Γεννήθηκα στο Δημαριό, ένα ορεινό χωριό της Άρτας, στην Κατοχή. Οι γονείς μου ήταν μικροαγρότες και είχαν να ταΐσουν έξι κορίτσια και μένα. Τα λίγα που παρήγαν τα μέρη μας κάθε χρόνο –καλαμπόκι, σιτάρι, όσπρια– τελείωναν τον Φλεβάρη και μετά τρεφόμασταν με εισαγόμενα που προορίζονταν για ζωοτροφές. Ο πατέρας μου πολέμησε και τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, γύρισε με τη συνθηκολόγηση. Στον Εμφύλιο δεν συμμετείχε, παρότι πήγαν να τον μπλέξουν, παραλίγο μάλιστα να περάσει εκτελεστικό απόσπασμα. Το χωριό τότε άλλαξε πολλές φορές χέρια και άντρες δεν έβλεπες, είτε είχαν σκοτωθεί, είτε ήταν φαντάροι, είτε τους επιστράτευε κάποια από τις δύο πλευρές – το σχολείο μας, φαντάσου, ξανάνοιξε μόλις το 1949.
• Από μικρός ήμουν του «φευγιού». Δώδεκα χρονών παράτησα χωράφια και πρόβατα και αναζήτησα δουλειά την Άρτα. Αρχικά εργαζόμουν ολημερίς σε ένα τυροκομείο, στο υπόγειο του οποίου κοιμόμουν κιόλας, σε μια τάβλα πάνω σε κάτι βαρέλια, όπου για να φτάσω διέσχιζα ξυπόλυτος το μονίμως πλημμυρισμένο από τυρόγαλο πάτωμα. Ε, κάποια στιγμή απηύδησα και πήγα στα οδικά έργα της ΜΟΜΑ που κατασκεύαζε την εθνική οδό Αθήνα - Γιάννενα. Εκεί το μεροκάματο ήταν καλύτερο, αλλά ήταν πιο βαριά δουλειά, διανυκτερεύαμε δε στο ύπαιθρο, με μια κουβέρτα, δίπλα στο εργοτάξιο. Ωστόσο, έτσι αδύνατος και μικροκαμωμένος όπως ήμουν, με κόπο σήκωνα το γεμάτο φτυάρι. Το κατάλαβε ο επιστάτης και με έστειλε για καλύτερα συνοδό στο φορτηγάκι που έβαζε τα φουρνέλα, τα οποία ετοίμαζα κιόλας – «τρομοκράτης» από τότε!
«Η καταστολή είναι στη φύση της εξουσίας και όσο πιο αυταρχική γίνεται η δεύτερη, τόσο σκληραίνει η πρώτη».
• Όμως ούτε εκεί ήμουν για να κάθομαι, ήθελα να φτάσω Αθήνα κι έψαχνα τρόπο. Κάποια μέρα ένας μεγαλύτερος ξάδελφός μου, που με φιλοξενούσε κιόλας, με έστειλε να βοηθήσω σε φορτηγό που πήγαινε στον κάμπο να φορτώσει πορτοκάλια και ντομάτες για την πρωτεύουσα. Το ίδιο βράδυ, χωρίς να πάρω απολύτως τίποτα μαζί μου εκτός από 82 δραχμές από τα μεροκάματα που έκανα, τρύπωσα κρυφά στην καρότσα με τα καφάσια. Ώρες μετά όταν σταματήσαμε για λίγο στον Σκαραμαγκά και αποφάσισα να εμφανιστώ γιατί κατουριόμουν τρομερά. Ο οδηγός ξαφνιάστηκε, με κατσάδιασε, εν τέλει όμως με πήρε μπροστά στο κάθισμα και λίγο αργότερα, μπαίνοντας στο Χαϊδάρι, αντίκρισα από μακριά την Ακρόπολη. Αυτό ήταν, τα είχα καταφέρει. Πώς, όμως, θα βιοποριζόταν σε μια μεγάλη πόλη μόνο του ένα δεκαπεντάχρονο παιδί της επαρχίας;
• Φτάνοντας στην Κεντρική Λαχαναγορά, που τότε ήταν στο Γκάζι, βοήθησα τον οδηγό στο ξεφόρτωμα με αντάλλαγμα να με αφήσει μετά στην πλατεία Καραϊσκάκη, όπου στάθμευαν πολλά φορτηγά. Αρχικά διανυκτέρευα σε μια καρότσα και τη μέρα περιπλανιόμουν στο κέντρο, προσπαθώντας να το μάθω: Μεταξουργείο, Ομόνοια, Μοναστηράκι, Σύνταγμα και πάλι πίσω. Παράλληλα ρωτούσα σε κάθε μαγαζί αν χρειάζονταν «έναν μικρό». Εν τέλει, χάρη σε έναν συμπατριώτη με προσλάβανε μπουφετζή και λαντζέρη ταυτόχρονα σε ένα εστιατόριο στην πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου.
