Για «μια πρωτοφανή υπόθεση στην ιστορία των μουσείων διεθνώς» κάνει λόγο σε ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) αναφερόμενος στην κλοπή και πώληση περίπου 2.000 αντικειμένων από τις αποθήκες του Βρετανικού Μουσείου.
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «το Βρετανικό Μουσείο χάνει για ακόμα μία φορά τα ερείσματά του στην ηθική».
«Η υπόθεση των κλαπεισών αρχαιοτήτων του Βρετανικού Μουσείου εγείρει και πάλι ηθικά ζητήματα για το ίδιο το Μουσείο, τον τρόπο συγκρότησης των Συλλογών του και τη διαχρονική διαχείρισή τους από την εκάστοτε Διοίκηση. Μάλιστα, η τελευταία βαρύνεται όχι μόνον από το ίδιο το γεγονός, που καθιστά ένα μητροπολιτικό μουσείο χώρο συνδεόμενο με το δίκτυο της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων, αλλά και από την καθυστέρηση στην αποκάλυψη της υπόθεσης, με τις παραιτήσεις στελεχών του να εγείρουν ερωτήματα για προσπάθεια συγκάλυψης», υποστηρίζει ο ΣΕΑ.
Παράλληλα τονίζει ότι «η Ελλάδα και άλλες χώρες, από τις οποίες το Βρετανικό Μουσείο έχει υφαρπάξει πολιτιστικούς θησαυρούς, πρέπει να ενισχύσουν τον αγώνα τους στην ανάκτηση αυτών των λεηλατημένων αρχαιοτήτων».
«Με βάση το διαχρονικό φαινόμενο της πώλησης αρχαιοτήτων από τις Συλλογές του Βρετανικού Μουσείου, ασφαλώς τίθεται σε τελείως διαφορετική βάση το δίκαιο αίτημα της χώρας μας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και την επανένωσή τους με τον γενέθλιο μνημείο τους, τον Παρθενώνα», τονίζει ο σύλλογος και καταλήγει:
«Τόσο οι Έλληνες αρχαιολόγοι όσο και η κοινή γνώμη στη χώρα μας, αναμένουμε τις πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης και του υπουργείου Πολιτισμού στην κατεύθυνση αυτή».
Η παραδοχή από το Βρετανικό Μουσείο
Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα, ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Χάρτγουικ Φίσερ, ανακοίνωσε την παραίτησή του και ο υποδιευθυντής, Τζόναθαν Γουίλιαμς, αποσύρεται από τα καθήκοντά του μέχρι να ολοκληρωθεί η ανεξάρτητη έρευνα για το σκάνδαλο της κλοπής.
Το Βρετανικό Μουσείο, που ιδρύθηκε το 1753, έχει μια συλλογή περίπου 8 εκατομμυρίων αντικειμένων, αλλά έως το 2019 μόνο περίπου 80.000 είχαν εκτεθεί και τα υπόλοιπα βρίσκονταν σε αποθήκες.
Ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν παραδέχθηκε ότι δεν είναι όλα τα αντικείμενα της συλλογής «σωστά καταγεγραμμένα». «Κάποιος που γνωρίζει τι δεν είναι καταγεγραμμένο έχει μεγάλο πλεονέκτημα για την αφαίρεσή τους», συμπλήρωσε. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε πλήρης καταγραφή των αντικειμένων δεν είναι κάτι πρωτοφανές για ένα μεγάλο μουσείο, σημείωσε.
«Πιστεύουμε ότι υπήρξαμε θύματα κλοπών που συνέβησαν σε μια μακρά χρονική περίοδο και ειλικρινά θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα για να τις αποτρέψουμε», δήλωσε στο BBC.