«Οι Κροάτες γυρνούσαν γύρω μας σαν τις σφίγγες, με σιδηρογροθιές και με σπασμένα μπουκάλια, αλώνιζαν ελεύθερα τους δρόμους και στο πέρασμα τους τα διέλυαν όλα. Χτυπούσαν κόσμο με σφαλιάρες και τρικλοποδιές, έριχναν ξύλο και ύστερα έβαζαν τα γέλια, μας είχαν ότι είμαστε τα κλοτσοσκούφια τους, ότι είμαστε παντελώς ανήμποροι να αντιδράσουμε…»
Τα λόγια του θυμίζουν μαρτυρία της εφιαλτικής νύχτας της 7ης Αυγούστου, μια ακόμα σκοτεινή περιγραφή της εικόνας των φανατισμένων χούλιγκαν της Ντιναμό, που έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό στην Νέα Φιλαδέλφεια προκαλώντας έναν θάνατο και εννέα σοβαρούς τραυματισμούς. Όμως ο Ανδρέας Χασιώτης, κομμωτής και κάτοικος Παγκρατίου εδώ και δεκαετίες, περιγράφει ένα εντελώς ξεχωριστό εφιαλτικό σκηνικό, ένα απόγευμα βίας και τρομοκρατίας που συνέβη στην καρδιά της Αθήνας πριν από δεκατρία ολόκληρα χρόνια και που τον στοιχειώνει αδιάκοπα – σήμερα, στην σκιά των πρόσφατων τραγικών γεγονότων, περισσότερο από ποτέ άλλοτε.
«Επέζησα κατά τύχη», μου λέει και το βλέμμα του προσωρινά παγώνει. Η ιστορία, ακόμα και η πιο σκοτεινή εκδοχή της, έχει την τάση να επαναλαμβάνεται, ειδικά σε μια χώρα όπου η ασφάλεια δίνει συχνά την θέση της στην οκνηρία των αρχών.
Εκείνο που συμπέρανα εκείνο το απόγευμα ήταν πως οι άνθρωποι αυτοί δεν ήρθαν για το ποδόσφαιρο, ήρθαν για να μας κάνουν κακό. Στόχος τους ήταν να φέρουν το χάος, ασπίδα τους η αίσθηση πως δεν θα τους ελέγξει κανένας. Αυτό είναι που με εξοργίζει, γιατί η έλλειψη και αργοπορία της αστυνομίας είναι αυτή που το επέτρεψε όλο αυτό. Γι’ αυτό και ξανάρχονται με τις ίδιες διαθέσεις, σου λέει “πάμε στην χώρα που είναι όλα μπουρδέλο για να τα κάνουμε ακόμα πιο μπουρδέλο”.
Το περιστατικό που εξιστορεί, με συναισθηματικά φορτισμένη φωνή, έλαβε χώρα το απόγευμα της 16ης Σεπτεμβρίου του 2010, όταν η Ελληνική πρωτεύουσα φιλοξενούσε τον αγώνα της ΑΕΚ με την Κροατική Hajduk Split, τον ορκισμένο αντίπαλο της Ντιναμό με τους εξίσου φανατισμένους και βίαιους χούλιγκαν με τις ουκ ολίγες νεοναζιστικές καταβολές. Τα απίστευτα σκηνικά βίας που αρχίζει να μου περιγράφει δεν έλαβαν χώρα στο γήπεδο του Ολυμπιακού Σταδίου (παρότι σημειώθηκε και εκεί μια επεισοδιακή βραδιά) αλλά στην καρδιά του Αθήνας, στο φως της ημέρας, όταν ο κομμωτής βρισκόταν στην Ερατοσθένους, έναν από τους κεντρικότερους δρόμους του Παγκρατίου όπου διατηρούσε τον επαγγελματικό του χώρο.
