«Το ελληνικό weird wave μόλις έγινε λίγο πιο παράξενο», έγραψε κάποιος μετά την προβολή της νέας ταινίας του Γιάννη Βεσλεμέ στο φεστιβάλ της Tribeca, όπου πήρε πολύ καλές κριτικές. Η μεγάλου μήκους ταινία του Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο, που έρχεται δέκα χρόνια μετά τη Νορβηγία, είναι ένα ρετροφουτουριστικό δράμα που διαδραματίζεται λίγο πριν από το τέλος των ’70s ή στην αρχή των '80s.
Από μία στιγμή και ύστερα, δεν ξέρεις αν όσα βλέπεις στην οθόνη είναι πραγματικότητα ή παραισθήσεις των πρωταγωνιστών της, τριών αδελφών (Πάνος Παπαδόπουλος, Γιώργος Κατσής, Άρης Μπαλής) που προσπαθούν να επαναφέρουν τη μητέρα τους στη ζωή κατασκευάζοντας μια χρονομηχανή. Η ταινία, που είναι εικαστικά και ηχητικά άψογη (το σάουντρακ και το sound design είναι καταπληκτικά), σταδιακά μετατρέπεται σε ένα θρίλερ παραλόγου, με θύμα τη Σαμάνθα, τη φίλη του ενός εκ των τριών και dealer τους (Sandra Abuelghanam Sarafanova), αλλά και τον πατέρα τους, τον οποίο θεωρούν τέρας.
«Η ταινία Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο είναι πιο αφηρημένη σε σχέση με την εποχή που διαδραματίζεται», λέει ο Γιάννης Βεσλεμές. «Τοποθετείται αόριστα στη δεκαετία του ’80. Σκηνογραφικά όλα σταματάνε στο 1979, η τεχνολογία είναι λίγο πιο μπροστά, λίγο μετά βγαίνουν στην αγορά τα πρώτα μοντέλα οικιακών υπολογιστών. Προφανώς αγαπάω τα sci-fi της εποχής. Όταν έκανα τη Νορβηγία το 2014, δεν είχε κορεστεί ακόμα το mainstream από τις ταινίες ή τις σειρές-αφιερώματα στη δεκαετία του ’80. Οπότε στα Λουλούδια δεν ήθελα να έχω ευθείες αναφορές. Με ενδιαφέρει περισσότερο μια εκδοχή που οι έφηβοι τότε σαν να πίστευαν μια διαφήμιση για υπολογιστές που θα έλεγε ότι με αυτό το εργαλείο μπορείς να κάνεις τα πάντα, ακόμα και να φτιάξεις μια χρονομηχανή. Αυτό είναι το κάπως χαριτωμένο premise, και ο λόγος για τον οποίο τοποθετείται η υπόθεση σε αυτή την εποχή.
Οι πρώτοι δίσκοι των Yellow στέκονται πολύ κοντά σε κάποιους πρώτους δίσκους των Coil. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τεχνολογικά είναι πολύ κοντά, απλώς οι μεν προσεγγίζουν με απόλυτο χιούμορ το πράγμα και οι άλλοι μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξής τους. Υπάρχει πολύ σκοτάδι.
Το μέλλον είναι δυστοπικό γιατί βιώνουμε το τέλος του καπιταλισμού. Δεν θα ήθελα να ακουστώ γέρος, αλλά αν διαβάσεις Νόρμαν Σπίνραντ, τα βιβλία που έγραψε στη δεκαετία του ’60 και του ‘70, με αυτό το τελείως αναρχικό χιούμορ που είχε, είναι ακριβώς αυτό που ζούμε τώρα. Δηλαδή έχει σχεδόν φωτογραφίσει τον Τραμπ και τον Έλον Μασκ. Πρέπει να σου πω ότι δεν τα πάω καλά με τη νοσταλγία, όσο μεγαλώνω καταλαβαίνω ότι είμαι αντι-νοσταλγικός κατά βάθος, και η ταινία αυτό διαπραγματεύεται, το τέλος της νοσταλγίας. Πρέπει να πας κάπως μπροστά σε αυτή τη ζωή. Δεν είναι όμως μια ταινία νοσταλγική (όπως και η Νορβηγία δεν ήταν νοσταλγική), παρότι η νοσταλγία είναι που ωθεί τα τρία αδέλφια να κάνουν αυτό που κάνουν.
