Τον 19ο αιώνα τα σαντορινιά ιστιοφόρα διέσχιζαν όλη την ανατολική Μεσόγειο, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Αίγυπτο, μεταφέροντας είτε θηραϊκή γη για τις ανάγκες της διάνοιξης της διώρυγας του Σουέζ, είτε Visanto, το ξακουστό σαντορινιό κρασί που για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσαν οι ορθόδοξες εκκλησίες της ρωσικής αυτοκρατορίας για τη Θεία Μετάληψη. Τα ιστιοφόρα, οι καπετάνιοι και τα πληρώματα της Σαντορίνης παρέδιδαν το φορτίο τους και επέστρεφαν φέρνοντας κάθε είδους πολύτιμα εμπορεύματα, αλλά και γνώσεις, εμπειρίες και πλούτο. Κάποια στιγμή έφεραν από την Αίγυπτο το άνυδρο ντοματάκι που βρήκε στο μικροκλίμα της Σαντορίνης τις ιδανικές συνθήκες για να αναπτυχθεί, δημιουργώντας για πολλές δεκαετίες έναν καινούργιο κύκλο ανάπτυξης και ευμάρειας.
Η πλούσια ναυτική ιστορία του νησιού αποτυπώνεται στο Ναυτικό Μουσείο Θήρας, στην καρδιά της Οίας, πολύ κοντά στον πολυσύχναστο κεντρικό πεζόδρομο. Λίγα λεπτά μακριά από τα πολύβουα στενά, είναι μια όαση ηρεμίας, ησυχίας και δροσιάς. Εδώ μπορεί να απολαύσει ο επισκέπτης ένα ταξίδι στην πλούσια ναυτική ιστορία του τόπου αυτού.
Αυτό το ξεχωριστό ναυτικό μουσείο, ένα από τα λιγοστά στον χώρο του Αιγαίου, στεγάζεται στο ανακαινισμένο και αποκατεστημένο σήμερα καπετανόσπιτο του 19ου αιώνα που δώρισε η Οιάτισα Ντίνα Μανωλέσσου-Μπιρμπίλη. Περνώντας το κατώφλι του μουσείου ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται την αρχοντιά και τον πλούτο του τόπου. Η ιστορία του μουσείου ξεκινά όταν ένα παιδί της Οίας που αγάπησε πάρα πολύ τη θάλασσα και τα καράβια και τα υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή, ο πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού Αντώνης Δακορώνιας, άρχισε να συλλέγει αντικείμενα παλιών πλοίων. Το 1951 άνοιξε στο καπετανόσπιτο του παππού του, Μηνά Νομικού, το Ναυτικό Μουσείο Θήρας, εκθέτοντας την προσωπική του συλλογή.
Η Σαντορίνη έχει βγάλει γενιές ναυτικών. Η οικονομία του νησιού ήδη κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στηριζόταν κατά βάση στη ναυτιλία, με πλοιοκτήτες, καπετάνιους, πληρώματα να υποστηρίζουν το εμπόριο και τις μεταφορές ανάμεσα στα λιμάνια της Μεσογείου, της βόρειας Ευρώπης και της Μαύρης Θάλασσας. Ζούσαν από τη θάλασσα.
Ο σεισμός του 1956 κατέστρεψε πλήρως το πρώτο οίκημα του μουσείου, συνεπώς ο Δακορώνιας αναγκάστηκε να αναστείλει τη λειτουργία του. Το 1978, ύστερα από 22 έτη προσπαθειών και προσωπικής έρευνας του καπετάνιου, το μουσείο βρήκε χάρη στον ΕΟΤ προσωρινή στέγη στο αναστηλωμένο αρχοντικό της οικογένειας Βαμβακούση. Με την πάροδο του χρόνου η μουσειακή συλλογή εμπλουτίστηκε με ιδιωτικές δωρεές και αγορές. Ο χώρος ποτέ δεν υπήρξε επαρκής, έτσι το μουσείο δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του και στον σκοπό του. Παρ’ όλα αυτά, ο ιδρυτής του, Αντώνης Δακορώνιας, δεν έπαψε με εκκλήσεις του στον Τύπο και με επίμονη προσωπική προσπάθεια να συλλέγει υλικό από τη ναυτική και κοινωνική ζωή της Οίας.