• Η άνοιξη του ’59 με βρήκε σε άλλο εστιατόριο, στην Κηφισιά, αλλά ύστερα από μια φωτιά που άρπαξε η κουζίνα από το πετρογκάζ έκλεισε προσωρινά και βρέθηκα πάλι άνεργος. Κατέβαινα τα πρωινά στο Νέον, στην Ομόνοια, όπου μαζευόμασταν όσοι ψάχναμε εργασία στην εστίαση. Βρήκα κάτι δουλειές, αλλά δεν πολύφτούρησαν. Μια μέρα ένας συνάδελφος με παρότρυνε να γραφτώ στο σωματείο μας, μόνο που αυτό ήταν, έμαθα, καπελωμένο από τους εργοδότες! Γράφτηκα, λοιπόν, κατευθείαν στο άλλο, στο αριστερό –αριστερό όσο επέτρεπε ο νόμος, δηλαδή‒, που βρισκόταν κιόλας στο ίδιο κτίριο της Βερανζέρου, σε διαφορετικό όροφο. Των περισσότερων τέτοιων σωματείων ηγούνταν συνδικαλιστές που είχαν κάνει φυλακή επί Μεταξά και αργότερα. Εκεί άρχισα να δραστηριοποιούμαι πολιτικά, με προσοχή βέβαια, γιατί απαγορευόταν οτιδήποτε θεωρούνταν «κομμουνιστική προπαγάνδα».
• Με τα αφεντικά ήμουν, που λες, ενστικτωδώς πάντοτε απέναντι, από πιτσιρικάς, όταν δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Μαρξ, ποιος ο Ένγκελς και πού παίζανε μπάλα! Η μετέπειτα πολιτική μου στράτευση απλώς το ορθολογικοποίησε αυτό. Με το ΚΚΕ εκτός νόμου, την αριστερά τότε αντιπροσώπευε η ΕΔΑ. Εγώ, πάλι, ξεκίνησα να πολιτικοποιούμαι όταν βρέθηκα στα καράβια πια, διαβάζοντας Τρότσκι ‒ πρώτο ανάγνωσμα η Προδομένη Επανάσταση, που με σημάδεψε. Ήδη στα 19 μου με τα εστιατόρια είχα μπουχτίσει –αν και θα ξαναδούλευα περιστασιακά‒, πήγα λοιπόν για ναυτικός.
• Για να μπαρκάρεις χρειαζόσουν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, αλλά εγώ ήμουν ακόμα «αγνό παρθένο μαλλί» και από «καθαρή» οικογένεια. Διάβαζα ό,τι έβρισκα σε πολιτικό βιβλίο καθώς και μυθιστορήματα Ρώσων και Γάλλων κλασικών κυρίως. Κατέβαινα στα βιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι όταν ξεμπάρκαρα κι αγόραζα κούτες ολόκληρες. Κάποια μάλιστα κατέληξαν στη σόμπα του πατρικού μου όταν τους σώθηκαν τα ξύλα!
