Ως μαθήτρια στη Θεσσαλονίκη όπου μεγάλωνε, έφτιαχνε πλαστές ταυτότητες για να μπει στην τελετή λήξης του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου και να δει την τιμώμενη ταινία από τον εξώστη. Φέτος είχε την τιμητική της η ίδια, καθώς ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το Α' Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για την ταινία Η δουλειά της του Νίκου Labôt. Μια ταινία για μια σχεδόν αγράμματη γυναίκα που η κρίση την αναγκάζει να βγει για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας και, παρ' όλη την εκμετάλλευση και την απαξίωση που υφίσταται, εκείνη ανεξαρτητοποιείται συναισθηματικά και οικονομικά και, επιτέλους, στέκεται όρθια με δικές της δυνάμεις.
Η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου είναι μια νέα γυναίκα και μητέρα δύο κοριτσιών, που θεωρεί ότι αποτελούν τη δική της δύναμη στη ζωή. «Χωρίς τις κόρες μου δεν ξέρω αν θα είχα το κουράγιο να κάνω πολλά πράγματα στη ζωή μου. Είναι ζωτική δύναμη. Ό,τι κι αν ερχόταν μου έδιναν πάρα πολλή δύναμη και, έχοντας βάλει αυτές σε πρώτο πλάνο, δεν είχα σχεδόν καμία ματαιοδοξία στη δουλειά μου» θα μου πει κάποια στιγμή σε αυτή μας τη συνάντηση στην Αθήνα. Μητέρα από τα 25 της, όπως και η μάνα της, που την έκανε στα 21 της, στην Τασκένδη, ενώ φοιτούσε στο πανεπιστήμιο. Εγγονή του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ των Ελλήνων στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, τόπου διαμονής χιλιάδων συμπατριωτών μας πολιτικών προσφύγων τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Εμφύλιο.
Είχαμε πρόσβαση σε αγαθά, αλλά, όποτε είχαμε, ας πούμε, περισσότερο κρέας, το μοιραζόμασταν με όλη την οικοδομή. Δεν ήταν κάτι που κρατούσαμε μόνο για μας. Νομίζω ότι ήταν χαρακτηριστικό όσων συνέβαιναν σε όλη τη Σοβιετική Ένωση τότε. Έχω μια τέτοια αίσθηση ότι δεν συνέβαινε μόνο στο πλαίσιο της καλής γειτονίας, αλλά ήταν κάτι πολύ ευρύτερο
«Μεγάλωσα σε μια υπέροχη οικογένεια με γιαγιάδες και παππούδες απίστευτα καλλιεργημένους και συγχρόνως πολύ ανθρώπινους. Οι γονείς μου με έκαναν σε μικρή ηλικία κι έτσι ήταν σαν να μεγαλώναμε μαζί. Θυμάμαι να διαβάζουμε πάρα πολλά βιβλία, να ακούμε πολλή μουσική, Τσιτσάνη και κλασική μουσική, και να πηγαίνουμε κάθε Σαββατοκύριακο στο θέατρο. Σαφώς πολιτικοποιημένη οικογένεια, καθώς και οι τέσσερις παππούδες και γιαγιάδες ήταν εξόριστοι κομμουνιστές. Πολύ ζωντανοί και πολύ δυναμικοί άνθρωποι» λέει αναπολώντας τα παιδικά της χρόνια σε μια εποχή που φαντάζει πολύ μακρινή και απόκοσμη σε σχέση με όλα όσα ζούσε η Ελλάδα τη δεκαετία του '70.
«Οπότε, στο σπίτι μιλούσατε ελληνικά;» ρωτάω. «Φυσικά! Ο ένας μου παππούς ήταν δάσκαλος Ελληνικών στο Ιβάνοβο, ένα καταπληκτικό ιστορικό σχολείο το οποίο φιλοξενούσε παιδιά απ' όλο τον κόσμο, των οποίων συγγενείς α' βαθμού διώκονταν για τα πολιτικά τους φρονήματα. Σκέψου ότι ο παππούς είχε γνωρίσει την Ίμα Σουμάκ που είχε έρθει να δει έναν ανιψιό της που ήταν μαθητής εκεί». «Ο άλλος παππούς, ως γενικός γραμματέας του Κ.Κ., πρόσφερε στην οικογένεια καλύτερη ζωή, φαντάζομαι». «Όντως είχαμε πρόσβαση σε αγαθά, αλλά, όποτε είχαμε, ας πούμε, περισσότερο κρέας, το μοιραζόμασταν με όλη την οικοδομή. Δεν ήταν κάτι που κρατούσαμε μόνο για μας. Νομίζω ότι ήταν χαρακτηριστικό όσων συνέβαιναν σε όλη τη Σοβιετική Ένωση τότε. Έχω μια τέτοια αίσθηση ότι δεν συνέβαινε μόνο στο πλαίσιο της καλής γειτονίας, αλλά ήταν κάτι πολύ ευρύτερο».
