— Πόσο σας ανησυχεί η τουρκική επιθετικότητα;
Ασφαλώς και παραμένει ανησυχητική μια ρητορική που αναπαράγει αναθεωρητισμό με άρωμα αλυτρωτισμού. Πασπαλισμένη μ’ ένα κίβδηλο αφήγημα όπου η Ελλάδα επιτίθεται (με τη διττή ιδιότητα πολιορκητικού κριού και κακομαθημένου παιδιού της Δύσης, δηλαδή των ΗΠΑ) και η Τουρκία αμύνεται. Με αυτό τον τρόπο ο Ερντογάν απευθύνεται πρώτα στην τουρκική κοινή γνώμη που εξαιτίας του στενάζει οικονομικά, με τον ίδιο να πονάει εκλογικά.
Δεύτερον, σε τμήμα της Δύσης που δεν «κοιμάται και ξυπνάει με τα ελληνοτουρκικά», και τρίτον σε αραβικούς πληθυσμούς που εύκολα «αγοράζουν» αντιαμερικανισμό.
Σε κάθε περίπτωση, απέχουμε οκτώ μήνες από τις προγραμματισμένες εκλογές. Ας κρατήσουμε πως αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει τον Ερντογάν είναι να παραμείνει στον προεδρικό θώκο. Στο ενδιάμεσο, ο ίδιος θα διατηρεί ένα στοιχείο ανορθολογισμού στον τρόπο που διαπραγματεύεται. Είναι κομμάτι της τακτικής του να σου δημιουργεί την αμφιβολία, να μη γνωρίζεις ακριβώς τι θα κάνει στο τέλος και να είσαι υποχρεωμένος να τον πάρεις στα σοβαρά ή έστω να τον ανεχθείς.
Βέβαια, στην Πράγα δεν δούλεψε αυτό το μοντέλο, ούτε η φιλοδοξία του (ειδικά λόγω Ουκρανίας) να τον αναγνωρίσουν οι μεγάλες δυνάμεις-συνομιλητές του ως ίσο προς ίσο.
Πάντως για την Ελλάδα απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη προσοχή για τον κίνδυνο ατυχήματος ή εσφαλμένου υπολογισμού (σε αέρα και θάλασσα). Αν η Τουρκία κινηθεί επί του πεδίου, θα κινηθεί ως αμυνόμενη και όχι ως επιτιθέμενη.
Και να μην ξεχνάμε πως εξακολουθεί να υπάρχει τόσο η Συρία (βλ. Κουρδικό) όσο και η Κύπρος. Ειδικά η πρώτη εξακολουθεί να προσφέρεται ως το μείζον θέμα εθνικής ασφάλειας που ενώνει την τουρκική κοινωνία. Δεν γνωρίζω την αντίληψη του Προέδρου για τη σκληρή ισχύ της Ελλάδας, αλλά είμαι βέβαιος πως αντιλαμβάνεται αρκετά, εξαιτίας της από κοινού συμμετοχής μας στο ΝΑΤΟ.
Να έχουμε υπόψη μας πως η ενέργεια αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα για την Τουρκία. Επιδιώκει να μειώσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία και το Ιράν ώστε να καταστεί αυτόνομος παίκτης και επιπλέον διψάει και η ίδια, με τις ανάγκες της να αυξάνονται τα χρόνια που έρχονται.
— Πιστεύετε ότι ο Ερντογάν έχει απωλέσει τις συμμαχίες του παρελθόντος και γι’ αυτό αντιδρά έντονα;
Αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα που αφορά τη ρίζα του προβλήματος ως προς την πρόσληψη της Δύσης και κυρίως των Αμερικανών, που δίνουν τον τόνο και στους υπόλοιπους. Το πρόβλημα του Τούρκου Προέδρου είναι πως έχασε την αξιοπιστία του, προκαλώντας διάρρηξη της εμπιστοσύνης. Με επίκεντρο το ρωσοτουρκικό εκκρεμές (ειδικά από το 2014 και την κρίση στην Ουκρανία, το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, φτάνοντας έως το 2022) και το εύρος της τουρκικής αυτονόμησης, συμπεριλαμβανομένης της αμυντικής της βιομηχανίας, σε μια κατεύθυνση όπου αργότερα θα απειλήσει διατλαντικά συμφέροντα.
Πιθανόν, λαμβάνοντας υπόψη την ήττα της Ρωσίας (ανεξαρτήτως εξελίξεων στο πεδίο της ουκρανικής επικράτειας), να επιδιώξει μια εκ νέου -a la carte- απαλή στροφή προς τη Δύση. Και πάλι όμως, τα ανωτέρω δεν πρόκειται να ανακτηθούν από τη μια ημέρα στην άλλη.
Ταυτόχρονα, πέφτουν στο κενό οι εκβιασμοί του για προνομιακή μεταχείριση της χώρας του διότι έχει την επιλογή να συνταχθεί μ’ έναν αντι-ηγεμονικό πόλο. Ο πόλος αυτός εξαρχής δεν ήταν συνεκτικός και πλέον απλά δεν υπάρχει, απομειώνοντας τη διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας.
Με βάση τα παραπάνω, είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού πως, μετά τη ρωσική εισβολή, η καθαρή και αξιόπιστη στάση που τήρησε η Ελλάδα περιλαμβάνει μετρήσιμα και απτά οφέλη για το εθνικό της συμφέρον (με το λιμάνι-στρατηγικό πολυεργαλείο της Αλεξανδρούπολης να είναι το πλέον χειροπιαστό), κυρίως στον πυρήνα του γεωπολιτικού ρεαλισμού και των περιφερειακών ισορροπιών ισχύος, ανατρέποντας, ειδικά στο Αιγαίο, πολιτικές δεκαετιών στον αέρα και τη θάλασσα.
