Η είδηση ότι η Anna Wintour παρέδωσε την πιο φαντασμαγορική «παράσταση» του καθωσπρέπει κοριτσιού της στον απρόβλεπτο Marc Jacobs έκανε πολλά φρύδια να ανασηκωθούν από θαυμασμό ή κι από έναν μικρό αποτροπιασμό. Η αμερικανική έκδοση της «Vogue», πετράδι στο στέμμα της Conde Nast και σύμβολο της ηγεμονίας της Anna στη μόδα, στα χέρια ενός άλλου για τον Δεκέμβριο; «Σκέφτηκα ότι η εποχή που ανοίγεται μπροστά μας θα είναι πολύ συναισθηματική, κι ότι όλοι οφείλουμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω», σχολίασε η Wintour στους «NY Times», αναφερόμενη στο αμερικανικό πολιτικό σκηνικό. «Η παρόρμησή μου ήταν να αρνηθώ, όμως μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν χειρότερο να μετανιώσω που δεν το έκανα», είπε ο Αμερικανός σταρ της μόδας, και υπέγραψε ως guest editor τη «US Vogue».
Όσοι εκπλήσσονται, θα ξεχνούν ότι ο Jacobs υπήρξε «πρώτος» σε πολλά.
Σε μια δουλειά στην οποία κρίνεσαι από την τελευταία σου συλλογή, ο Marc Jacobs θα έχει πάντα μια θέση στην ιστορία της μόδας για μία και μόνο στιγμή: ένα βράδυ Νοεμβρίου του 1992, όταν στο κομψό ατελιέ του Perry Ellis, στην 7η νεοϋορκέζικη Λεωφόρο, έδειξε την «Grunge Collection». Μετά από τέσσερα απογοητευτικά χρόνια, για τον ίδιο αλλά και για το κοινό, ο Marc, στο κατώφλι των 30 του χρόνων, παρουσίασε με σιγουριά όλα εκείνα που θεωρούσε όμορφα και cool. Τότε δεν έπεισε κανέναν ότι τα looks μιας 18χρονης πιτσιρίκας (Kate Moss) και των supergirls των ’80s (Christy Turlington, Naomi Campbell, Kristen McMenamy, Tyra Banks…) με αθλητικά Converse και μποτάκια Doc Marten, φορεμένα με ρετρό φλοράλ φορεματάκια, ριγέ πλεκτά, κάτι ελεεινά φανελένια πουκάμισα και άχαρους πλεκτούς σκούφους, αποτελούσαν μια νέα στυλιστική πρόταση. Οι ήχοι του «Smells Like Teen Spirit» των Nirvana απλώς ανέβασαν την ένταση του σοκ…
«Μια λευκή σελίδα εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια μου. Τι ξέρω εγώ από στήσιμο περιοδικού; Φαντάστηκα τη διαδικασία σαν τη σύνθεση μιας κολεξιόν – ξεκινάς από κάπου, βλέπεις προς τα πού πάει και έχεις πίστη ότι θα αποκαλυφθούν περισσότερα στην πορεία», έγραψε.
Οι κριτικές τον κατακεραύνωσαν. Ο Jacobs θεωρήθηκε τελειωμένος. H εταιρεία τον απέλυσε μερικούς μήνες αργότερα. Κανείς δεν μπόρεσε τότε να αντιληφθεί ότι ο Marc με την κακοντυμένη παλιοπαρέα του είχε καταγράψει σε ζωντανό χρόνο τη βίαιη αλλαγή από τη μια δεκαετία στην επόμενη. Από το γκλαμ και τις ματσωμένες executive των ’80s στην αφτιασίδωτη, οξύθυμη γενιά της αντι-μόδας. Χάρη στον Jacobs, μια νέα γενιά επαγγελματιών της μόδας βρήκε τη φωνή της (μοντέλα, στυλίστες, μακιγιέρ και φωτογράφοι), πολλοί μάλιστα μετακόμισαν από το Λονδίνο στη Νέα Υόρκη σε αναζήτηση της ελευθερίας και της αμφισβήτησης που υποσχέθηκε ο Marc με εκείνη την ιστορική επίδειξη του 1992. Στο μεταξύ, το grunge του είχε αφομοιωθεί και κανονικοποιηθεί, με τους retailers να θησαυρίζουν.
