πως η Άννα απολαμβάνει τις διαρκείς προκλήσεις. «Νιώθω πως αυτό το πράγμα με γεμίζει», λέει. «Την περίοδο της καραντίνας, επειδή ήταν ολυμπιακή χρονιά, δεν είχα διάβασμα, είχα τελειώσει με το μεταπτυχιακό και είπα ότι θα αφοσιωθώ στο κολύμπι. Μου κακοφάνηκε πάρα πολύ που δεν είχα τίποτα να κάνω. Είχα πάρει την πρόκριση για την Ολυμπιάδα, είχα παραδώσει τη διπλωματική μου, και μετά από τρεις μήνες κατάφερα να πάρω και το πρώτο μου μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό. Μπορεί να ζορίστηκα, αλλά τελικά πέτυχα πολλά πράγματα και είμαι πάρα πολύ περήφανη γι' αυτό, και λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες τα κατάφερα». Πόσο της κόστισε το κενό στις προπονήσεις κατά τη διάρκεια της καραντίνας;
«Το κολύμπι είναι διαφορετικό, έχει την ιδιαιτερότητα ότι αν δεν υπάρχει πισίνα, δεν μπορείς να κάνεις προπόνηση κάπου αλλού, π.χ. τρέξιμο στον δρόμο ή γυμναστική στο σπίτι. Ήμουν σε πολύ καλή κατάσταση, μόλις είχα γυρίσει από προετοιμασία σε βουνό και μου λένε “τέλος, ξανά από την αρχή”. Για ένα διάστημα είχα στενοχωρηθεί πάρα πολύ, ένιωσα ότι είχα χάσει τον στόχο μου, γιατί εκεί που είχα αφοσιωθεί σε αυτόν 100%, ξαφνικά δεν υπήρχε».
Μετά από ένα διάλειμμα το καλοκαίρι, αποδέχτηκε την κατάσταση. «Είπα ότι δεν πρόκειται να αφήσω τίποτα να με επηρεάσει και να με απομακρύνει από τον στόχο που είχα βάλει. Σταμάτησα να παρακολουθώ τις εξελίξεις με την πανδημία και την Ολυμπιάδα, αν θα γινόταν ή όχι. Είπα "όταν αποφασιστεί κάτι, θα το μάθω"».
Το χρυσό στο Ευρωπαϊκό της Βουδαπέστης
«Δεν είναι κάτι που το είχα στο μυαλό μου όταν ξεκίνησα, δεν περίμενα ότι θα φτάσω να κερδίσω χρυσό στο Πανευρωπαϊκό. Ένιωσα σίγουρα την επιβράβευση από όλο αυτό γιατί είχα περάσει δύο πολύ δύσκολα χρόνια, το είχα προσπαθήσει πάρα πολύ και ένιωσα ότι πήρα αυτό που άξιζα. Ήταν σαν όνειρο που έγινε πραγματικότητα». Πώς διαχειρίστηκε τη δημοσιότητα, από τη στιγμή που έγινε το επίκεντρο της προσοχής;
«Ήταν λίγο περίεργο γιατί όλο αυτό με πέτυχε σε μια φάση που είχα μπροστά μου την Ολυμπιάδα. Δεν ήθελα να αφήσω τον εαυτό μου να επηρεαστεί, σε σημείο που κάποιες φορές σκεφτόμουν ότι δεν το χαιρόμουν όσο έπρεπε. Προσπαθούσα να μείνω προσγειωμένη και να συνεχίσω την προετοιμασία μου, να μην επηρεαστώ. Νιώθω ευλογημένη που μπόρεσα να το ζήσω όλο αυτό. Το έζησα με μέτρο για να μπορέσω να φτάσω μέχρι τον τελικό στόχο».
Οι Ολυμπιακοί του Τόκιο, με το πανελλήνιο ρεκόρ και τα δάκρυά της στην κάμερα για την πρόκριση στον τελικό που δεν ήρθε, ήταν για εκείνη μια διαφορετική εμπειρία σε σχέση με εκείνη του Ρίο.
«Στο Ρίο μπορούσαμε να βγούμε, να δούμε άλλα αθλήματα, να κάνουμε βόλτα στην πόλη, υπήρχαν θεατές, φασαρία στο κολυμβητήριο. Ήταν πολύ διαφορετικά τότε, σε αυτή την Ολυμπιάδα ήμουν πολύ πιο ώριμη και αποφασισμένη. Είχα βάλει έναν υψηλό στόχο. Θεωρώ ότι σε έναν μεγάλο βαθμό τον πέτυχα. Μπορεί να έχασα την οκτάδα, αλλά από την πλευρά μου είχα κάνει το καλύτερο που μπορούσα και είμαι ευχαριστημένη γι' αυτό».
Οι Μεσογειακοί Αγώνες πριν από έναν μήνα ήταν για εκείνη επιτυχημένοι, αφού κέρδισε το χρυσό στο αγώνισμα των 50 μ. πεταλούδα και το ασημένιο στα 100 και στο ύπτιο. Όπως μου λέει, είναι ευχαριστημένη, όμως η φετινή χρονιά, με το Παγκόσμιο και το Ευρωπαϊκό, αποτελεί μια πολύ μεγάλη πρόκληση.
«Είναι αρκετά δύσκολο όλο αυτό, δεν θα ήθελα να χρειαστεί να διαλέξω ανάμεσα σε Μεσογειακούς, Παγκόσμιο και Ευρωπαϊκό, ούτε να μπαίνω στη διαδικασία να συμμετέχω και στα τρία σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα», σχολιάζει. «Δεν το θεωρώ σωστό γιατί είναι πολύ κουραστικό, και σωματικά και ψυχικά. Γι' αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση για μένα και θέλω να πιστεύω ότι θα τα καταφέρω γιατί πραγματικά έχω προσπαθήσει πολύ».
Με τα μετάλλια να έρχονται το ένα μετά το άλλο και το μέλλον δικό της, η Άννα κοιτάζει μπροστά, κάνοντας ό,τι περνάει από το χέρι της για να πετύχει, ακόμα και αν, όπως λέει, θα προτιμούσε να είναι κάποια πράγματα καλύτερα όσον αφορά τις συνθήκες στις οποίες προπονείται.
«Σίγουρα δεν έχουμε τα ίδια εφόδια που έχουν στο εξωτερικό, όχι μόνο από άποψη εγκαταστάσεων. Όμως επειδή δεν είναι στο χέρι μου να τα διορθώσω όλα αυτά, πρέπει να μάθω να προσαρμόζομαι. Έχω μεγαλώσει πια, έχω συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα και προσπαθώ να πορεύομαι με ό,τι έχω, κάνοντας το καλύτερο που μπορώ. Σίγουρα θα ήθελα να είναι καλύτερα κάποια πράγματα. Προπονούμαι σε μια πισίνα που είναι ανοιχτή, τον χειμώνα έχει κρύο και το καλοκαίρι ζέστη. Ψάχνουμε κάθε φορά πού θα πάμε για να βρούμε καλύτερες συνθήκες. Είναι δύσκολα κάποια πράγματα, αλλά έχω μάθει να μην περιμένω, από κάποια στιγμή και μετά νομίζω ότι προσπαθώ η ίδια να δημιουργώ τις καλύτερες συνθήκες».