Ας μας επιτρέψει ο ποιητής να τον παραφράσουμε: αν αποσυνθέσεις μια ελληνική τουριστική σεζόν θα πάρεις φιλότιμο, παρτακισμό και πολύ εκμετάλλευση. Και μην προσπαθήσεις να την ξαναφτιάξεις με τα ίδια υλικά. Το αποτέλεσμα ποτέ δεν ήταν ωραίο για να επαναληφθεί.
Στη LiFO μίλησαν δυο άτομα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, με πολύ κοινές εμπειρίες όμως από την ελληνική τουριστική σεζόν: η 28χρονη Μαρία, που δούλεψε τις δύο τελευταίες σεζόν σ’ ένα νησί του Αιγαίου, και ο 45χρονος Γιώργος που επίσης δουλεύει τα τελευταία 25 χρόνια σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Αμφότεροι έχουν εργαστεί στον τομέα του σέρβις.
Ενώ και οι δύο για διαφορετικούς λόγους έδειξαν στην αρχή αποφασισμένοι να μιλήσουν ακόμα και επώνυμα, στην πορεία της συζήτησης διαπίστωσαν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να τους έθετε σε κίνδυνο σε επαγγελματικό επίπεδο.
Οι εποχικοί εργαζόμενοι προσπαθούν να συμπληρώνουν τα απαραίτητα ένσημα, ώστε τον χειμώνα να μπαίνουν στο ταμείο ανεργίας, εισπράττοντας για κάποιους μήνες ένα μικρό ποσό που δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση ούτε τα βασικά τους έξοδα.
«Ήταν π.χ. μια κοπέλα σε ένα μαγαζί που την αναγνώρισε ένας υπεύθυνος από κάποιο άλλο όπου δούλευαν μαζί παλιότερα», λέει ο Γιώργος. «Και είπε στο αφεντικό ότι είχε κάνει καταγγελία. Σε αυτή την περίπτωση μπαίνεις στη μαύρη λίστα, γιατί συζητιούνται αυτά».
Επιλέξαμε, λοιπόν, να αλλάξουμε τα μικρά τους ονόματα για να τους προστατεύσουμε. Όσα κι αν είναι τα ελληνικά νησιά, πολύ συχνά αποδεικνύονται εξαιρετικά λίγα.
Οι συνθήκες εργασίας
Μια άγνωστη λέξη για την εποχική εργασία είναι το «ρεπό». Και οι δύο αναγκάστηκαν να δουλεύουν εφτά στα εφτά, δηλαδή όλες τις ημέρες της εβδομάδας.
Ο Γιώργος, ενώ πέρσι αρχικά είχε συμφωνήσει να δουλέψει οκτάωρο, οι ελλείψεις προσωπικού τον ανάγκασαν να εργάζεται για δέκα, έντεκα, ακόμα και δώδεκα ώρες στο πόστο του: «Επειδή ήμουν και φιλότιμος, πήγαινα πιο νωρίς, γιατί δεν είχε άλλο σερβιτόρο. Μετά μου λέγανε θα φέρουν κι άλλους. Και καταλήγαμε να κλείνουμε εντεκάωρα και δωδεκάωρα. Του λέω, “δεν γίνεται. Άμα ξεκινήσαμε έτσι και χωρίς να βλέπω και τίποτε από σένα, πέρα από το κανονικό μεροκάματο, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε».
«Το ρεπό», λέει, «εννοείται ότι είναι μια άγνωστη λέξη. Αυτό το κάνεις συμφωνία, αλλά ξέρεις τι; Εγώ τα βάζω και με το κράτος. Δεν γίνεται να επιτρέπει να υπάρχουν τετράωρα ένσημα. Αφού τα ξέρετε! Τι τετράωρο ένσημο, ρε φίλε; Απ’ το 2022 έχει βγει επίσημα ότι είναι πέντε μέρες στις εφτά, με δύο ρεπό δηλαδή. Αλλά δεν το εφαρμόζει κανένας! Ακόμα και σε μεγάλα μαγαζιά σού λένε έξι στα εφτά. Τι έξι στα εφτά, ρε μεγάλε; Εγώ έχω ανάγκη να ξεκουραστώ».
Η Μαρία την πρώτη χρονιά δούλευε δεκάωρα κάθε μέρα, χωρίς ρεπό. «Τη δεύτερη χρονιά, επειδή πήγα σε ένα μαγαζί που ήταν ο δεύτερός του χρόνος, δεν είναι δηλαδή ότι είχε πελατεία σταθερή, δούλεψα το πολύ οκτάωρο», λέει. «Κάθε μέρα και εκεί, χωρίς ρεπό, τέσσερις μήνες. Αλλά υπήρχαν και φορές που δούλευα πεντάωρο ή εξάωρο.
