Η Γερμανία, 80 χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, βρίσκεται στο εδώλιο του Διεθνούς Δικαστηρίου κατηγορούμενη για «διευκόλυνση γενοκτονίας» στη Γάζα και για παρταβίαση της Σύμβασης του ΟΗΕ για τη Γενοκτονία, στέλνοντας στρατιωτικό υλικό στο Ισραήλ και διακόπτοντας τη χρηματοδότηση της υπηρεσίας αρωγής του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους (UNRWA).
Σε κείμενο 43 σελίδων προς το Διεθνές Δικαστήριο, η Νικαράγουα αναφέρει ότι η Γερμανία παραβιάζει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τη Γενοκτονία, η οποία καταρτίστηκε το 1948 μετά το Ολοκαύτωμα. «Στέλνοντας στρατιωτικό υλικό και διακόπτοντας τη χρηματοδότηση της UNRWA», της υπηρεσίας του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες, «η Γερμανία διευκολύνει τη διάπραξη γενοκτονίας», καταγγέλλει η Νικαράγουα.
Παράλληλα τονίζει ότι «η Γερμανία διατηρεί με τη χώρα αυτή (σ.σ. το Ισραήλ) μια, όπως την χαρακτηρίζει, προνομιακή σχέση, η οποία θα της επέτρεπε να επηρεάσει με ωφέλιμο τρόπο τη συμπεριφορά της». Η Νικαράγουα ζητεί από το Διεθνές Δικαστήριο να λάβει έκτακτα μέτρα μέχρι να εξετάσει σε βάθος την υπόθεση, εκτιμώντας ότι κάτι τέτοιο είναι «απαραίτητο και επείγον» με δεδομένο ότι διακυβεύεται η ζωή «εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων».
Το Βερολίνο απορρίπτει τους ισχυρισμούς και θα παρουσιάσει υπεράσπιση στο Διεθνές Δικαστήριο αύριο, Τρίτη 9 Απριλίου. Το 2023 περίπου το 30% των αγορών στρατιωτικού εξοπλισμού του Ισραήλ προήλθε από τη Γερμανία, συνολικού ύψους 300 εκατ. ευρώ.
Η Νικαράγουα υποστηρίζει ότι οι πωλήσεις όπλων της Γερμανίας στο Ισραήλ, οι οποίες ανήλθαν σε 326,5 εκατ. δολάρια πέρυσι - δεκαπλασιασμός σε σχέση με το 2022 - την καθιστούν συνένοχη στα φερόμενα ως εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ. Εξαρτήματα για συστήματα αεράμυνας και εξοπλισμός επικοινωνιών αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων, σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων DPA.
Όπως και με την υπόθεση της Νότιας Αφρικής κατά του Ισραήλ, το Διεθνές Δικαστήριο θα χρειαστεί πιθανότατα χρόνια για να εκδώσει οριστική απόφαση για την υπόθεση της Νικαράγουας κατά της Γερμανίας, ωστόσο αναμένεται να εκδώσει προδικαστική απόφαση εντός εβδομάδων.
Η Σύμβαση για τη Γενοκτονία
Η Σύμβαση για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας -η Σύμβαση για τη Γενοκτονία- υπογράφηκε το 1948 μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και «κωδικοποίησε για πρώτη φορά το έγκλημα της γενοκτονίας». Η συνθήκη ορίζει τη γενοκτονία ως «πράξεις που διαπράττονται με σκοπό την ολική ή μερική καταστροφή μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας».
«Σηματοδότησε τη δέσμευση της διεθνούς κοινότητας για το “ποτέ ξανά” μετά τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», αναφέρει ο ΟΗΕ στον ιστότοπό του.
Η πρόληψη ήταν ασφαλώς η επιδίωξη το 1948 πίσω από τη σύμβαση, όταν η γενική συνέλευση του ΟΗΕ την υιοθέτησε στο Παρίσι, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Ο Ραφαήλ Λέμκιν, Πολωνοεβραίος δικηγόρος που είχε αναζητήσει καταφύγιο από τους Ναζί στις ΗΠΑ, επινόησε το 1944 τον όρο «γενοκτονία» για αυτό που ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είχε αποκαλέσει «έγκλημα χωρίς όνομα» και πέρασε τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια σε μια εκστρατεία πίεσης ενός ανθρώπου στα νεοσύστατα Ηνωμένα Έθνη.