Την επιστροφή στην πατρίδα την περιμένανε πώς και τι, κυρίως οι παππούδες. Λίγο μετά τη Μεταπολίτευση μπόρεσαν πια να επιστρέψουν και να ζήσουν στον τόπο τους χωρίς να φοβούνται. Η Μαρίσσα και ο μικρότερος αδελφός της, όπως άλλωστε και οι γονείς τους, που επίσης είχαν γεννηθεί εκεί, δεν είχαν πραγματική εικόνα της Ελλάδας πέρα από αφηγήσεις. Εκείνη ήταν μόλις 7 χρονών όταν εγκαταστάθηκαν εδώ.
Ρωτάω πώς της φάνηκε η Ελλάδα την πρώτη φορά που την αντίκρισε. «Πρώτη φορά ήρθαμε με ειδική άδεια το καλοκαίρι του '81. Θυμάμαι στην Αθήνα το φως και τις νεραντζιές. Μια μέρα έρχεται η μητέρα μου απ' έξω με 4 σακούλες γεμάτες και λέει "έφερα μανταρίνια, είναι παντού στο δρόμο". Τότε της λέει η θεία μου, στην οποία μέναμε: "Δεν είναι μανταρίνια, είναι νεράντζια, θα τα κάνουμε γλυκό". Οι νεραντζιές παραμένουν το αγαπημένο μου στοιχείο της Αθήνας. Όταν ανθίζουν θέλω να περπατάω όλη τη μέρα ανάμεσά τους». Ποια ήταν τα πρώτα αρνητικά; «Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν ότι πετούσαν τα σκουπίδια στον δρόμο. Ως παιδί μου είχε κάνει απίστευτη εντύπωση, το θυμάμαι σαν και τώρα».
Τελικά, εγκατασταθήκαν στην Επτάλοφο Θεσσαλονίκης. Ηθοποιός δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να γίνει. Το όνειρό της ήταν να σπουδάσει Νευροεπιστήμες στο Παρίσι. Μπλέχτηκε όμως με τη θεατρική ομάδα Πούπουλο και οι δασκάλες της επέμεναν να δώσει εξετάσεις στη δραματική σχολή. Είχαν, μάλιστα, σύμμαχό τη μαμά της, γιατί στη Σοβιετική Ένωση το να είσαι ηθοποιός θεωρούνταν ανώτατη τιμή! Όσο ετοίμαζε τα χαρτιά της για να φύγει, η κολλητή της φίλη Μαρίνα ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις και την έπεισε να παίξουν παρέα. Πέρασε μόνο η Μαρίσσα.
«Εκείνη χάρηκε περισσότερο απ' όσο το χάρηκα εγώ. Μπήκα στη σχολή του Κρατικού Βορείου Ελλάδος με σκοπό, όταν τελειώσω, να φύγω για σπουδές. Ο πατέρας μου, μια εβδομάδα πριν πεθάνει από καρκίνο, με φώναξε και μου είπε ότι αυτό που μου υποσχέθηκε θα γινόταν: "Ιούνιο τελειώνεις τη σχολή, Ιούλιο φεύγεις στο Παρίσι". Δεν έφυγα ποτέ. Με κράτησαν στο Κρατικό ως ηθοποιό, όπου έμεινα 3 χρόνια».
«Πώς ήταν ως εμπειρία;» ρωτάω και μου απαντάει: «Εγώ νιώθω ευγνωμοσύνη για όλους τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου. Αυτοί μας "ζυμώνουν", ρε Χρήστο... Όσοι πέρασαν από δίπλα μας μάς έκαναν αυτό που είμαστε τώρα. Αν δεν είχα γνωρίσει το Πούπουλο, θα ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Το θέατρο με άνοιξε, με έκανε να εμπιστεύομαι, να μη φοβάμαι να εκτεθώ, να ξέρω να μοιράζομαι. Στη ζωή όλα έρχονται με έναν τρόπο που κι αυτά που δεν θέλαμε να κάνουμε ή δεν κάναμε, θα μας έρθουν κάπως αλλιώς. Εμένα μου ήρθαν έτσι τα πράγματα που στις Νευροεπιστήμες, λόγου χάρη, έχω εντρυφήσει με διαφορετικό τρόπο. Μετά από πολλά χρόνια σκέψης και βιωματικής εμπειρίας, μπορώ να πω ότι αν ήθελα τόσο πολύ να το κάνω θα το είχα κάνει. Μας βολεύει να ζούμε με απωθημένα, είναι η απόλυτη δικαιολογία. Αλλά αν το αφήσουμε αυτό στην άκρη κι έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό που είμαστε, προχωράμε παρακάτω».