«Βρισκόμουν στο κομμωτήριο μου όταν ξαφνικά, απ’ έξω άρχισε να αντηχεί μια φασαρία και ο σκύλος μου άρχισε να γαβγίζει νευρικά», θυμάται. «Άνοιξα, λοιπόν, την πόρτα και είδα μπροστά μου μια τρομερή αναστάτωση, ένα πλήθος που έσπερνε τον τρόμο και πανικό. Ρωτώντας τριγύρω, μάθαμε πως υπήρχε ένας αγώνας και πως είχαν ξαμοληθεί οι Κροάτες στο κέντρο, προτού μετακινηθούν στο γήπεδο. Σιγά-σιγά, από τους ιδιοκτήτες των τριγύρω καταστημάτων, αρχίζει να γίνεται αντιληπτό πως έπαιρναν πράγματα από τα σούπερ-μάρκετ και τα εστιατόρια και έφευγαν χωρίς να πληρώσουν, πως έκλεψαν το περίπτερο στο Καλλιμάρμαρο και απομακρύνθηκαν τραμπουκίζοντας τον ιδιοκτήτη του», συμπληρώνει.
Οι Κροάτες οπαδοί της Hajduk Split σχημάτιζαν ένα τρομακτικό θέαμα στα μάτια των φιλήσυχων κατοίκων του Παγκρατίου. «Φορούσαν δερμάτινα ρούχα, είχαν χαραγμένα στο δέρμα τους τατουάζ με ναζιστικά σύμβολα, προχωρούσαν με μανία και με απρόβλεπτη ταχύτητα, και ήταν όλοι τους πιωμένοι και μαστουρωμένοι», εξηγεί ο Αντρέας. Οι κινήσεις τους γρήγορα περικύκλωσαν την γειτονιά, καθώς μια ντουζίνα χούλιγκαν κατηφόριζε από την πλατεία Πλαστήρα ενώ μια άλλη ομάδα βρισκόταν στην γωνία του δρόμου με την λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου. Γρήγορα, έγινε εμφανές πως πρόθεση των οπαδών δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από την έλευση του χάους.
«Κοντά στο κομμωτήριο μου φιλοξενούμε ένα Αμερικανικό κολλέγιο, και ακριβώς από πάνω από το μαγαζί μου στεγάζονταν διάφοροι Αμερικανοί φοιτητές σε εστίες», αναφέρει ο Ανδρέας. «Τα παιδιά αυτά, λοιπόν, περπατούσαν τρεμάμενα από το θέαμα, και κάποια στιγμή καθώς οι Κροάτες παρελαύναν στον δρόμο, άρχισαν να τους δίνουν περιστασιακές σφαλιάρες και τρικλοποδιές, έτσι, απλά γιατί μπορούσαν».
Οι Κροάτες πρέπει να είχαν κλείσει περίπου μια ώρα στην γειτονιά, γελώντας σαρδόνια με τους τραμπουκισμούς και τα χαστούκια που μοίραζαν στους περαστικούς και ξεσπώντας περιστασιακά σε κραυγές και συνθήματα, όταν ένας εξ ’αυτών πλησίασε στο μαγαζί του Ανδρέα. Το σκυλί του δεν είχε σταματήσει να γαβγίζει με νευρικότητα, λόγω της φασαρίας και της αναστάτωσης που επικρατούσε, κι έτσι ο Κροάτης αποφάσισε να γυρίσει προς το μέρος του και να του ρίξει το δυνατό σκαμπίλι.
«Τότε ήταν που τα πήρα στο κρανίο και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι», εξηγεί κοφτά ο κομμωτής. «Ήμουν μαζί με τον λογιστή μου έξω από το μαγαζί, και στράφηκα κατευθείαν προς τον Κροάτη, τον έπιασα και του είπα: “τι έγινε ρε φίλε;». Επιτόπου, λοιπόν, χωρίς να περάσει δευτερόλεπτο, ο Κροάτης μου έσκασε με δύναμη το μπουκάλι της μπύρας του στο κεφάλι…»
«Ευτυχώς, δεν έπαθα τίποτα σοβαρό από αυτό του το χτύπημα, εκτός από ένα πελώριο καρούμπαλο, που έπρεπε να φτάσει η επόμενη μέρα για να συνειδητοποιήσω πως υπάρχει», συμπληρώνει, μετά από μια δραματική παύση. «Αλλά με το μου επιτέθηκε με έπιασε η μούρλα για δικαιοσύνη: ήθελα να τον κλείσω με μιας μέσα στο κομμωτήριο, και να φωνάξω την αστυνομία για να παρέμβει, να δώσει το τέλος σε αυτή την παράνοια».
