Για πρώτη φορά δεν ήμουν εκεί, μόνο κοιτούσα από ψηλά. Η Αθήνα καίγεται. Δεν με χωράει ο τόπος εδώ μέσα. Δεν μπορώ να κάτσω εδώ με σταυρωμένα τα χέρια.
Τι ακριβώς δεν ακούτε; Ότι έχουμε πεθάνει; Ότι οι νέοι άνθρωποι για να επιβιώσουν πρέπει να ζούνε γερασμένα; Ότι εσείς οι ίδιοι καταστρέφετε τον τόπο; Ότι η αναπνοή και η ζωή έχει απαγορευτεί; Ότι τα χρωστούμενα δεν είναι δικά μας, αλλά αυτών στους οποίους υποτίθεται ότι τα χρωστάμε; Ότι ο πόλεμος δεν είναι οικονομικός, αλλά έχουμε ανάγκη για αέρα και ζωή; Ότι το ποτήρι ξεχείλισε; Ότι για να ζήσουμε πρέπει να εχθρευόμαστε και να φοβόμαστε τους πάντες; Ότι δεν μας προστατεύουν οι μπάτσοι σας, αλλά μας τρώνε τα λεφτά, και μας πάνε πίσω, στον άνθρωπο του Νεάντερνταλ; Ότι δεν πρόκειται για μέτρα και οικονομία, αλλά για πρόοδο και ελευθερία; Που εσείς καθυστερείτε – από φόβο – εις βάρος σας; Που γεννηθήκαμε στην εποχή της αφθονίας και πεινάμε; Που έχετε κι εσείς ξεχάσει ότι μπορεί να υπάρχει ζωή; Που το θυμόμαστε;
Που απαγορεύεται και να σκεφτόμαστε και να ελπίζουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε γιατί έτσι δεν μπορούμε να επιβιώσουμε; Από τα μικράτα μας; Που πρέπει να ζήσουμε χειρότερα από ότι ο παππούς μου, γιατί εσείς δε λέτε να καταλάβετε;
Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνετε; Ότι αν είστε σε έναν τόπο με ανθρώπους πεθαμένους, έχετε πεθάνει κι εσείς;
Αφήστε μας να αναπνεύσουμε για να έρθουν καλύτερες μέρες. Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνετε;
Ότι το να έχεις καθαρότητα μυαλού και να βλέπεις ότι δεν πάμε καλά κι ότι χρειάζεσαι να αναπνεύσεις σημαίνει ότι είσαι αριστερός; Τι δικτατορία! Ή ότι είσαι τρελός; Έχει μικρύνει τόσο η φυσιολογικότητα και η ζωή; Μέχρι εκεί έχουμε φτάσει;
«Είναι η πρώτη φορά που μπορώ να βλέπω την Αθήνα, να μην αποφεύγω να τη δω».
Σήμερα, όταν η Αθήνα καιγόταν, εγώ ήμουν πάνω στο βουνό με έναν φίλο μου. Κοιτούσα για πρώτη φορά την Αθήνα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, γιατί μέχρι τώρα την ένιωθα έναν τόπο άσχημο και βρώμικο, που πάντα με καταπίεζε, πάντα καταπίεζε τον αέρα μου.
«Γιατί τώρα; Τι νιώθεις;»
«Νιώθω για πρώτη φορά ότι, ναι ο τόπος είναι έτσι, η πόλη είναι έτσι, αλλά μέσα σ’αυτήν την πόλη ζούνε άνθρωποι, που ο καθένας φέρει όλες τις πιθανότητες, άνθρωποι που δεν είναι προδιαγεγραμμένη η ζωή τους, προς τα πού θα πάει η ζωή τους, αλλά ο κάθε άνθρωπος φέρει μέσα του άπειρες πιθανότητες. Υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο πιθανότητα για τα πάντα. Αυτό είναι ζωή». Και τότε ο φίλος μου με κοιτάει και μου δείχνει. «Τι είναι αυτό;». «Χημικά».
Αυτό ήταν η Marfin που καιγόταν. Σήμερα, όπως κάθε μέρα, είχε πορεία, είχε απεργία.
Καθόμουν μέσα στο μπάνιο και κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Ένιωθα σα να ήμουν πάντα κλεισμένη μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο, που είχε ένα μικρό παράθυρο με κάγκελα. Από’κει έβλεπα το φεγγάρι, μόνο νύχτα, πάντα νύχτα. Με βασάνιζαν και με κακοποιούσαν χρόνια. Τόσο που το σώμα μου πια δεν πονούσε· δεν ξέρω αν ένιωθε, νομίζω ότι ένιωθε. Μα κοιτούσα έξω απ’το παράθυρο κι έβλεπα το φεγγάρι. Και μια γλυκιά ηρεμία μ’έπιασε. Συνειδητοποίησα ότι πάντα ήμουν κλεισμένη μέσα σε ένα δωμάτιο. Μα είχα ακόμη τη δύναμη να κοιτάω το φεγγάρι. Δυνατό, μεγάλο, ολοστρόγγυλο, φωτεινό. Όχι, δεν ήταν ελπίδα. Ήταν δύναμη. Ότι μπορώ να βγω έξω και να ζήσω ελεύθερος. Όχι επειδή έχω το δικαίωμα. Αλλά επειδή αυτό είναι ζωή. Γιατί το φεγγάρι υπάρχει. Μπορώ εγώ να μην το δω; ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ.
Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνετε; Ότι δεν μπορούμε να μην βλέπουμε το φεγγάρι; Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνετε; Ότι είναι καιρός να το δείτε κι εσείς;
Δεν είναι εσωτερικός πόλεμος. Απλά βλέπουμε το φεγγάρι. Κάντε στην άκρη και σταματήστε να προσπαθείτε να εστιάζετε την προσοχή μας στα κάγκελα. Το φεγγάρι δεν γίνεται να κρυφτεί. Είναι καιρός να φύγει το παλιό και να έρθει το καινούργιο. Το παλιό είναι τα κάγκελα. Παραδώστε το χαρτοφύλακα σ’αυτούς που μπορούν να δείξουν το φεγγάρι, ή τουλάχιστο που μπορούν να το βλέπουν.
Σήμερα και πάλι μιλούνε όλοι στα ΜΜΕ για απώλειες πολέμου. 3 θύματα, 15 τραυματίες από τη μια, 26 από την άλλη. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μου. Δεν είμαι στρατιώτης. Απλά νομίζετε ότι μου κρύβετε το φεγγάρι. Δεν βαρεθήκατε;