Τον Σεπτέμβριο του 1981 το μουσείο απέκτησε πλέον και νομική υπόσταση ως Ναυτικό Μουσείο Θήρας. Συστάθηκε σε μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, ενώ το πλήθος των αντικειμένων και η ακαταλληλότητα του χώρου έκαναν επιτακτική την ανάγκη ενός ιδιόκτητου κτιρίου. Το πατρικό καπετανόσπιτο που δώρισε η Ντίνα Μανωλέσου-Μπιρμπίλη αποκαταστάθηκε στην αρχική αρχιτεκτονική του μορφή εξωτερικά, ενώ εσωτερικά διαμορφώθηκε σαν μουσειακός χώρος, διατηρώντας κατά το δυνατόν το ύφος του παλαιού αρχοντικού. Το κόστος επισκευής ανέλαβαν εξ ολοκλήρου οι πλοιοκτήτες Νίκος και Δημήτρης Λ. Νομικός, που συνέχισαν με αμείωτο ενδιαφέρον τις προσπάθειες για την εύρυθμη λειτουργία του καθώς και για την προβολή του, συμβάλλοντας έτσι στη διάδοση της ναυτικής ιστορίας του τόπου.
Ένα μουσείο γεμάτο μνήμες
Η Σαντορίνη έχει βγάλει γενιές ναυτικών. Η οικονομία του νησιού ήδη κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στηριζόταν κατά βάση στη ναυτιλία, με πλοιοκτήτες, καπετάνιους, πληρώματα να υποστηρίζουν το εμπόριο και τις μεταφορές ανάμεσα στα λιμάνια της Μεσογείου, της βόρειας Ευρώπης και της Μαύρης Θάλασσας. Ζούσαν από τη θάλασσα. Η Οία ολόκληρη είναι χτισμένη από τον πλούτο της θάλασσας. Είναι φτιαγμένη από τα καπετανόσπιτα των καπεταναίων και τα υπόσκαφα των πληρωμάτων.
Το μουσείο αποτελείται από τρεις ορόφους και δύο αυλές με εκθέματα. Στην αυλή της εισόδου εκτίθενται μία επιβλητική άγκυρα τριών μέτρων, ένας μαντεμένιος εργατοκύλινδρος, ένας πίνακας με ναυτικούς κόμπους καθώς και μια συλλογή από κάβους παλιών ιστιοφόρων.
Στο ισόγειο δεσπόζει το πάνω μέρος καταρτιού ιστιοφόρου του 19ου αιώνα καθώς και ο τόρνος και τα εργαλεία του τελευταίου καραβομαραγκού της Οίας, του Αντώνη Χάλαρη (γνωστού ως Μαστραντώνη). Το παλαιό μαγειρείο της κατοικίας έχει διαμορφωθεί σε γραφείο του καπετάνιου, βιβλιοθήκη, καθώς και αρχείο γεμάτο από ναυτικά έγγραφα του 19ου και του 20ού αιώνα.
Στη δυτική αυλή του μουσείου κυρίαρχο έκθεμα είναι το λειτουργικό περισκόπιο υποβρυχίου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και η έκθεση οθωμανικής χαρτογραφίας, προϊόν έρευνας του καθηγητή οθωμανολόγου Δημητρίου Λούπη.
Στον επάνω όροφο βρίσκονται τέσσερις αίθουσες, με την πρώτη να φιλοξενεί ακρόπρωρα ιστιοφόρων του 18ου και του 19ου αιώνα. Η δεύτερη περιγράφει τη μετάβαση από το ιστίο στον ατμό και εν συνεχεία στην πετρελαιοκίνηση. Η τρίτη αίθουσα, μεταξύ άλλων, με τη χρήση βίντεο που προβάλλεται πάνω σε πραγματικό ιστίο πλοίου, περιγράφει τις ρότες των ιστιοφόρων της Σαντορίνης τον 19ο αιώνα. Η τέταρτη περιέχει πορτρέτα Οιατών πλοιοκτητών και ναυτικών του 19ου και 20ού αιώνα.
Το μουσείο, πλήρως ανακαινισμένο μετά από 30 χρόνια ανελλιπούς λειτουργίας, με πρωτοβουλία της σημερινής Προέδρου του Νικολέττας Νομικού εγκαινιάστηκε πριν από λίγο καιρό, για να παρουσιάσει την ιστορία της ναυτιλίας της Σαντορίνης και της ναυτοσύνης των κατοίκων της με έναν φρέσκο αέρα.
Άγκυρες, ακρόπρωρα και διάφορα μικροαντικείμενα καθημερινής χρήσης στα ιστιοφόρα του 19ου αιώνα, σκαλιστές ναυτικές κασέλες, εξάντες, μοντέλα και υδατογραφίες παλιών και νέων πλοίων, εργαλεία και σχέδια από τους Σαντορινιούς ταρσανάδες, στολές πλοιάρχων, σπάνια έγγραφα, βιβλία, χάρτες, ναυλοσύμφωνα, προικοσύμφωνα, διαθήκες ναυτικών και πολλές φωτογραφίες ζωντανεύουν την ιστορία της ναυτικής παράδοσης του τόπου και φωτίζουν πολλές πτυχές της ζωής στο νησί.