Η κλιμάκωση της βίας και η οκνηρία της αστυνομίας
Η αστυνομία είχε ήδη δεχθεί πολλές απεγνωσμένες κλήσεις από τους κατοίκους της περιοχής, κυρίως από τους καταστηματάρχες και επιχειρηματίες, μέχρι την στιγμή που ο Κροάτης χούλιγκαν έσπασε το μπουκάλι στο κεφάλι του κομμωτή. Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις, κανένας αστυνομικός δεν είχε φτάσει ακόμα στην ανήσυχη γειτονιά. Ωστόσο, ο Ανδρέας είχε πια πεισμώσει, και κυριευμένος καθώς ήταν από τον θυμό του, το θέαμα της βίας και του κινδύνου που ολοένα και κλιμακωνόταν δεν τον τρόμαζε.
«Ο λογιστής μου προσπαθούσε να με συγκρατήσει», θυμάται, «μου έδειχνε το γκρουπ των Κροατών που ανηφόριζε απειλητικά τον δρόμο. “Είναι τουλάχιστον δεκαπέντε άτομα, κατευθύνονται προς τα εδώ και θα στα σπάσουν όλα” με προειδοποιούσε, αλλά εγώ παρέμεινα ανένδοτος έξω από το κομμωτήριο μου. Έτσι λοιπόν, κατέφτασαν οι υπόλοιποι χούλιγκαν με άγριες διαθέσεις. Με έπιασαν από τον λαιμό, και ξεκίνησαν να με χτυπάνε ασύστολα, να μου ρίχνουν ένα σωρό μπουνιές και κλωτσιές. Ευτυχώς που δεν είχαν πάνω τους αιχμηρά αντικείμενα, μονάχα σιδηρογροθιές και φυσικά τα μπουκάλια από τα οποία έπιναν».
Ο Ανδρέας δεν κομπιάζει καθώς περιγράφει τις σκηνές που ακολούθησαν, αλλά στα μάτια του καθρεπτίζεται ξεκάθαρα το συναίσθημα της πόνου που τον είχε κυριεύσει. «Με έριξαν με φόρα πάνω σε μια τσιμεντένια διακοσμητική ζαρντινιέρα, και άρχισαν να μου ρίχνουν το ξύλο της αρκούδας. Ξεκίνησε να κυλάει το αίμα μου από παντού. Έφαγα κλωτσιές στο κεφάλι, στο στόμα, στα πλευρά, τα δόντια μου ράγισαν, το φρύδι μου σκίστηκε εντελώς και αργότερα αναγκάστηκα να κάνω ράμματα», αναφέρει. «Τον απολογισμό των τραυμάτων, φυσικά, τον έκανα στην πορεία στο νοσοκομείο, εκείνη την στιγμή δεν είχαν καν συναίσθηση του τι συνέβαινε στο σώμα μου».
Στο θέαμα του άγριου ξυλοδαρμού του Ανδρέα η γειτονιά παρακολουθούσε κατατρομαγμένη, ανησυχώντας πως η έκβαση των επεισοδίων θα ήταν τραγική. Κάποια στιγμή, ο Παναγιώτης Μπάρλος, ο φαρμακοποιός που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το κομμωτήριο του Ανδρέα, παρενέβη για να προσπαθήσει να σώσει τον γείτονά του. «Έφαγε και αυτός ένα μπουκάλι στο κεφάλι», θυμάται ο κομμωτής. «Ευτυχώς, μετά από κάποια λεπτά άγριου ξυλοδαρμού, το πλήθος με παράτησε στον δρόμο και κατευθύνθηκε προς το Καλλιμάρμαρο».