• Το καλοκαίρι του ’64, και ενώ περίμενα να ξαναμπαρκάρω, είχα την πρώτη μου επαφή με τη νύχτα. Δούλεψα σε ένα φημισμένο night club της εποχής, το Whiskey a Go-Go στη Μαυρομματαίων, όπου σύχναζε όλη η μποέμ Αθήνα κι ένα σωρό επώνυμοι. Εκεί έμαθα από τον Γιώργο Φλίσκο την τέχνη του DJ που άσκησα αργότερα και στα δικά μου μαγαζιά, κι ας ξίνιζε αυτό σε μερικούς που με είχαν αλλιώς στο μυαλό τους. Στα δε καθήκοντά μου ήταν να καθαρίζω και να γυαλίζω καθημερινά την πίστα για να γλιστράνε τα παπούτσια στο μωσαϊκό. Από τα πολλά ποτά, τα πολλά ξενύχτια, την εξάντληση και την κακή διατροφή, και εκεί και μετά, στα καράβια, έπαθα έλκος στομάχου.
• Ήμουν ναυτικός κάπου τέσσερα χρόνια. Ταξίδεψα σε πολλά μέρη, Ευρώπη, Αμερική, Ασία, Αφρική… Μεγάλη εμπειρία που με ωρίμασε και ως άνθρωπο. Άρχισα να συνδικαλίζομαι, είχα επαφές με την ΕΔΑ και τους λαμπράκηδες, όπου υπήρχε και τροτσκιστική φράξια, γράφτηκα βεβαίως και στο συνδικάτο μας, όπου υπέστην και «ανάκριση» για τα πιστεύω μου – εμάς τους τροτσκιστές μάς πολεμούσαν. Την ίδια εποχή έπιασα το πρώτο μου σπίτι στο Χαλάνδρι. Εκεί ειδικά και στα βόρεια προάστια ανθούσε τότε το «τροτσκιστάν» ‒ ήδη το ’63 είχε ιδρυθεί το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ), τμήμα της 4ης Διεθνούς, η μετέπειτα ΟΚΔΕ.
• Σε ένα ταξίδι, φτάνοντας στη Λισαβόνα, αρνήθηκα να παραλάβω κάτι σάπια κατεψυγμένα βοδινά Αργεντινής που προορίζονταν για τη διατροφή του πληρώματος. Δύο άτομα τολμήσαμε να διαμαρτυρηθούμε στον καπετάνιο. Εντάξει, είπε, θα φάτε μοσχαράκι γάλακτος ‒δηλαδή ό,τι προέβλεπε η σύμβαση‒, αλλά θα δείτε τι θα πάθετε. Και πράγματι μας κατήγγειλε στην Ασφάλεια του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας για ανταρσία. Στην επιστροφή το τάνκερ έπιασε Μεσίνα για ανεφοδιασμό κι εκεί μας συνέλαβαν καραμπινιέροι. Μας πήγαν στο Μπρίντεζι, μας παρέδωσαν στον καπετάνιο άλλου πλοίου της εταιρείας που θα έπιανε Πάτρα κι εκεί μας περίμεναν οι καρατζόβες (το Λιμενικό) να μας πάνε στην Ασφάλεια στον Πειραιά. Μου απαγόρευσαν τα ταξίδια, δεν κατάσχεσαν όμως το ναυτικό μου φυλλάδιο. Ξαναβγήκα, λοιπόν, στη θάλασσα ένα διάστημα, ώσπου μου βάλανε κόκκινες σφραγίδες ως τάχα επικίνδυνο επειδή οργάνωνα κινητοποιήσεις για τα αιτήματα του κλάδου. Τελευταίο ταξίδι ήταν αυτό στο οποίο, ειδοποιημένοι από τον καπετάνιο, με συνέλαβαν πάλι οι καρατζόβες γυρνώντας από Σουηδία γιατί έκανα θέμα την ελλιπή μας σίτιση.