Marc Jacobs' ICONIC grunge collection for Perry Ellis
Μια πενταετία περίπου αργότερα, το μακρινό 1997, ο Jacobs υπήρξε ο πρώτος σχεδιαστής που ανέλαβε τη Louis Vuitton, ένα brand που πριν από εκείνον ήταν γνωστό μόνο για τα δερμάτινα και ταξιδιωτικά του είδη. Υποτίθεται ότι του είχε απαγορευτεί να αγγίξει το λογότυπο της εταιρείας, κι όμως εκείνος το άλλαξε, μεταφράζοντάς το, μέσα από τη συνεργασία του με τον μόδιστρο και καλλιτέχνη Stephen Sprouse, το 2001, σε ένα σύμβολο αντικουλτούρας. Στον ίδιο οίκο, λάνσαρε την πρώτη σειρά έτοιμης ένδυσης για γυναίκες και (το 2004) παρουσίασε τα πρώτα ανδρικά, σε ένα δανδίστικο, σπορτίβ, metrosexual ύφος που ακολουθείται μέχρι σήμερα από τη LV. Και, φυσικά, επινόησε έναν οργανικό τρόπο να εμφυσά στη μόδα του το zeitgeist, εισάγοντας μια σειρά καλλιτεχνικών δανείων – μετά τον Sprouse, o Jacobs συνεργάστηκε με τον Jeff Koons, τον Richard Prince, τη Yayoi Kusama και τον Takashi Murakami, προωθώντας ένα όραμα νεανικό και λουσάτο, που γεφύρωνε τα σνομπ σαλόνια με τη μόδα του δρόμου.
Στην πορεία, έδιωξε τη σκόνη από την απρόσιτη πολυτέλεια των ιστορικών οίκων και τετραπλασίασε τον τζίρο για τη Louis Vuitton. Στις πρωτιές του ανήκει και το στοιχείο των εκπλήξεων (πολύ πριν από τον Demna) και της αισθητικής αμφισβήτησης του αποδεκτά «ωραίου» στις κολεξιόν και τις επιδείξεις του. Από τα σόου του Jacobs μπορούσες πάντα να περιμένεις μια σκανταλιά, ένα κλείσιμο του ματιού, μια παιδικότητα, πριν μας συνηθίσει σε αυτό ο Jonathan Anderson στη Loewe. Ο Marc υπήρξε από τους πρώτους μεγάλους διασκεδαστές της μόδας, αυτός που ανέβασε τρένα (σε αληθινό μέγεθος), ασανσέρ και σιντριβάνια στην πασαρέλα και αφιέρωσε την αποχαιρετιστήρια συλλογή του στη LV «στη χορεύτρια που όλοι κρύβουμε μέσα μας».
Εν ολίγοις, ο Jacobs συνέταξε –πιθανότατα εν αγνοία του– το εγχειρίδιο για το πώς ένας σχεδιαστής μπορεί να διασώσει την ιστορία ενός οίκου, κυνηγώντας διαρκώς κάτι νέο και παράδοξο!