Την περαιτέρω κλιμάκωση του άγριου ξυλοδαρμού του Ανδρέα απέτρεψε, την ύστατη στιγμή, ο χρόνος. Πλησίαζε άλλωστε η ώρα της έναρξης του πολυαναμενόμενου αγώνα, κι έτσι οι χούλιγκαν της Hajduk Split άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, σε ακόμα μεγαλύτερους αριθμούς, για να συναντήσουν τα δύο λεωφορεία που θα τους μετέφεραν στο γήπεδο του Αμαρουσίου.
Οι τραυματισμοί που είχε υποστεί ο Ανδρέας ήταν πολλοί και σοβαροί, ωστόσο εκείνος δεν ήθελε να το βάλει κάτω. «Με είχαν πιάσει τα νεύρα», εξηγεί, «όλη η γειτονιά είχε μαζευτεί να με συγκρατήσει, και ήθελαν να με στείλουν αμέσως στο νοσοκομείο, αλλά είχα πεισμώσει. “Αφήστε με, πρέπει να οργανωθούμε απέναντι σε αυτό που ζούμε” τους απαντούσα, και ξεκίνησα να παίρνω τηλέφωνα παντού, να κινώ όποιο νήμα μπορούσα, από ραδιοφωνικούς σταθμούς, από Υπουργεία μέχρι την Κροατική πρεσβεία, και φυσικά την αστυνομία».
Περίπου μιάμιση ώρα έπειτα από το ξέσπασμα του χάους στους δρόμους του Παγκρατίου, στην γειτονιά είχαν βρεθεί μονάχα δύο αστυνομικοί. Ο Ανδρέας τους προσέγγισε αμέσως μετά την άφιξή τους, ζητώντας τους βοήθεια ώστε να συλλάβουν άμεσα τους υπαίτιους, ενώ εκείνοι προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν και να τον αποτρέψουν από το να προσεγγίσει το μαινόμενο πλήθος. «Εγώ επέμενα», εξηγεί, «και πλησίασα κουτσά στραβά την πλατεία του Καλλιμάρμαρου, με σκισμένη την μπλούζα και φορώντας μονάχα το παπούτσι - το άλλο το βρήκα στην Ερατοσθένους την επόμενη ημέρα».
Λίγα λεπτά αργότερα, προς ανακούφιση του Ανδρέα και των κατοίκων, κατέφτασε επιτέλους μια διμοιρία των ΜΑΤ μαζί με μια κλούβα. «Ο διοικητής που οργάνωνε την επιχείρηση με πλησίασε, και μου είπε να μην ανησυχώ, και πως την ώρα που οι Κροάτες θα επιβιβάζονταν στο λεωφορείο θα με συνόδευαν μπροστά ώστε να τους δω και να τους υποδείξω ποιος μας έδειρε», θυμάται ο κομμωτής. «Εγώ είχα βέβαια τις απορίες μου, σκέφτηκα μέσα μου, "καλά ανόητος είναι ο διοικητής που θα ανέβει στο λεωφορείο με όλους αυτούς τους τραμπούκους μαζεμένους;". Στο μεταξύ, έξω από το Καλλιμάρμαρο είχαν πλέον συγκεντρωθεί τουλάχιστον πενήντα χούλιγκαν, και τα ΜΑΤ άρχισαν να τους περικυκλώνουν και να σφίγγουν τον κλοιό, αλλά ανάμεσα στο πλήθος που στρίμωξαν βρίσκονταν και τουρίστες, περαστικοί και πανικοβλημένοι. Μέσα στο χάος που επικρατούσε, ο λογιστής μου προσπαθούσε διακαώς να εντοπίσει μέσα στο πλήθος τον Κροάτη που είχε ξεκινήσει την φασαρία και τον ξυλοδαρμό μου».