• Μετά τα Ιουλιανά το ’65 το πολιτικό παιχνίδι χόντρυνε και αναδύθηκαν πολλές νεολαιίστικες, κυρίως, αριστερές «φράξιες» που, βρίσκοντας ψοφοδεή τη στάση της ΕΔΑ, ήθελαν δυναμικότερη αντιπαράθεση με τη δεξιά, το Παλάτι και τους αποστάτες. Αλλά και οι διαδηλώσεις είχαν μαζικοποιηθεί, δεν ήμασταν μόνο οι οργανωμένοι αριστεροί στον δρόμο – έπεφτε βέβαια και πολύ ξύλο, αλλά συχνά η αστυνομία τα έβρισκε σκούρα, δεν υπήρχαν τότε και ΜΑΤ βλέπεις. Η γενιά εκείνη ήταν πολύ πιο ενεργή από την προηγούμενη, που κουβαλούσε το στίγμα της ήττας στον Εμφύλιο.
• Συνέχισα, εννοείται, να ασχολούμαι με την πολιτική· μετά τη Μεταπολίτευση μπήκαμε σε μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης και κοινωνικών αγώνων, με το ΠΑΣΟΚ να το κεφαλαιοποιεί όλο αυτό, κερδίζοντας τις εκλογές του ’81. Αλλά και διεθνώς συνέβαιναν πράγματα. Οι τροτσκιστές στηρίζαμε τη «Χάρτα ’77» των Τσέχων αντιφρονούντων, την αντιμοναρχική εξέγερση στο Ιράν το ’79, όπου υπήρχε ισχυρό αριστερό κίνημα πριν το διαλύσει ο Χομεϊνί, και, βέβαια, την αντίσταση στη χούντα του Εβρέν στην Τουρκία. Το σπίτι μου τότε στο Χαλάνδρι έγινε κανονικό κέντρο φιλοξενίας Τούρκων και Κούρδων πολιτικών προσφύγων. Με καταχρέωσαν στον ΟΤΕ, αλλά χαλάλι. Βοηθήσαμε πολύ κόσμο, ανθρώπους που είχαν βασανιστεί, που ζητούσαν άσυλο στην Ευρώπη ή που αντιμετώπιζαν διώξεις και φυλακές στην Τουρκία. Η πλειοψηφία των τότε ηγεσιών της αριστεράς ήταν επιφυλακτική με τους Τούρκους ή είχε άλλες προτεραιότητες, αντίθετα από τον απλό κόσμο, που στεκόταν αλληλέγγυος.
• Επόμενο επάγγελμα με το οποίο καταπιάστηκα ήταν αυτό του λιθογράφου, όπου επίσης ανέπτυξα συνδικαλιστική δράση. Αρχικά παλεύαμε για το 7ωρο και μεταπολιτευτικά για το 40ωρο. Το ’77 κατεβήκαμε σε μια μεγάλη απεργία που κράτησε μήνες. Έναν ολόκληρο χρόνο «όργωνα» την Αθήνα πάνω στην BMW για να την προετοιμάσω – η πρώτη από τις τέσσερις τέτοιες χιλιάρες μοτοσικλέτες που απέκτησα και η μόνη που δεν κλάπηκε! Παρεμβάσεις, συνελεύσεις, «ζυμώσεις», διανομή της εφημερίδας μας «Εργατική Πάλη» που γινόταν ανάρπαστη… Είχα τσακωθεί με όλους τους εργοδότες, είχα επίσης στοχοποιηθεί από τους συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ και της ΕΣΑΚ. Εξαιτίας όλων αυτών στην πορεία δεν έβρισκα δουλειά σε κανένα λιθογραφείο, έκανα λοιπόν τον μπογιατζή την ημέρα και τον μπάρμαν τα βράδια στο Ταξίμ, από τα πρώτα ρεμπετάδικα των Εξαρχείων.
• Ήταν εποχές με έντονα πολιτικά πάθη. Είχαμε, βέβαια, κι εμείς τις εσωτερικές μας διαφωνίες και διασπάσεις που κάποτε φτάνανε στα άκρα ‒ το κρατάμε βλέπεις αυτό το συνήθειο οι αριστεροί! Κάναμε, ωστόσο, και πράγματα. Το ’86 ιδρύσαμε την Κίνηση (σήμερα Δίκτυο) Πολιτικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, το ’97 το Κοινωνικό Κέντρο - Στέκι Μεταναστών στην Τσαμαδού, το οποίο απέκτησε πρόσφατα «παράρτημα» και στη Θεσσαλονίκη, το ’98 ξεκινήσαμε το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, που έχει γίνει πια θεσμός, μετά, το 2002, συμμετείχαμε στις διεργασίες και στις κινητοποιήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ.
• Όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου έκανα τη θητεία μου. Είχα υπηρετήσει στο Γουδί, στα τεθωρακισμένα, με διοικητή τον Παττακό. Από οδηγό αρμάτων με έβαλε στα βαρέα οχήματα, ώσπου κατέληξα να κάνω αγγαρείες. Τους «χαρακτηρισμένους» μάς μαζέψανε μετά σε ένα τάγμα στην Ξάνθη και μας κάνανε εθνοπατριωτική κατήχηση με φοβέρες και ξύλο.
• Εμείς οι τροτσκιστές αρνούμασταν ότι η χούντα ήταν ένα φασιστικό καθεστώς γιατί δεν είχε καμία κοινωνική βάση. Ήταν μια δικτατορία που επιβλήθηκε από τα πάνω, αν λοιπόν οργανωνόταν και φούντωνε το λαϊκό κίνημα, μπορούσε εύκολα να ανατραπεί προτού ριζώσει. Οι Δημοκρατικές Επιτροπές Αντίστασης (ΔΕΑ), πριν συλληφθούν σούμπιτα τα μέλη τους στις 3 Σεπτέμβρη του ’67, βάζανε και βόμβες που δεν περιείχαν εκρηκτικά αλλά προκηρύξεις, οι οποίες σκορπίζονταν ένα γύρω μόλις έσκαγαν. Βέβαια με το «μπαμ» ο κόσμος εξαφανιζόταν τρομαγμένος και τις περισσότερες τις μάζευαν μετά οι μπάτσοι, αλλά κάτι ήταν! Εγώ την ημέρα εκείνη είχα πάει στο ΝΑΤ μήπως ξανάβγαζα, δηλώνοντας απώλεια, το ναυτικό μου φυλλάδιο ‒το είχαν πάρει μαζί με άλλα πράγματά μου ασφαλίτες, μπουκάροντας σε σπίτι συντρόφου όπου φιλοξενούμουν‒ και από εκεί με πήραν σηκωτό δύο του Λιμενικού. Ήμουν, βλέπεις, και καταζητούμενος και «φακελωμένος». Στο Λιμεναρχείο Πειραιά μου κάνανε τις πρώτες ανακρίσεις κι έφαγα το πρώτο ξύλο.
• Με κράτησαν εκεί σαράντα μέρες και όταν με άφησαν ξανάπιασα δουλειά ως λιθογράφος. Εξακολούθησαν όμως οι συλλήψεις, τα κρατητήρια και οι ανακρίσεις στην Ασφάλεια με κάθε ευκαιρία. Συναντιόμασταν με κάποιους συντρόφους που είχαν αποφυλακιστεί να δούμε πώς μπορούμε να αντιδράσουμε, οι περισσότεροι όμως δεν θέλανε να μπλέξουν. Εν τέλει τον Μάιο του ’69, ύστερα από ένα ακόμα κύμα συλλήψεων, πέρασα Στρατοδικείο και μου ρίξανε οκτώ χρόνια φυλακή. Αβέρωφ, Αίγινα, Κορυδαλλός… Δεν καθόμασταν όμως άπραγοι οι πολιτικοί κρατούμενοι, φτιάξαμε κολεκτίβες, ανταλλάσσαμε γνώσεις, προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε με αντιστασιακούς θύλακες απέξω.
• Τον Αύγουστο του ’73 αποφυλακίστηκα με την αμνηστία του Παπαδόπουλου. Το αντιδικτατορικό κίνημα φούντωνε και στις 14 Νοεμβρίου ξεκίνησε το Πολυτεχνείο. Εγώ συμμετείχα στην Εργατική Συνέλευση και θέλαμε να κάνουμε τον ξεσηκωμό παλλαϊκό. Πανικοβλημένοι οι χουντικοί κατεβάσανε εν τέλει τον στρατό. Ξημερώματα της 17ης μπήκε μέσα το τανκ κι άρχισε η εκκένωση σε ένα όργιο βίας και καταστολής που επεκτάθηκε σε όλη την πόλη. Τελικός απολογισμός, που βέβαια τον μάθαμε μετά, 24 νεκροί και πάνω από 2.000 τραυματίες.