Κι επειδή «η Anna ξέρει», ο φάκελος που παρέδωσε στον Marc Jacobs στο νεοϋορκέζικο Balthazar, ανάμεσα σε δύο παγιάρ κοτόπουλου και ελαφριά κουβέντα για τέχνη, σινεμά και νύχια, δεν ήταν ούτε κατά διάνοια μια τυχαία κίνηση. Όπως ο ίδιος ο σχεδιαστής περιγράφει στο ανάλαφρο σημείωμά του ως editor στην αμερικανική «Vogue», o φάκελος περιείχε μακέτες περιοδικού που είχε προσχεδιάσει η Wintour για το πώς θα μπορούσε να δείχνει ένα τεύχος με εκείνον δημιουργό. «Μια λευκή σελίδα εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια μου. Τι ξέρω εγώ από στήσιμο περιοδικού; Φαντάστηκα τη διαδικασία σαν τη σύνθεση μιας κολεξιόν – ξεκινάς από κάπου, βλέπεις προς τα πού πάει και έχεις πίστη ότι θα αποκαλυφθούν περισσότερα στην πορεία», έγραψε.
Το guest-editing συνηθίζεται σε άλλες εκδόσεις της «Vogue», κυρίως στη γαλλική και την αγγλική. Η Wintour είχε ζηλέψει, όπως λέει τώρα, το τεύχος της βρετανικής «Vogue» που δημιούργησε ο David Hockney το 1985, στο οποίο μάλιστα ο καλλιτέχνης είχε φιλοτεχνήσει ένα πορτρέτο της σχεδιάστριας Celia Birtwell για το εξώφυλλο. Έτσι, καθώς ο κόσμος της αναποδογύριζε εν όψει της επανεκλογής Trump, η Anna εμπιστεύθηκε το περιοδικό της στον Marc Jacobs, έναν γνώριμο από τα παλιά – άτακτο, αιρετικό, συμπεριληπτικό από κούνια, φιλότεχνο και αιώνια νέο. Ενδιαφέρουσα πρόταση για μια εποχή χωρίς βεβαιότητες…
Το αποτέλεσμα ανέβηκε στο διαδίκτυο αυτή την εβδομάδα, ενώ από τα τέλη Νοεμβρίου θα κυκλοφορήσει και η έντυπη –συλλεκτική– έκδοση, μια σαφώς πιο αιχμηρή εκδοχή αυτού που οι αναγνώστες αναγνωρίζουν ως αμερικανική «Vogue».
@voguemagazine #MarcJacobs is the guest editor of the December issue of #Vogue ♬ original sound - Vogue
« Ήθελα χορό! Μόδα! Ομορφιά! Ασυγκράτητη, νεανική ενέργεια (παραλήρημα), κοινότητα (voguing), κινητικότητα, πάθος (τανγκό) και πειθαρχία (μπαλέτο). (Ήθελα) μια ανέφικτη ομορφιά. Την ανεξήγητη, διόλου πρακτική γοητεία των υπερβολικών, καλλιτεχνικών νυχιών. Βλεφαρίδες και τακούνια. Και τη φυσική, θεσπέσια ομορφιά των λουλουδιών».
Το παραπάνω παραλήρημα επιθυμιών του Jacobs, όπως τις παρέθεσε στο editorial του, «μαζεύτηκε» σε μια ύλη που ξετυλίγεται σαν ένας τεράστιος φάκελος για τον χορό, με παράλληλα cameos από ονόματα της σοβαρής αμερικανικής κουλτούρας, που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν εμφανιστεί σε lifestyle περιοδικά. Ανάμεσά τους, ο θεατρικός συγγραφέας Jeremy O. Harris που συνέβαλε με ένα δοκίμιο για την αγωνία του να φοράς κορσέ και ο Gregory Crewdson, γνωστός για τις ατμοσφαιρικές φωτογραφίσεις σκηνοθετημένων σκηνών από τα αμερικανικά προάστια, τον οποίο επέλεξε ο Jacobs για ένα και μοναδικό πορτρέτο στο σπίτι του, ένα ιστορικό οίκημα του Frank Lloyd Wright, τέσσερις ώρες από το Μανχάταν, το οποίο αγόρασε το 2019 κι έκτοτε ζει εκεί με τον σύζυγό του, Charly Defrancesco.