Τελικά, η προσπάθεια αναζήτησης του υπαίτιου αποδείχθηκε περιττή. «Ύστερα από κάποια λεπτά, ο Κροάτης βγήκε μόνος του από το πλήθος, ήταν γυμνός και μανιασμένος, και σήκωσε τα χέρια του ψηλά και απειλητικά. Έκανε μια στροφή και μας έδειξε επιδεικτικά την πλάτη του: είχε χαραγμένο έναν αετό και μια κατάμαυρη πελώρια σβάστικα»
«Εγώ μέχρι εκείνη την στιγμή δεν γνώριζα τίποτα για την σκοτεινή ιστορία του χουλιγκανισμού στην Κροατία, δεν ήξερα ότι είχαν φασιστικές ρίζες. Αργότερα έμαθα ότι είναι οι πιο σκληροπυρηνικοί χούλιγκαν της Ευρώπης, πραγματικοί φασίστες, κωλόπαιδα του κερατά».
Με το νεύμα του Ανδρέα, δύο αστυνομικοί έπιασαν τον Κροάτη χούλιγκαν από τα μπράτσα και επιχείρησαν να τον τραβήξουν έξω από το πλήθος, πυροδοτώντας την σκανδάλη που θα προκαλούσε μια τελευταία σκηνή χάους στην γειτονιά. «Επιτόπου από τα χέρια των χούλιγκαν άρχισαν να φεύγουν φωτοβολίδες, να εκσφενδονίζονται μπουκάλια, οι τουρίστες που ήταν εγκλωβισμένοι άρχισαν να ουρλιάζουν ασταμάτητα. Καλύτερα να βρισκόσουν πάνω σε στρώματα από κάρβουνα, παρά στο Παναθηναϊκό στάδιο εκείνο το απόγευμα».
Η δικαίωση της δίκης και το αίσθημα της ματαίωσης
Παρά το πρωτοφανές χάος που ξέσπασε έξω από το Καλλιμάρμαρο, η αστυνομία προχώρησε επιτυχώς στην προσαγωγή του βίαιου Κροάτη, ενώ ένας αξιωματικός ενημέρωσε τον Ανδρέα πως εάν ήθελε να κυνηγήσει το μονοπάτι της δικαιοσύνης δεν είχε ούτε λεπτό για χάσιμο. «Με πληροφόρησαν πως έπρεπε να κινήσω αμέσως τις διαδικασίες, και πως για να εκδικαστεί πράγματι η υπόθεση γιατί προτού φύγουν οι χούλιγκαν από την χώρα έπρεπε να υποβάλλω επιτόπου μήνυση», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Χωρίς δισταγμό, έτρεξα αμέσως στο Παγκράτι για να την υποβάλλω, παρότι είχα ήδη αρχίσει να χάνω τις αισθήσεις και τις δυνάμεις μου, κι ενώ παρέμενα σε μια κατάσταση σοκ».
Ύστερα από την υποβολή της καταγγελίας του, ο Ανδρέας υπέκυψε πλέον στα παρακάλια των ανθρώπων της γειτονιάς και έσπευσε να επισκεφτεί το νοσοκομείο, για να εξεταστεί από τους γιατρούς και να κάνει τα απαραίτητα ράμματα που θα σταματούσαν την αιμορραγία από το πλήθος των ανοιχτών πληγών του. Στο νοσοκομείο ήταν που θα ερχόταν αντιμέτωπος και με μια ακόμα παράδοξη σκηνή. «Δεν είχαν περάσει πολλά λεπτά έπειτα από την είσοδο μου στην νοσοκομειακή μονάδα, όταν άρχισα να βλέπω να έρχονται Κροάτες με ανοιχτά κεφάλια. Από γνωστό μου, που ανήκει στους φιλάθλους της ΑΕΚ, έμαθα αργότερα πως και στο Ολυμπιακό στάδιο έγινε χαμός, και ξέσπασαν σκηνές τρομερής βίας, εμπλοκές με την αστυνομία αλλά και τους οπαδούς της ελληνικής ομάδας».