• Μία εβδομάδα αργότερα ανέλαβε την εξουσία με νέο πραξικόπημα ο Ιωαννίδης. Κρυβόμουν στην Πεντέλη ώσπου με συνέλαβε η Στρατονομία. Με μετέφεραν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, το σημερινό Πάρκο Ελευθερίας, όπου με ανέκριναν και με βασάνιζαν επί δύο μήνες, μαζί με άλλους συναγωνιστές. Το χειρότερο, μετά τη φάλαγγα, ήταν τα δώδεκα μερόνυχτα ορθοστασία στο κελί και το διαρκές ξύλο για να παραμένω όρθιος και ξύπνιος. Ακολούθησε η εξορία στη Γυάρο, απ’ όπου γύρισα τον Ιούλιο του ’74, για να δραστηριοποιηθώ εκ νέου πολιτικά.
• Συλλήψεις και ξύλο από την αστυνομία σε διαδηλώσεις –ξαναπήγα μάλιστα φυλακή ένα διάστημα μετά τις κινητοποιήσεις του Δεκεμβρίου του ’77 που ακολούθησαν την κατάληψη αεροσκάφους της Lufthansa από Παλαιστίνιους μαχητές της PLO, οι οποίοι ζητούσαν την απελευθέρωση των κρατούμενων μελών της RAF‒ δεν υπέστην μόνο στη δικτατορία αλλά και στη Μεταπολίτευση. Με είχαν μάλιστα χαρακτηρίσει τότε «καθ’ έξιν εγκληματία»! Όταν όμως χρειάζεται να κατέβω στον δρόμο, δεν υπολογίζω.
• Η καταστολή είναι στη φύση της εξουσίας και όσο πιο αυταρχική γίνεται η δεύτερη, τόσο σκληραίνει η πρώτη. Μια τέτοια αντιλαϊκή κυβέρνηση έχουμε σήμερα, γι’ αυτό σημασία δεν έχει πόσες ψήφους θα πάρει το τάδε ή το δείνα αριστερό σχήμα αλλά να υπάρξει αλλαγή. Όσο με αφορά, εξακολουθώ να πιστεύω ακράδαντα ότι το σημαντικότερο πράγμα που οφείλει να κάνει ένας άνθρωπος σήμερα είναι να βοηθήσει να αλλάξει αυτός ο τόσο άδικος κόσμος. Να αντισταθεί στη φτωχοποίηση, στον ρατσισμό, στην ακραία ανισότητα, στους πολέμους, στις διακρίσεις, να σταθεί δίπλα στους κατατρεγμένους όπου γης.
• Δυστυχώς, και οι ιδέες της αριστεράς έχουν φάει άπειρη «λάσπη» από το πώς εφαρμόστηκε ο λεγόμενος υπαρκτός σοσιαλισμός. Κι εδώ χρειάζεται αλλαγή παραδείγματος. Επιπλέον, υπάρχουν ακόμα πολλά σκουριασμένα μυαλά. Βλέπεις π.χ. πόσοι Έλληνες αριστεροί στηρίζουν τον Πούτιν μετά την εισβολή στην Ουκρανία, γιατί τάχα ιμπεριαλιστές υπάρχουν μόνο στη Δύση κι αυτοί ξεκίνησαν τον πόλεμο. Λες και τους Ουκρανούς και τους άλλους Ανατολικούς οι Αμερικανοί τους καταδυναστεύουν αιώνες τώρα, όχι οι Ρώσοι. Οι οποίοι εκτόπισαν στο παρελθόν κι ένα σωρό πληθυσμούς, Τατάρους, Έλληνες και τόσους άλλους.