Με είχαν ασφαλισμένη για το κατώτερο που θα μπορούσαν. Νομίζω πενθήμερο οκτάωρο και στα δύο. Πέρσι πήρα περίπου 1.300 το μήνα, πρόπερσι 1.200. Στο μαγαζί όπου ήμουν πρόπερσι υπήρχε ένας runner στην παραλία, του οποίου ήταν η δεύτερη χρονιά, και έπαιρνε λιγότερα από μένα, 950-1.000 ευρώ, ενώ δούλευε παραπάνω από δέκα ώρες στον ήλιο».
Ο Γιώργος, έχοντας περάσει από πολλά νησιά για σεζόν, είναι πολύ εκνευρισμένος με το ζήτημα των ενσήμων. Αναγκάζεται διαρκώς να τα παζαρεύει, επισημαίνοντας ότι κανείς δεν τα αποδίδει όλα. «Τώρα που συζητάω πάλι για κάποιες δουλειές, μου λένε “να σου κολλήσω δώδεκα, είκοσι ένσημα”; Δεν ξέρω γιατί στις άλλες δουλειές κολλάνε ένσημα και στην εστίαση όχι. Υπάρχουν μαγαζιά, βέβαια, που ό,τι σου λένε σου το βάζουν. Μου έχει τύχει σε σεζόν έξι μήνες να μου κολλήσουν μόνο δέκα ένσημα κι εγώ να μην ξέρω τίποτα!».
Οι εποχικοί εργαζόμενοι προσπαθούν να συμπληρώνουν τα απαραίτητα ένσημα, ώστε τον χειμώνα να μπαίνουν στο ταμείο ανεργίας, εισπράττοντας για κάποιους μήνες ένα μικρό ποσό που δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση ούτε τα βασικά τους έξοδα. «Οι περισσότεροι πια δουλεύουν στην εστίαση και τον χειμώνα», μου αναφέρει η Μαρία.
«Κοίταξε, εγώ δεν πάω πια Μύκονο και Σαντορίνη, που θα έβγαζα περισσότερα και θα μπορούσα να ζήσω με αυτά», λέει ο Γιώργος. «Με τρεις μήνες που δούλεψα το καλοκαίρι και άλλους τρεις εδώ, στην Αθήνα, όχι, τα χρήματα δεν αρκούν».
Τα tips, η συχνή απουσία συναδελφικής αλληλεγγύης και η εργοδοτική συμπεριφορά
«Τα tips τα μοιραζόμασταν», επισημαίνει η Μαρία. «Δεν ήταν βέβαια όλοι τίμιοι, ειδικά στη σεζόν και ειδικά σε ένα νησί όπου πας για τέσσερις μήνες. Θυμάμαι πρόπερσι ο ένας ήταν πάνω από σαράντα χρονών, με μια κόρη, χωρισμένος. Ε, και ξέρω ότι με τα tips έκανε ό,τι ήθελε. Κράταγε περισσότερα για τον εαυτό του και έδινε λιγότερα στους άλλους. Οπότε υπήρχε μια άτυπη ιεραρχία ως προς αυτό. Ο runner, που ανέφερα πριν, έβγαζε καλά tips. Το έχουν σαν πακετάκι στη σεζόν, τύπου “εμείς σου δίνουμε τόσα, αλλά να ξέρεις ότι τα tips είναι συν 500 ευρώ τον μήνα“. Γενικά, όμως, οι περισσότεροι ήταν στη φάση επιβίωση: “να βγάλω όσο περισσότερα μπορώ και δεν με νοιάζει να είμαι ασφαλισμένος”».
«Τα tips είναι κλασικό ότι τα παίρνουν κάποιες φορές συνάδελφοι που κοιτάνε μόνο την πάρτη τους», λέει ο Γιώργος. «Αλλά είναι μεγάλος παράγοντας τα tips. Εκεί είσαι λίγο σαν συνέταιρος με το μαγαζί. Αν είναι καλό το μαγαζί και τσουλάει, θα πας κι εσύ καλά. Πολλές φορές το διαφημίζουν αυτό και τα μαγαζιά. Σου λένε πάρε 40 ευρώ και σου δίνουμε τη δυνατότητα να βγάλεις από τα tips.