— Αναζητούν τη μάνα τους τα τρία αγόρια στην ταινία, θέλουν να την επαναφέρουν στη ζωή, αυτό δεν είναι νοσταλγία;
Έχεις τρεις ανθρώπους γύρω στα 25 οι οποίοι έχουν κολλήσει κυριολεκτικά σε μία λούπα που αφορά τη διαλυμένη τους οικογένεια και το πώς αυτή θα ενωθεί πάλι.
— Υπάρχει όμως ένα τραύμα και στους τρεις, που είναι ο θάνατος. Δεν υπάρχει αυτό το τραύμα –που τους καθορίζει– επειδή νοσταλγούν;
Αλήθεια είναι. Κι αυτή είναι η αλήθεια της ταινίας, ότι δεν είναι ακριβώς δική τους ανάγκη η ένωση της οικογένειας, είναι η ανάγκη του πατέρα, αυτός χρηματοδοτεί το πείραμα, αυτός δεν τους επιτρέπει να ενηλικιωθούν και ζούνε έτσι αέναα μέσα στο τραύμα. Με έναν αφηρημένο τρόπο καθρεφτίζει όλη την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας, κυρίαρχο θέμα στο ελληνικό σινεμά, μέσω της υπέρβασης όμως, μέσω της επιστημονικής φαντασίας. Η λογοτεχνία του παρελθόντος σου επέτρεπε να έχεις για ήρωες αρνητικούς χαρακτήρες, και για μένα αυτό ισοδυναμεί με αληθινούς χαρακτήρες. Εννοώ ότι είναι διαλυμένα τα αδέλφια, ζούνε μέσα στην ενοχή. Τα όρια της ηθικής τους είναι δυσδιάκριτα, βαδίζουν σε γκρίζους δρόμους, και το γεγονός ότι «σκοτώνουν» την Σαμάνθα οι πρωταγωνιστές, ανήκει σε ένα είδος δραματουργίας το οποίο, και στη λογοτεχνία και στο σινεμά, πάντα υπήρχε και ξεκινούσε τη συζήτηση. Εγώ δεν είμαι οι ήρωές μου, έχουν καθρεφτίσματα δικά μου προφανώς, αλλά είναι αυτόνομα πλάσματα της φαντασίας. Η Σαμάνθα είναι πιο ελευθεριακή από αυτούς, χωρίς αγκυλώσεις, στην πραγματικότητα κάνει ό,τι θέλει, διεκδικεί τη σεξουαλικότητά της. Δεν θεωρώ ότι τα τρία αδέλφια την κακοποιούν ή την εκμεταλλεύονται. Είναι ο χαρακτήρας που συμπαθείς περισσότερο, γι’ αυτό και δημιουργείται το σοκ όταν «πεθαίνει». Αλλά για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική. Στο τέλος δεν υπάρχει ούτε επιβράβευση, ούτε εξιλέωση, ούτε τιμωρία. Τα αδέλφια της ιστορίας μας συνεχίζουν να ζουν μέσα στον τον εφιάλτη. Παλιότερα ήταν κυρίαρχη αντίληψη ότι διαχωρίζεις τη φωνή σου από τη φωνή των ηρώων, αυτό πρέπει να το κάνεις λιανό πλέον.
Το τρέιλερ της ταινίας Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο
— Πόσο σε απασχολεί ο θάνατος;
Προφανώς με απασχολεί. Δεν έχω κάποιου είδους φόβο, με την έννοια ότι δεν είναι κάτι που απωθώ, με απασχολεί διαρκώς. Είτε στη μουσική είτε στο σινεμά είτε στην καθημερινή μου σκέψη προσπαθώ να εξοικειωθώ με αυτό το γεγονός. Πιο πολύ με απασχολεί και με τραυματίζει η απώλεια κάποιου ανθρώπου, είτε είναι ερωτική σχέση, είτε είναι ο χαμός ενός κοντινού προσώπου. Και η ταινία αυτά διαπραγματεύεται: κυριολεκτικά την απώλεια αλλά και το τέλος, το θάνατο της αθωότητας. Ο φόβος του θανάτου είναι μια κινητήρια δύναμη για μένα, υπάρχει η ματαιοδοξία να δημιουργήσεις ένα σώμα δίσκων, ένα σώμα ταινιών, αυτό το συντηρεί ο φόβος του θανάτου, αλλιώς δεν θα τα έκανες όλα αυτά, ενδεχομένως. Θα προσπαθούσες να ζήσεις τη ζωή σου καλύτερα, χωρίς να αγωνιάς για να κάνεις μια τόσο δύσκολη ταινία σαν τα Λουλούδια.
