Δέκα μόλις ημέρες πριν θα πίστευε κανείς ότι οι τράπεζες είχαν μάθει κάποια πράγματα από την τεράστια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09 σημειώνει ο Economist σε ανάλυσή του με αφορμή την παγκόσμια αναταραχή που επικρατεί τα τελευταία 24ωρα στο τραπεζικό σύστημα.
Όπως σημειώνεται, η νέα αστάθεια καθιστά σαφές πως οι τράπεζες παραμένουν έτσι δομημένες ώστε ακόμα μπορούν να προκαλέσουν σοβαρή κρίση.
Τις τελευταίες ημέρες, τρεις αμερικανικές τράπεζες έχουν καταρρεύσει με τις ρυθμιστικές αρχές να εργάζονται εναγωνίως προκείμενου να καταστρώσουν σχέδια διάσωσης. Όλα αυτά εν μέσω ενός κλίματος που οι πελάτες αυτών των τραπεζών αναρωτιούνται πλέον αν τα χρήματά τους είναι ασφαλή.
Η ανασφάλεια των επενδυτών
Οι επενδυτές είναι ξεκάθαρο πλέον ότι έχουν φοβηθεί. Συνολικά 229 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν αφαιρεθεί από την αξία των αμερικανικών τραπεζών μέχρι στιγμής αυτό το μήνα, μια πτώση της τάξης του 17%.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν καταρρεύσει και οι αγορές εκτιμούν τώρα ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια το καλοκαίρι.
Παράλληλα, οι τιμές των μετοχών των τραπεζών στην Ευρώπη και την Ιαπωνία έχουν επίσης καταρρεύσει. Η Credit Suisse, η οποία αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα, είδε τη μετοχή της να πέφτει κατά 24% στις 15 Μαρτίου και στις 16 Μαρτίου ζήτησε στήριξη ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας.
«Συνολικά 14 χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, τίθενται και πάλι ερωτήματα σχετικά με το πόσο εύθραυστες είναι οι τράπεζες και αν οι ρυθμιστικές αρχές έχουν πιαστεί "στα πράσα"», τονίζει ο Economist.
Τα κενά στο τραπεζικό σύστημα
Η ταχύτατη κατάρρευση της SVB έριξε φως σε έναν υποτιμημένο κίνδυνο εντός του συστήματος. Όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά και οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων υψηλές, η καλιφορνέζικη τράπεζα φορτώθηκε με μακροπρόθεσμα ομόλογα. Στη συνέχεια η Fed αύξησε τα επιτόκια με τον πιο απότομο ρυθμό των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, οι τιμές των ομολόγων έπεσαν και έτσι η τράπεζα τελικά έμεινε με τεράστιες απώλειες.
Σε όλο το τραπεζικό σύστημα της Αμερικής, αυτές οι ζημίες είναι τεράστιες: 620 δισ. δολάρια στο τέλος του 2022. Ευτυχώς, άλλες αμερικανικές τράπεζες βρίσκονται πολύ πιο μακριά από το χείλος του γκρεμού σε σύγκριση με τη Silicon Valley Bank. Ωστόσο, η αύξηση των επιτοκίων έχει αφήσει το σύστημα ευάλωτο.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09 ήταν το αποτέλεσμα απερίσκεπτου δανεισμού και στεγαστικής έκρηξης. Ως εκ τούτου, οι ρυθμιστικές αρχές μετά την κρίση επεδίωξαν να περιορίσουν τον πιστωτικό κίνδυνο και να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες κατέχουν περιουσιακά στοιχεία που θα έχουν αξιόπιστους αγοραστές. Στο πλαίσιο αυτό, ενθάρρυναν τις τράπεζες να αγοράζουν κρατικά ομόλογα: κανείς, άλλωστε, δεν είναι πιο φερέγγυος από ένα αμερικανικό ομόλογο και τίποτα δεν πωλείται ευκολότερα σε μια κρίση από τα κρατικά ομόλογα.
Ο ρόλος του πληθωρισμού
Από τότε, ακολούθησαν πολλά χρόνια χαμηλού πληθωρισμού και χαμηλών επιτοκίων με λίγους επενδυτές να σκέφτονται το ενδεχόμενο τα πιο μακροπρόθεσμα ομόλογα να πέσουν σε αξία.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς οι καταθέσεις κατέκλυσαν τις τράπεζες και η Fed διοχέτευσε με μετρητά το σύστημα, οι πληθωριστικές τάσεις ενισχύθηκαν. Παράλληλα, την περίοδο εκείνη τράπεζες χρησιμοποίησαν τις καταθέσεις για να αγοράσουν μακροπρόθεσμα ομόλογα και κρατικά εγγυημένα ενυπόθηκα χρεόγραφα.
Πολλές τράπεζες αγόρασαν τα ομόλογα με τα χρήματα κάποιου άλλου, συνήθως από τις καταθέσεις. Η διακράτηση ενός ομολόγου μέχρι τη λήξη του απαιτεί την αντιστοίχισή του με καταθέσεις και καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, ο ανταγωνισμός για τις καταθέσεις αυξάνεται επίσης.
Στις μεγαλύτερες τράπεζες, όπως η JPMorgan Chase ή η Bank of America, οι πελάτες είναι συνήθως σταθεροί, οπότε τα αυξανόμενα επιτόκια τείνουν να ενισχύουν τα κέρδη τους, χάρη στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Αντίθετα, οι περίπου 4.700 μικρές και μεσαίες τράπεζες με συνολικό κεφάλαιο 10,5 τρισ. δολάρια πρέπει να πληρώνουν στους καταθέτες περισσότερα για να τους σταματήσουν από το να παίρνουν τα χρήματά τους από τις καταθέσεις. Αυτό συμπιέζει τα περιθώρια κέρδους τους, γεγονός που εξηγεί γιατί οι τιμές των μετοχών ορισμένων τραπεζών έχουν πέσει ή ακόμα και καταρρεύσει.