Παίζουν βέβαια και τελείως αντίθετες συμπεριφορές. Ρώτησα σε ένα μαγαζί τι παίζει με τα tips και ίσα που δεν με έδειραν. Έχουν άσχημες συμπεριφορές. Γενικά, είναι και τα αφεντικά συχνά εριστικά. Μπορεί να κάνεις μια συμφωνία 70%-30% με το μαγαζί για τα tips και μετά να κρατάνε για την κουζίνα, να κρατάνε για τα σπασμένα κ.λπ. Ένα 5% από δω, ένα 3% από κει, 2% από αλλού και καταλήγεις να παίρνεις 50%. Και δεν υπάρχει διαφάνεια. Είμαστε τριτοκοσμικοί, ρε φίλε! Εγώ, πάντως, έχω φτάσει σε μια σεζόν να αλλάξω ακόμα και τρεις δουλειές, όταν βλέπω να με εκμεταλλεύονται».
Ρώτησα τη Μαρία αν χρειάστηκε να καταγγείλει κάπου το οτιδήποτε. «Μα δεν γινόταν», μου λέει. «Πρόπερσι ήθελα να το κάνω και δεν ήξερα πώς. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ήταν πολύ σιχαμένος, η συμπεριφορά του ήταν πολύ παρενοχλητική, όχι μόνο με το προσωπικό, που μας έβριζε χωρίς λόγο και ξέσπαγε πάνω μας, αλλά και με πελάτες.
Είναι μια κακή ελληνική νοοτροπία, θέλω να βγάλω όσο περισσότερα μπορώ απ’ τον άλλο με κάθε τρόπο. Μιλάμε για παζάρια παντού. Θέλουν να φανούν; Να δείξουν ότι είναι κάποιοι; Δεν ξέρω ποιο ακριβώς είναι το θέμα. Δεν αναφέρομαι σε ένα συνοικιακό μαγαζάκι, ένα μικρό μπαράκι όπου δεν πάει κανείς. Το μαγαζί στο οποίο ήμουν πρόπερσι ήταν τύπου Μυκόνου, οπότε μάζευε και τον ανάλογο κόσμο που έδινε λεφτά για σαμπάνιες και τέτοια».
«Δεν βγάζεις άκρη άμα κάνεις καταγγελία», μου αναφέρει ο Γιώργος, ο οποίος το είχε προσπαθήσει στο παρελθόν, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. «Φοβούνται και οι συνάδελφοι να έρθουν ως μάρτυρες, απ’ τη στιγμή που δουλεύουν».
Η διαμονή
«Και τα δύο χρόνια μού παρείχαν σπίτι», λέει η Μαρία. «Μέναμε τέσσερα άτομα μαζί. Την πρώτη χρονιά μόνο κοπέλες, τη δεύτερη μεικτά και είχαμε και ένα γεύμα. Έχω ακούσει περιπτώσεις, βέβαια, με χάλια σπίτια, χωρίς να σου διαθέτουν γεύμα».
Υπάρχουν και περιπτώσεις που κάποιοι εργοδότες «σου προτείνουν να μείνεις σε κάμπινγκ», λέει ο Γιώργος. Χωρίς να το αντισταθμίζουν, δίνοντας κάτι επιπλέον στον εργαζόμενο. «Δεν είναι ότι σου δίνουν επιλογές», συνεχίζει η Μαρία. «Σε κάποια μαγαζιά σου λένε “θα μείνεις στο κάμπινγκ, μόνο αυτό έχουμε, το θες;”. Δεν βγάζεις μια σεζόν στο κάμπινγκ, όσο οργανωμένο και να είναι, σε κοινόχρηστες τουαλέτες όπου τον Αύγουστο γίνεται χαμός από κόσμο και φασαρία».
«Εγώ δεν είμαι μόνο εναντίον των εργοδοτών γιατί τα σπίτια που σου πληρώνουν στα νησιά είναι πανάκριβα πλέον», λέει ο Γιώργος. «Έτυχε πέρσι να μείνω σε καλό σπίτι, ευτυχώς. Μου έχει τύχει να μείνω και σε τρώγλη, να σιχαίνομαι να πάω τουαλέτα, τέτοια κατάσταση. Παίζουν και σκηνικά που λένε σε παιδιά να πάνε να μείνουν στο κάμπινγκ. Τα τελευταία πέντε χρόνια με το Airbnb έχουν ξυπνήσει όλοι και έχουν ανεβάσει στο διπλάσιο τις τιμές των σπιτιών, οπότε έχει αυξηθεί ως προς αυτό και το budget των εργοδοτών για τους υπαλλήλους τους».