• Να πολιτευτώ με ένα μεγάλο κόμμα όχι, τέτοιου είδους «σωτήρας» δεν σκέφτηκα ποτέ να γίνω. Προσβλέπω πάντα στη δημιουργία μιας σύγχρονης, επαναστατικής αριστεράς. Με τον ρεφορμισμό δεν προχωράς, ούτε μνημόνια σκίζεις, ούτε μπορείς να κάνεις οτιδήποτε πέρα απ’ ό,τι το σύστημα σου επιτρέπει. Δεν δέχομαι καθόλου, ωστόσο, ότι καλύτερα να είναι η δεξιά στα πράγματα, ώστε να δημιουργούνται επαναστατικές συνθήκες, όπως διατείνονται κάποιοι. Ούτε με την εκλογική αποχή συμφωνώ.
• Όταν δούλευα στο Ταξίμ γνώρισα τη Δώρα, τραγουδίστρια τότε σε ένα ρεμπέτικο συγκρότημα, με την οποία κάναμε πολιτικό γάμο. Είχαμε μετακομίσει ήδη Εξάρχεια κι εκεί στήσαμε το Παλιακό στην αρχή της Ερεσού. Ξεκίνησε ρεμπετάδικο, κατέληξε ροκάδικο με μένα DJ και γύρω από το «κιόσκι» μου να κρέμονται επαναστατικά έντυπα, αφίσες και προκηρύξεις!
• Παρά την επιτυχία που γνώρισε το Παλιακό, όμως, ήταν πολλά τα έξοδα και βγήκαμε χρεωμένοι όταν έκλεισε το ’91 – εγώ αποχώρησα το ’89, γιατί η Δώρα ήθελε να του αλλάξει χαρακτήρα, κάτι που δεν έπιασε. Εγώ, πάλι, με δύο ακόμα συνεργάτες ανοίξαμε ένα άλλο μαγαζί, τα Ρω, στην Ασκληπιού – καλά πήγαινε, αλλά με τσάκισε η εφορία. Εκτός αυτού δεν ήμουν ποτέ τού να μαζέψω λεφτά, έδινα όπου χρειαζόταν. Ύστερα άνοιξα ένα μπαρ στη Λευκάδα και μετά το ’99, με δύο ακόμη συνεργάτες, αναλάβαμε για κάποια χρόνια την Οκτάνα στη Μεθώνης ‒ ήταν η τελευταία μου επιχειρηματική ενασχόληση.
• Από το 2005 συμβιώνω με την Ίλια, μια άλλη συντρόφισσα που γεννήθηκε στη Μινεάπολη, αλλά κρατά από τη Σπάρτη. H οποία, σαν έγινε η κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο του ’73, ήταν μέσα, κατέφθασε από την Αμερική, όπου ήταν οργανωμένη στο εκεί φοιτητικό κίνημα, για να ανατρέψει τον Παπαδόπουλο! Γνωριστήκαμε λίγο αφότου γύρισα από την εξορία στη Γυάρο, αλλά έπρεπε, όπως φαίνεται, να περάσουν αρκετά χρόνια για να σμίξουμε, έχοντας κάνει στο μεταξύ καθένας τη ζωή του. Φαίνεται, πάντως, ότι ταιριάξαμε καλά, αφού με ανέχεται ακόμα!
• Υπήρξα ουσιαστικά αυτοδίδακτος. Σχολείο πήγα μόνο μέχρι την Γ’ Δημοτικού. Γράμματα ουσιαστικά έμαθα μόνος μου, διαβάζοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Στην πορεία έμαθα και τρεις ξένες γλώσσες ‒αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά συν λίγα ιταλικά‒, αρκετά καλά ώστε να μεταφράζω κιόλας. Σχέσεις έκανα πολλές, παιδιά δεν απέκτησα, γιατί δεν έτυχε. Στην πανδημία αρρώστησα βαριά, νοσηλεύτηκα τρεις εβδομάδες, αλλά ευτυχώς συνήλθα. Έχω κι έναν πολύποδα, που τον παρακολουθώ, περισσότερο όμως φοβάμαι το Αλτσχάιμερ, γιατί αρχίζω να ξεχνάω. Από καταχρήσεις, μου επιτρέπω ακόμα μερικά τσιγάρα, άντε κι ένα-δυο ποτηράκια. Με άλλες ουσίες δεν ανακατεύτηκα ποτέ, δεν με πήγαιναν κιόλας. Νοσταλγώ καμιά φορά τα Πευκούλια της Λευκάδας όπου παραθέριζα ελεύθερα μια ολόκληρη εικοσαετία, με τους φίλους μου να έχουν εξ αυτού ονοματίσει την παραλία «Φελεκιστάν»!