Την επόμενη μέρα, με το που ανέτειλε ο ήλιος, ο Ανδρέας έσπευσε να επισκεφτεί τον Ιατροδικαστή στην οδό Αναπαύσεως, για να συγκεντρώσει από νωρίς όλα τα απαραίτητα έγγραφα και τεκμήρια ώστε να προλάβει την διαδικασία του αυτόφωρου. Με την βοήθεια του δικηγόρου του, κατόρθωσε να τα συγκεντρώσει όλα στην ώρα τους, και ύστερα κατέφτασε φουριόζος στην έδρα αναζητώντας την δικαιοσύνη.
«Στην αίθουσα βρισκόμουν εγώ με μαυρισμένα τα μάτια, και μέσα ο Κροάτης που έσπασε το μπουκάλι στο κεφάλι μου, μαζί με έναν άλλον χούλιγκαν που η αστυνομία είχε μαζέψει από το γήπεδο. Κάθε τρεις και λίγο, με πλησίαζε ένας άνδρας από την Κροατική Πρεσβεία -φαίνεται δεν είχαν λεφτά ή διάθεση να παραχωρήσουν υπεράσπιση στους χούλιγκαν- και με παρακαλούσε με σπαστά ελληνικά: “Έλα ρε φίλε, σε παρακαλώ, κάνε πίσω και ας το λήξουμε εδώ”. Εγώ δεν κουνιόμουν καρφί. “Όχι”, του απαντούσα κοφτά. “Αυτό που μου ζητάς δεν γίνεται, θα τους χώσουμε μέσα, θα τιμωρηθούν”».
Η υπόθεση τους δικάστηκε τελευταία εκείνη την ημέρα, όταν οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν πλέον δέκα το βράδυ. Η έδρα διάβασε δυνατά όλες τις αναφορές και τα στοιχεία, παραμένοντας παντελώς σοκαρισμένη από τις περιγραφές της βίας. Ο Πρόεδρος χάρισε δέκα λεπτά στους Κροάτες για να βρουν συνήγορο υπεράσπισης, προειδοποιώντας τους πως σχεδιάζει να τους επιβάλλει τις αυστηρότερες ποινές, με βάση την διεθνή αλλά και ελληνική νομοθεσία. «Εκεί επιτέλους ένιωσα μια κάποια δικαίωση», θυμάται ο Ανδρέας, «πως υπάρχει κάπου μια ελπίδα και μια ασφάλεια, γιατί τουλάχιστον οι δικαστικοί έδειξαν να κατανοούν το πρόβλημα».
Σαστισμένη από τις μαρτυρίες και τα τεκμήρια, η έδρα απεύθυνε τελικά τον λόγο στον κομμωτή, ζητώντας του να προσθέσει κάποια λεπτομέρειες του συμβάντος. «Κύριε Χασιώτη, υπάρχει κάτι που θέλετε να μας πείτε», είχε ρωτήσει χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος.
«Που ακριβώς ήταν η αστυνομία;», ήταν η απεγνωσμένη απάντηση που έδωσε τότε ο Ανδρέας. «Που βρισκόταν όταν όλοι αυτοί οι φασίστες αλώνιζαν και έσπερναν το χάος, στο κέντρο της Αθήνας, έξω ακριβώς από σύμβολο του Ολυμπιακού ιδεώδες, τον τόπο της έναρξης της λαμπαδηδρομίας; Και γιατί δεν έφτασαν νωρίτερα για να αποτρέψουν τα χειρότερα μετά από τόσα τηλέφωνα από την γειτονιά;»
Η δίκη ολοκληρώθηκε με την έδρα να βρίσκει ένοχο τον Κροάτη για ξυλοδαρμό, και να δικαιώνει τον Ανδρέα. Ευτυχώς, ο κομμωτής επιχείρησε άμεσα να ενεργοποιήσει το βαρύ χέρι της Θέτιδας κι έτσι κατάφερε να φέρει έστω και έναν από τους χούλιγκαν αντιμέτωπο με τις νομικές συνέπειες των βίαιων πράξεων του. Σιγά σιγά, τα σωματικά τραύματα του επουλώθηκαν, μετά από κάποιες ημέρες επέστρεψε στο κομμωτήριο. Σήμερα μπορεί και θυμάται τα σοκαριστικά γεγονότα της 16ης Σεπτεμβρίου του 2010 ακόμα και με μια μικρή δόση αστεϊσμού. «Ορίστε το μπλουζάκι που φορούσα εκείνη την μέρα», μου λέει καθώς πιάνει ένα κατασκισμένο γκρι t-shirt με μια στάμπα τυπωμένη στο κέντρο. «Εντελώς τυχαία, απεικονίζει επτά υπερήρωες», συμπληρώνει και ξεσπάει σε γέλια.