Η Μαρία μου επισημαίνει ότι, πέρα από την περίπτωση των ανθρώπων που έχουν απόλυτη ανάγκη να δουλέψουν, υπάρχουν και κάποιοι που δέχονται να μείνουν ακόμα και σε κάμπινγκ, «γιατί κάνουν σεζόν μόνο για τη φάση, χωρίς να ενδιαφέρονται για τα λεφτά. Αυτοί που το κάναν για τη φάση ήταν του τύπου “περνάμε καλά και βγάζουμε και κάποια λεφτά”. Δεν τους ήταν ακριβώς απαραίτητα. Συνδύαζαν δουλειά με διακοπές. Δεν ξέρω γιατί δεν φεύγανε υπό αυτές τις συνθήκες, αφού δεν είχαν ανάγκη τα χρήματα. Ίσως επειδή ήταν μικρή η σεζόν; Δεν ήθελαν να ψάξουν κάτι άλλο»;
Οι πελάτες
«Παίζουν και πολύ κακές συμπεριφορές πελατών», μου αναφέρει αγανακτισμένος ο Γιώργος. «Κυρίως οι Έλληνες μεγαλύτερης ηλικίας είναι πιο εριστικοί. Εντάξει, υπάρχει ο ανθρώπινος παράγοντας. Υπάρχει ένταση, όταν δουλεύεις περισσότερο, αναγκαστικά τρέχεις. Δεν πας κι εσύ φουλ ευγενικός. Να πούμε την αλήθεια, όταν είσαι πιο χαλαρός, κάνεις και καλύτερο σέρβις. Όταν είναι εκατό άτομα και πρέπει να φάνε σε μισή-μία ώρα όλοι, ε, δεν γίνεται. Κι εμείς τους λέμε “ελάτε πιο αργά ή πιο νωρίς”. Εκατό άτομα καθήμενοι με τέσσερις στο σέρβις, τι να προλάβεις;
Είναι πρόβλημα άμα αργείς, δεν είναι ότι έχει άδικο ο άνθρωπος που σε κράζει. Πάντως, έχει αγριέψει πολύ ο κόσμος γενικά, δεν είναι και πολύ καλά, κι αυτό είναι άσχετο με τον Covid. Ειδικά οι μεγαλύτερες ηλικίες μπορεί να έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας, κάποιο προσωπικό ή οικονομικό πρόβλημα. Είναι μες στη ζωή κι αυτά. Φυσικά, αυτό έχει να κάνει και με τον τρόπο σου. Κυκλοφορεί πολύ τρέλα πάντως».
Η Μαρία κάνει λόγο για τη μετατροπή των εργαζομένων σε υπηρετικό προσωπικό. «Ειδικά τον Αύγουστο, που έρχονταν Έλληνες, Ιταλοί, Γάλλοι, οι οποίοι έχουν π.χ. μόνο πέντε μέρες διακοπές, γίνονται πάρα πολύ απαιτητικοί και σου συμπεριφέρονται λες και είσαι σκλάβος τους. Για εκείνες τις πέντε μέρες θεωρούν ότι πρέπει να κάνεις ό,τι θέλουν.
Ένα περιστατικό που μου έχει μείνει χαρακτηριστικά από πρόπερσι με τις φωτιές στην Εύβοια: εμείς ήμασταν ανοιχτά, αλλά κάποια παιδιά που ήταν από εκεί ήθελαν να φύγουν από το νησί όπου δούλευαν, για να πάνε να βοηθήσουν. Τους έκαναν τη ζωή μαρτύριο, δεν τους άφησαν και εν τέλει αυτά απλώς παραιτήθηκαν. Ερχόντουσαν Έλληνες εκείνες τις δύσκολες μέρες, και έκαναν παράπονα που τους βάζαμε δεύτερη σειρά, ενώ ήθελαν πρώτη. Γκρίνιαζαν πάρα πολύ».
Οι αποδείξεις
«Μου έχει τύχει μαγαζί όπου δούλευα να χτυπάει από τα 90 ευρώ τα 70», λέει ο Γιώργος. «Ο πελάτης, επειδή εγώ είμαι κάπου αλλού, να βλέπει την απόδειξη, να μπερδεύεται, να πληρώνει τα 70 και να φεύγει. Μετά πρέπει να βγω εγώ, να γίνω ρόμπα και να τον κυνηγήσω. Άλλοι βγάζουν μια παρα-απόδειξη εκτυπώνοντας το pdf από το pc, που μπορεί μεν να εκτυπωθεί, αλλά δεν είναι νόμιμη, και τη δίνουν ειδικά στους ξένους τουρίστες.