• Τα Εξάρχεια τα αγάπησα περισσότερο από κάθε άλλη γειτονιά της Αθήνας. Σπάνια απομακρύνομαι, ψώνια, έξοδοι, δραστηριότητες, συναντήσεις, όλα εδώ. Βέβαια, δεν βρίσκονται πια ακριβώς στις «δόξες» τους, αλλά ποια αθηναϊκή συνοικία είναι σήμερα στα καλά της; Μαζεύτηκαν, έπειτα, τα τελευταία χρόνια πολλοί λαθρόβιοι, άνθρωποι διαφόρων κατηγοριών και εθνικοτήτων, άνεργοι, εγκλωβισμένοι, που δεν φταίνε μεν οι ίδιοι για την κατάστασή τους αλλά ούτε και ενδιαφέρονται οι περισσότεροι να τη βελτιώσουν κάπως, να κοινωνικοποιηθούν αλλιώς, να μάθουν κάτι. Και όμως, διέξοδοι υπάρχουν – στο Στέκι Μεταναστών, για παράδειγμα, γίνονται δωρεάν μαθήματα ελληνικών και άλλων γλωσσών, μουσικής, πληροφορικής, υπάρχει κοινωνική κουζίνα, γραφείο ενημέρωσης, προσφέρουμε γενικά ό,τι μπορούμε.
• Το άλλο κακό είναι ότι «φράχτη» δεν έχουμε μόνο στον Έβρο αλλά και εδώ, στην πλατεία μας, που γέμισε λαμαρίνες και αστυνομικά μπλόκα για να φτιαχτεί το μετρό. Λες και δεν εξυπηρετούν αρκετά οι υπάρχοντες σταθμοί σε Ομόνοια, Βικτώρια και Ακαδημία. Τα Εξάρχεια ανακηρύχθηκαν περιοχή αμιγούς στέγης επί υπουργίας Αντώνη Τρίτση και έτσι πρέπει να παραμείνουν. Είχαν γίνει και τη δεκαετία του ’90 παρεμβάσεις, πεζοδρομήσεις κ.λπ., αλλά ήπιες και με σεβασμό στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους. Πιστεύω, ωστόσο, ότι ακόμα κι αν γίνει ο σταθμός, γρήγορα τα Εξάρχεια θα ξαναζωντανέψουν. Θα έρχεται περισσότερος νεαρόκοσμος, θα ξαναζωντανέψουν και τα μαγαζιά και τα στέκια και όλα. Άλλωστε, στην Αθήνα έχουμε πια πολλά «μικρά Εξάρχεια», αποκεντρώθηκαν κι αυτά.
• Με ανησυχεί η εξασθένιση της συλλογικής μνήμης, όπως και οι απόπειρες παραχάραξης της Ιστορίας. Πόσοι νέοι άνθρωποι ξέρουν σήμερα τι έγινε πριν από πενήντα χρόνια στο Πολυτεχνείο και γιατί; Και όχι μόνο μέσα στο ίδρυμα αλλά κι απέξω, γιατί δεν ξεσηκώθηκαν μόνο οι φοιτητές. Συμμετείχα πρόσφατα σε ένα ντοκιμαντέρ για την εξέγερση, παραγγελία του δήμου για να προβληθεί σε σχολικές εκδηλώσεις στην επέτειο. Όμως λίγα παιδιά δείχνουν πραγματικό ενδιαφέρον. Οι άλλοι είναι σαν να τους μιλάς για τον Κολοκοτρώνη ή την αρχαία Σπάρτη!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.