Στην Αθήνα κατέβηκε για να παίξει στην ταινία Μαύρο Γάλα του Νίκου Τριανταφυλλίδη και έμεινε για την παράσταση Το δεκαήμερο των γυναικών σε σκηνοθεσία Έλλης Παπακωνσταντίνου στο θέατρο Ήβη. Γνώρισε τον πρώην άντρα της, τον production designer Μιχάλη Σαμιώτη, και έμεινε εδώ για πάντα. Σιγά, αλλά σταθερά αποκτά πιστούς φίλους στο θέατρο, ενώ συμμετέχει σε όλο και περισσότερες παραστάσεις και ταινίες. Η αναγνωρισιμότητα που απευχόταν ήρθε με το «10», την τηλεοπτική σειρά της Πηγής Δημητρακοπούλου. «Δεν ξεχωρίζω τη ζωή από το θέατρο. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που έχω την τύχη να συνεχίζουν να είναι φίλοι μου. Η αναγνωρισιμότητα δεν με ενοχλεί, μόνο η αγένεια» λέει.
Ξενία του Πάνου Κούτρα
Έχοντας συμμετάσχει σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες των τελευταίων χρόνων, όπως το Ξενία του Κούτρα, η τελευταία της, Η δουλειά της, μοιάζει με επιστέγασμα όλων των προηγούμενων. «Πώς κατάφερες να μπεις στο σώμα της Παναγιώτας;» τη ρωτάω. «Κυριολεκτικά μπήκα στο σώμα της, έβαλα 12 κιλά. Μου αρέσει πολύ η μεταμόρφωση. Δουλεύαμε 2 χρόνια με τον Νίκο Labôt. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει ότι ένας άνθρωπος εν έτει 2018 ανήκει στο φάσμα του αναλφαβητισμού ή δεν ξέρει τα πολύ βασικά, όπως να βγάζει λεφτά από το ΑΤΜ.
»Θεωρώ ότι έγινε καταπληκτική δουλειά στο μοντάζ, επιλέγοντας το αποτέλεσμα να είναι επικεντρωμένο σε αυτήν την ψυχή. Είναι συγκινητικό που μπορεί να είναι τόσο καθαρό αυτό μέσα σε μια ταινία τέτοιας απλότητας. Είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτείς ιστορίες που δεν μπορείς καν να φανταστείς ότι υπάρχουν δίπλα σου. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν! Είναι ωραίο αυτό που κάνει ο Νίκος, που ανοίγει το βλέμμα μας σε μια περιοχή που κανείς δεν φανταζόταν. Εστιάζοντας στη ζωή και στη διαδρομή μιας απλής γυναίκας μέσα στη μεγάλη ιστορία που τρέχει ταυτόχρονα και αβυσσαλέα. Κάθε θεατής, βέβαια, συνδέεται με διαφορετικά στοιχεία. Στο Τορόντο ένας θεατής έκανε ολόκληρη ανάλυση για την έφηβη κόρη της Παναγιώτας, για το πώς αυτές οι δύο γυναίκες ενηλικιώνονται παράλληλα. Το σπουδαιότερο που κάνει η ταινία είναι ότι σου αφήνει το περιθώριο να συναισθανθείς. Επίσης, πέρα από τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ασχολείται με κάτι που για μένα είναι βασικό αιτούμενο στη ζωή, το δικαίωμα του καθένα να είναι όσο διαφορετικός θέλει».
Λίγο πριν χωρίσουμε τη ρωτάω που συναντιούνται η ρωσική και η ελληνική ιδιοσυγκρασία. «Υπάρχει μια γενναιοδωρία και στους δύο λαούς. Να σου πω κάτι μέσα από την καρδιά μου; Νιώθω πάρα πολύ περήφανη που γεννήθηκα εκεί. Άλλωστε, το μόνο κοινό που έχουμε στη ζωή είναι ότι είμαστε διαφορετικοί».
σχόλια