Όμως ακόμα και δεκατρία χρόνια αργότερα, το τραύμα του Ανδρέα είναι εμφανές, παραμένει φρέσκο, το ίδιο και το αίσθημα της ματαίωσης που νιώθει σήμερα παρακολουθώντας την επικαιρότητα. «Εγώ στάθηκα τυχερός, θα μπορούσα κάλλιστα να είχα χτυπήσει κάπου αλλού και τελικά να είχα υποστεί κάποιον θανάσιμο τραυματισμό», συμπληρώνει. «Με το που έμαθα την είδηση της Δευτέρας με έπιασε κατευθείαν τρέμουλο, και από τα νεύρα μου έχασα τον ύπνο μου. Προσπάθησα να το αποφύγω αρχικά, γιατί είναι φρικιαστικό να ξαναβιώνεις αυτά τα γεγονότα, αλλά ήταν αδύνατο, κι έτσι τελικά αποφάσισα να μοιραστώ την ιστορία μου».
«Γιατί έπρεπε να το ξαναβιώσουμε αυτό;», με ρωτά, επαναλαμβάνοντας ρητωρικά το ερώτημα που του είχα μόλις απευθύνει, με έναν τόνο οργής στην φωνή του. «Μα γιατί αυτό παθαίνουμε συνέχεια σε αυτή την χώρα: δεν μαθαίνουμε τίποτα. Ξέρεις, εκείνο που συμπέρανα εκείνο το απόγευμα ήταν πως οι άνθρωποι αυτοί δεν ήρθαν για το ποδόσφαιρο, ήρθαν για να μας κάνουν κακό. Στόχος τους ήταν να φέρουν το χάος, ασπίδα τους η αίσθηση πως δεν θα τους ελέγξει κανένας. Αυτό είναι που με εξοργίζει, γιατί η έλλειψη και αργοπορία της αστυνομίας είναι αυτή που το επέτρεψε όλο αυτό. Γι’ αυτό και ξανάρχονται με τις ίδιες διαθέσεις, σου λέει “πάμε στην χώρα που είναι όλα μπουρδέλο για να τα κάνουμε ακόμα πιο μπουρδέλο”».
«Όχι μονάχα μετά από την δική μου περίπτωση, αλλά και ύστερα από τόσα ακόμα γεγονότα, ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που συνέβη την Δευτέρα», καταλήγει. «Αυτή η ιστορία έπρεπε να είχε πάρει ευρύτερα τον δρόμο της δικαιοσύνης, να είχαν επιβληθεί κι άλλες ποινές και απαγορεύσεις στους χούλιγκαν, να τους έψαχνε η αστυνομία τακτικά για ναρκωτικά και όπλα. Εδώ και δεκατρία χρόνια, η ΕΛ.ΑΣ γνωρίζει πολύ καλά πως μερικά από τα μεγαλύτερα φασιστόμουτρα της Ευρώπης, με σβάστικες και ναρκωτικά, έρχονται στην χώρα μας από την Κροατία με αφορμή τους αγώνες για να τα σπάσουν. Μου φαίνεται αδιανόητο πως άφησαν τελικά την ιστορία να επαναληφθεί».