— Σου αρέσει η εποχή μας;
Βασικά δεν τίθεται θέμα αν μου αρέσει ή όχι. Πορεύεσαι στην εποχή σου είτε σου αρέσει είτε όχι. Δημιουργικά μου αρέσει, όπως μου αρέσουν όλες οι εποχές, πολιτικά και κοινωνικά ζεις έναν κάποιο νέο Μεσαίωνα, με όλες τις αντιφάσεις της τεχνολογικής προόδου. Σίγουρα, αν πιάσουμε τη μουσική, μπορεί να υπάρχει μια πολυδιάσπαση και ένας πλουραλισμός που προφανώς δεν μπορεί να απορροφηθεί, αλλά υπάρχουν συναρπαστικά πράγματα. Πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια έψαχνα να βρω πράγματα που δεν είναι καθαρές φόρμες, που τα μπερδεύουν όλα απενοχοποιημένα. Πλέον τα βρίσκω στη σημερινή μουσική, υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιοι δίσκοι κάθε εβδομάδα. Το πώς τους ακούς και πόσο χρόνο αφιερώνεις σε αυτούς είναι μια άλλη ιστορία. Αυτό ισχύει και για τις ταινίες, αλλά βλέπεις πράγματα τα οποία δεν περιμένεις ότι θα πάνε καλά και πηγαίνουν, κάνουν το γκελ που λέμε. Σίγουρα δεν μου αρέσει που, παρότι έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο, οι άνθρωποι λειτουργούν με ταμπέλες και προσπαθούν ακόμα να βάλουν τα αταξινόμητα πράγματα σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο για να τους βοηθήσει να τα αξιολογήσουν.
Είναι μια εποχή φοβερών αντιφάσεων. Απ’ τη μία έχεις όλο το ψάξιμο, τα πάντα όλα, και απ' την άλλη υπάρχει μια απομάγευση του κόσμου, δεν υπάρχει πολιτικό σινεμά, όπως υπήρχε κάποτε, δεν υπάρχει στιχουργική στρατευμένη. Όλη η τέχνη πορεύεται ακριβώς όπως και η κοινωνία, παίρνεις τα καλύτερα από το τώρα και από το παρελθόν, και τα χειρότερα ταυτόχρονα. Άρα δεν υπάρχει απάντηση στο αν μου αρέσει η εποχή· μου αρέσει και με θλίβει, με συναρπάζει και με παραλύει.
— Πες μου για τον Ντομινίκ Πινιόν.
Ήθελα να έχω έναν πατέρα στη ταινία ο οποίος να μη ζει σε αυτή την πόλη, να είναι ξένος, από οποιοδήποτε μέρος της Ευρώπης. Διάλεξα τη Γαλλία γιατί ήθελα για τον ρόλο τον Ντομινίκ Πινιόν. Είναι ένας δευτερορολίστας πολύ ιδιαίτερος φυσιογνωμικά, που έκανε πάντα ιδιαίτερους ρόλους, στην Ντίβα του Μπενέξ όπου πρωτοεμφανίστηκε, στο Delicatessen ή στη Πόλη των χαμένων παιδιών, γενικά έπαιξε κυρίως ξεχωριστούς μόνο μικρούς ρόλους. Ήταν ένας ήρωας της εφηβείας μου και ήθελα να είναι σε αυτή την ταινία. Του έδωσα έναν ρόλο τελείως κόντρα σε αυτά που έκανε στις ταινίες που αγαπούσα, τον γείωσα όσο μπορούσα περισσότερο.