Πριν φτάσει κανείς στο περιεχόμενο, οι εντυπώσεις γι’ αυτό το τεύχος έχουν ήδη κερδηθεί από το εξώφυλλο. Μια πρώτη σκέψη του Jacobs ήταν η ίδια η Anna, εκείνη, όμως, απέρριψε την ιδέα με μια από τις διαβόητες ψυχρές της ματιές. Η επόμενη επιλογή ήταν η Kaia Gerber, ένας ιδανικός καμβάς για το πολύχρωμο, άφυλο σύμπαν του Αμερικανού σχεδιαστή. Το σούπερ μόντελ πόζαρε για δύο εξώφυλλα, ένα από τον φακό του Steven Meisel όπου η Kaia φορά ρούχο από την τελευταία κολεξιόν Marc Jacobs (το αφιέρωμα στoν σχεδιαστή συνεχίζεται στις εσωτερικές σελίδες με μια χορταστική φωτογράφιση μόδας των Inez & Vinoodh), κι ένα ζωγραφικό από τη νεαρή Καναδή Anna Weyant, μια εικαστικό με ευαισθησία παλιών Ολλανδών masters στο πινέλο της και γνώση της ποπ κουλτούρας στη ματιά της.
Διαφωνίες, φυσικά, υπήρξαν κάμποσες μεταξύ της Anna και του Marc. Από την πιο κρίσιμη, ότι εκείνος ήθελε να φωτογραφίσει ολόκληρο το τεύχος σε στούντιο, μέχρι μικρότερες που αφορούσαν διαφορετικές αντιλήψεις περί αισθητικής ή ροής της δουλειάς. Μια εικόνα από το αφιέρωμα στον χορό κόπηκε, για παράδειγμα, γιατί η Wintour δεν ανεχόταν επ’ ουδενί την γκροτέσκα γκριμάτσα στο πρόσωπο του μοντέλου. Δεν βοήθησε, επίσης, το γεγονός ότι ο Μαρκ αντιμετώπισε το πρότζεκτ του περιοδικού σαν μια επίδειξη, «μια φαντασία που βιώνεται από μια μικρή ομάδα ανθρώπων στη διάρκεια περιορισμένου χρόνου». «Κάθε φορά προσπαθώ να το κάνω πιο γρήγορο. Ονειρεύομαι ένα σόου που θα κρατά 1 λεπτό, που θα έχει τελειώσει πριν καθίσουν όλοι». Αυτό θυμάται τον σχεδιαστή να δηλώνει ο δημοσιογράφος της «Vogue Business», Luke Leitch, αμέσως μετά από μια επίδειξη που διάρκεσε 7 μόλις λεπτά, το 2013, μια εποχή που οι επιδείξεις του Jacobs αποτελούσαν σταθερά το highlight της νεοϋορκέζικης Εβδομάδας Μόδας.
Η Wintour χρειάστηκε να του εξηγήσει, όχι χωρίς τριβές, ότι η «Vogue» της δεν φτιάχνεται μόνο για 300 ανθρώπους που παθιάζονται με τη μόδα.
«Είμαι ο τύπος του ανθρώπου που μετά από κάθε επίδειξη ψάχνει να βρει τα λάθη», είπε στους «NY Times». «Αυτό έπαθα και με το τεύχος της “Vogue” – μόλις έπιασα στα χέρια μου τις μακέτες, παραπονιόμουν για όλα όσα θα ήθελα να γίνουν διαφορετικά».
«[Η Anna] Επιβίωσε από εμένα», συνέχισε αστειευόμενος στην ίδια συνέντευξη. «Δεν θα ήθελα να ξανακάνω κάτι παρόμοιο», συμπλήρωσε. «Κέρδισα, όμως, κι άλλη πρωτιά (με αυτό το εγχείρημα). Κανένας άλλος δεν θα υπάρξει ο πρώτος σχεδιαστής για τη Louis Vuitton, ούτε κι ο πρώτος σχεδιαστής-guest editor στην αμερικανική “Vogue”».
Ο Marc Jacobs στα 61 του παραμένει ο ακαταμάχητος, αστείος εαυτός του.