— Τα τουρκολιβυκά μνημόνια περιπλέκουν την κατάσταση;
Ήταν ήδη αρκετά περίπλοκη και σωστά υπενθυμίζετε πως τα μνημόνια είναι δύο, καθότι αφορούν και το στρατιωτικό αποτύπωμα της Τουρκίας στη Λιβύη. Η πρώτη εκμεταλλεύτηκε τη θέση και τις αδυναμίες του σημερινού πρωθυπουργού της Λιβύης απέναντι στο αντίπαλο δέος του (Μπασάγκα).
Μάλιστα, λίγο καιρό νωρίτερα προστάτευσε την Τρίπολη και τον ίδιο τον Ντμπεϊμπά από μια πολιορκία. Εξαργύρωσε την προστασία απαιτώντας την ενεργοποίηση του έωλου τουρκολιβυκού μνημονίου.
Επιπλέον, έχοντας διαβάσει τη στροφή πολιτικής εκ μέρους των Αμερικανών, υπενθυμίζει τη στρατηγική της σημασία σε μια χώρα όπου διατηρεί παρουσία και η Ρωσία. Προφανώς, ειδικά στα νότια της Ανατολικής Κρήτης, υπάρχει ο κίνδυνος για στρατιωτικοποίηση της κρίσης με την Ελλάδα. Ευρύτερα όμως, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας είναι πως το τουρκολιβυκό σύμφωνο προέκυψε και ως αντίδραση της Τουρκίας μετά το Κραν Μοντανά και τη δική της εκδοχή περί αποκλεισμού της από την ενεργειακή αρχιτεκτονική της Ανατολικής Μεσογείου.
Δείτε το λοιπόν και ως ένα bargaining chip (διαπραγματευτικό χαρτί) εκ μέρους του Ερντογάν, που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις και με ανταλλάγματα να το πάρει πίσω, ειδικά στα θέματα των οριοθετήσεων θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τέλος, να έχουμε υπόψη μας πως η ενέργεια αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα για την Τουρκία. Επιδιώκει να μειώσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία και το Ιράν ώστε να καταστεί αυτόνομος παίκτης και επιπλέον διψάει και η ίδια, με τις ανάγκες της να αυξάνονται τα χρόνια που έρχονται.
— Πόσο έχει επηρεάσει την κατάσταση ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος;
Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και η προτεραιοποίηση της μεσοπρόθεσμης αποδυνάμωσης της Ρωσίας ενίσχυσαν την αντίληψη εκ μέρους της Δύσης ότι πρέπει να αποφευχθεί μια μελλοντική υπέρμετρη εξάρτηση από την Τουρκία. Μέχρι και οι δηλώσεις Γερμανών αξιωματούχων είναι ενδεικτικές ως προς το πόσα έχουν αλλάξει μετά την 24η Φεβρουαρίου, ειδικά στο Βερολίνο.
Από την άλλη πλευρά, ασφαλώς αναβαθμίζεται και η Τουρκία, όχι όμως εις βάρος της Ελλάδας. Αντιθέτως, εξαιτίας της Ουκρανίας, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Ελλάδα ξαναμπαίνει στο γεωπολιτικό παιχνίδι.
Μια τέτοια εξέλιξη μόνο θετικά μπορεί να αποτιμηθεί. Δυστυχώς δεν έχει επαρκώς εμπεδωθεί από μερίδα του πολιτικού συστήματος και της κοινής γνώμης. Κι όμως, είναι η ορθή αντίληψη του παρόντος που προετοιμάζει ένα μέλλον περισσότερο ασφαλές και ανθεκτικό για την Ελληνική Δημοκρατία.
— Πολλοί ισχυρίζονται ότι τα χειρότερα θα έρθουν αν χάσει τις επόμενες εκλογές ο Ερντογάν. Εσείς ασπάζεστε αυτήν την εκδοχή;
Είναι νωρίς για να σας απαντήσω. Σε μέγεθος και ισχύ, δεν είναι η Τουρκία της δεκαετίας του 1990. Χρωστάει πολλά στον Ερντογάν. Ακόμα και χωρίς τον ίδιο, θα υπάρχουν συνέχειες στην τουρκική εξωτερική πολιτική και τον ιδεολογικό μετασχηματισμό που έχει υποστεί την τελευταία εικοσαετία. Επιπλέον, αν υπάρξει μετάβαση θα είναι βελούδινη ή όχι; Κι αν όχι, σε μια διασπασμένη ταυτοτικά χώρα και τοξικά διχασμένη κοινωνία, τι μορφή μπορεί να λάβει η σύγκρουση μεταξύ κοσμικών και ισλαμιστών; Το τελευταίο είναι ένα σενάριο που προβληματίζει τη Δύση και οφείλει να απασχολήσει και την Αθήνα.
Τέλος, στην περίπτωση που (με ή χωρίς Ερντογάν) υπάρξει δυτικό άνοιγμα προς την Τουρκία, η βέλτιστη για την Αθήνα στρατηγική περιλαμβάνει την αξίωση της Ελλάδας να συνδιαμορφώσει αυτό το εγχείρημα, έτσι ώστε να ενσωματώνει ουσιαστικές πρόνοιες και διατλαντικές δικλείδες ασφαλείας για την Ελλάδα, προκειμένου να προχωρήσουμε σε μια έντιμη συνεννόηση με την Τουρκία επί των αμφισβητούμενων θαλασσίων ζωνών, με βάση τους θεμελιώδεις και μη διαπραγματεύσιμους κανόνες του παιχνιδιού.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.