Κάποιοι Έλληνες πελάτες σού λένε “άμα δεν μου κόψεις την απόδειξη, κόψε μου και το ΦΠΑ”. Σε κάποια μαγαζιά όμως είναι πολύ τυπικοί και τα κόβουν όλα. Μας κυνηγούσαν να κόψουμε σε όλα τα τραπέζια απόδειξη. Ήταν επαγγελματίες οι άνθρωποι».
«Πέρσι, που δεν δούλευα για Έλληνες εργοδότες, ήταν πολύ καλύτερα όλα», μου μεταφέρει η Μαρία. «Απλώς δεν ήταν εξοικειωμένοι με το ελληνικό σύστημα. Δεν το ’ξεραν και έκοβαν παντού αποδείξεις. Στο νησί σχεδόν κανείς δεν έκοβε. Όλοι οι υπόλοιποι μαγαζάτορες τούς είχαν πολύ αποκομμένους, δεν τους έλεγαν πότε σκάνε έλεγχοι στο νησί. Μία φορά μόνο, δηλαδή, που είχαν έρθει τον Αύγουστο».
«Στα νησιά είναι πιο εύκολο να αποφύγεις τους ελέγχους», μου εξηγεί ο Γιώργος, «γιατί πέφτει σύρμα. Πρέπει να είσαι από τους πρώτους ή να μη σε ενημερώσουν. Κι αρχίζουν μετά τα κλασικά: πάει το αφεντικό στον λογιστή και του λέει να αλλάξει τη βάρδια του τάδε, γιατί αυτοί γράφουν τυπικά δύο ρεπό σε όλους, απλώς δεν τα τηρούν.
Μου έχει τύχει σε μαγαζί να δουλεύουμε στη βάρδια επτά άτομα, να φοβούνται για ένα τετράωρο ότι θα σκάσουν το ΙΚΑ και η εφορία και να μένουμε τρεις! Ο ένας ο μάγειρας, ο κακομοίρης, δούλευε πίτσα, μακαρόνια, λάντζα ‒τρία πόστα‒, κι εγώ έξω, να τρέχω σαν τον Βέγγο μόνος μου».
Η αποφυγή επένδυσης στη ζωντανή εργασία και το αυξημένο κόστος ζωής στα νησιά
«Όλοι δίνουν πολλά χρήματα για να πάρουν εξαρτήματα, μηχανήματα κ.λπ.», τονίζει ο Γιώργος. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν επενδύουν στο προσωπικό. Πάνε να πιουν το αίμα του! Δηλαδή το αντιμετωπίζουν λες και είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Και τελικά αυτό την πληρώνει. Οι μισθοί, εξάλλου, είναι τραγικοί».
«Νομίζω πως δεν θα ξαναδούλευα σεζόν πλέον. Όχι, εντάξει, το έζησα, ευχαριστώ», λέει η Μαρία. «Σεζόν στο εξωτερικό, ναι. Αλλά εδώ, στην Ελλάδα, δεν αξίζει. Γνώρισα άτομα που έχουν δουλέψει και αλλού σεζόν, σε άλλες χώρες, και είναι πολύ καλύτερες οι συνθήκες. Οι εργαζόμενοι είναι φουλ ασφαλισμένοι, ξέρουν τα δικαιώματά τους και είναι προστατευμένοι. Ενώ εδώ ούτε αυτό υπάρχει, ούτε τα λεφτά είναι καλά. Στην Ίμπιζα, για παράδειγμα, μου είπαν ότι δούλευαν πέντε μέρες την εβδομάδα μπορεί και εξάωρα, και έβγαζαν όσα βγάζαμε εμείς με επτά στα επτά και δεκάωρα. Έχει να κάνει βέβαια και με το πού θα πέσεις».
«Το να λένε ότι δεν βρίσκουν άτομα να δουλέψουν είναι κοροϊδία», επισημαίνει εκνευρισμένος ο Γιώργος. «Είναι σαν να λες δεν βρίσκω να νοικιάσω ένα σπίτι 100 τετραγωνικών με 500 ευρώ στη Γλυφάδα. Λογικό δεν είναι;
Είναι γενικό το κακό. Πήγαινε σε ένα σούπερ μάρκετ σε νησί να δεις τη διαφορά. Και οι ντόπιοι Μυκονιάτες και Σαντορινιοί υποφέρουν. Η ανοχή του κράτους δημιουργεί ένα μπάχαλο. Σε κάποια προϊόντα η τιμή που αναγράφεται είναι ενάμισι ευρώ, πηγαίνεις ταμείο και σου ζητάνε τέσσερα».