— Τους τρεις πρωταγωνιστές πώς τους επέλεξες;
Ήθελα να φτιάξω μια οικογένεια που φυσιογνωμικά να είναι ιδιαίτερη αλλά και τα τρία πρόσωπα αυτά κάπως να συνδέονται. Και τα τρία παιδιά έχουν σπουδάσει στο Εθνικό και ήταν φίλοι, γνωρίζονται, υπάρχει μια οικειότητα. Είναι άνθρωποι που δεν έχουν παίξει πολύ στο σινεμά, παίζουν κυρίως θέατρο. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δουλεύεις με ανθρώπους που είναι σχεδόν «παρθένοι» στο σινεμά. Η Αλεξία Καλτσίκη είναι ένα άτομο που σχετίζεται με την προηγούμενη ταινία μου. Μαζί της νιώθω μια οικειότητα και ήθελα να τη μεταφέρω σε έναν άλλο ρόλο. Ήταν μια ακριβή ταινία και δύσκολη να γίνει, γιατί μπορεί να μη βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να βγαίνουν από το σπίτι, αλλά σε αυτό το σπίτι κατοικούν και κάποιοι άλλοι, κάποια πλάσματα αλλόκοτα. Αυτό είναι το περίφημο κομμάτι των πρακτικών εφέ, που είναι επίσης πρωταγωνιστές της ταινίας. Δημιουργήσαμε έναν ολόκληρο φανταστικό κόσμο, περιορισμένο μέσα σε αυτή την παρηκμασμένη βίλα. Ήθελα να φτιάξω όλα τα πλάσματα με τεχνοτροπία του παρελθόντος, όπως γίνονταν τη δεκαετία του ’80 –υπάρχει ένα 80% πρακτικών εφέ και ένα 20% ψηφιακών– οπότε αυτά είναι animatronic, κούκλες, ρομποτικά, είναι πράγματα που κατασκευάστηκαν και υπήρχαν στο γύρισμα και τα έβλεπαν οι ηθοποιοί και έπαιζαν μαζί τους.
Την ίδια ημέρα που θα βγει στις αίθουσες η ταινία κυκλοφορεί από τη Veego Records ο δεύτερος ελληνόφωνος δίσκος του με τίτλο «Εκδρομή», ένας διαφορετικός δίσκος του, ρυθμικός, προσωπικός, με ηχητική ποικιλία και autotune…
— Γιατί διασκεύασες το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ»;
Κάποια στιγμή είδα στο YouTube ένα βίντεο με τον Κραουνάκη και τη Νικολακοπούλου να το τραγουδάνε στο πιάνο. Ένιωσα το τραγουδι διαφορετικά, ξέχωρα από την ερμηνεία της Πρωτοψάλτη. Ήταν ένας δίσκος που αγαπούσα από μικρός, τον άκουγα στο αυτοκίνητο, και ξαφνικά άκουσα ένα κομμάτι το οποίο είναι φοβερά σκοτεινό, ένα doom ερωτικό. Κρατώντας τα απαραίτητα από την παρτιτούρα του Κραουνάκη, επιχείρησα να το βάλω στο πνεύμα του δίσκου, ο οποίος είναι ένας δίσκος για την απώλεια, οπότε συντονίστηκε πλήρως με το στιχουργικό και μουσικό περιεχόμενο του1.
— Έχεις αναθεωρήσει την άποψή σου για μουσικά είδη ή καλλιτέχνες μεγαλώνοντας;
Όχι, άκουγα πάρα πολλά πράγματα, δυστυχώς ή ευτυχώς δεν έπεσα με τα μούτρα στις κιθάρες τη δεκαετία του ’90, πάντα με ενδιέφεραν τα ηλεκτρονικά ή τα πιο υβριδικά πράγματα και όχι η καθαρή φόρμα της ποπ-ροκ. Μπορώ να πω ότι αυτά που μου κόλλησαν στη μεταεφηβεία μου τα ακούω και τώρα και ακόμα περισσότερο. Δηλαδή αγαπημένες μου μπάντες παραμένουν οι Yellow και οι Coil, που είναι τα δύο άκρα. Στην αρχή το έλεγα χαριτολογώντας, γιατί μου φαινόταν πολύ ακραίος συνδυασμός, αλλά τώρα μου φαίνεται πολύ οργανικός. Οι πρώτοι δίσκοι των Yellow στέκονται πολύ κοντά σε κάποιους πρώτους δίσκους των Coil. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τεχνολογικά είναι πολύ κοντά, απλώς οι μεν προσεγγίζουν με απόλυτο χιούμορ το πράγμα και οι άλλοι μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξής τους.
— Οι «Εκατό εσπερινοί» παραπέμπουν στους «15 εσπερινούς» του Χατζιδάκι;
Εξακολουθώ να ακούω Χατζιδάκι, οι «Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» είναι ο αγαπημένος μου δίσκος. και τα σάουντρακ του Θεοδωράκη τα θεωρώ φοβερά, δεν έχω κάποια στεγανά σε σχέση με τα είδη της μουσικής. Δεν ακούω τα πάντα, γιατί δεν προλαβαίνω να ακούω τα πάντα. Οι τίτλοι των τραγουδιών είναι σαν ρεκλάμες, θέλω να σου θυμίζουν κάτι στο άκουσμα τους και μετά – ακούγοντας τα τραγούδια - να σε πηγαίνουν αλλού.
— Θα βγει σάουντρακ για την ταινία;
Θα βγει, ναι, παράλληλα με τη διανομή της ταινίας στο εξωτερικό. Είναι για μένα ό,τι πιο απολαυστικό έχω γράψει, είναι γραμμένο με μια μικρή ορχήστρα. Χρησιμοποίησα μουσικούς αληθινούς, πέρα από τα ηλεκτρονικά στοιχεία που έχει. Επί της ουσίας, είναι η σκοτεινή εκδοχή όλων των σάουντρακ των ταινιών που αγάπησα από τη δεκαετία του ’80, με επιρροές από Τζέρι Γκόλντσμιθ, Ντάνι Έλφμαν, Χάουαρντ Σορ. Είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει μουσικά αυτό το σάουντρακ, ήταν σχεδόν ακατόρθωτο στον χρόνο που έγινε.
— Συμμετέχουν και άλλοι στον δίσκο εκτός του The Boy;
Συμμετέχει ο Λεωνίδας, ο My Wet Calvin, και ο Γιώτης Παρασκευαΐδης, που παίζει διάφορα όργανα και κάνει τη μίξη, οι οποίοι είναι και στην μπάντα που έχω και παίζω live. Στους τρεις τελευταίους δίσκους έχω τον Βούλγαρη να τραγουδάει ένα κομμάτι, σαν να βαριέμαι τη φωνή μου που και που και να αναζητώ τη φωνή του.
— Τι κάνεις δημιουργικά αυτήν τη στιγμή;
Τώρα ετοιμάζω μια ταινία που θα πάρει αρκετό καιρό για να γίνει, θα είναι αγγλόφωνη και λέγεται Northpole. Είναι ένα σχέδιο που με απασχολεί αρκετά χρόνια. Ελπίζω να συμβεί μέσα στα επόμενα δυο χρόνια. Ετοιμάζω κι έναν δίσκο, ορχηστρικό, ο οποίος θα έχει χορευτική μουσική, ξέρεις αυτή που δεν χορεύεται.
— Γιατί είπες τον νέο δίσκο «Εκδρομή»;
Για μένα οι σχέσεις οι ερωτικές είναι εκδρομές. Η αγάπη είναι μια εκδρομή που κάποια στιγμή τελειώνει. αυτό λέει και το τελευταίο κομμάτι, δηλαδή «τι κρατάς από αυτή την εκδρομή». Ταυτόχρονα είναι και μια εκδρομή στα είδη της μουσικής που δεν ακούω πάρα πολύ και κάπως τα αγκαλιάζει ο δίσκος και τα αγκαλιάζω κι εγώ.
Η ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο» θα προβάλλεται στον κινηματογράφο Άστορ από τις 13/2. Στις 14/2 θα κυκλοφορήσει ο δίσκος του «Εκδρομή» από τη Veego Records.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.