Με ακολουθούσε παντού κάποτε. Στο φαγητό, στη βόλτα, στα μαθήματα. Ακόμα κοιμόταν μαζί μου κάποιες φορές όταν αγχωνόμουν αρκετά για να τρέμω στον ύπνο μου. Ερχόταν σαν σκιά βαριά με φόρα, ερχόταν και με πλάκωνε, μου τραβούσε τα μαλλιά, με έγδερνε, με χάιδευε και με αγκάλιαζε. Μια αγκαλιά τόσο γεμάτη -τόσο άδεια. Ξυπνούσα και ένιωθα τις μαχαιριές στην πλάτη μου. Μαχαιριές, η μία πίσω απ' την άλλη, με μαχαίρωνε συνεχώς, γέμιζα πληγές που δεν φαίνονταν αλλα ήταν εκεί. Ουλές.
Κι έπειτα ερχόταν μαζί μου και στο μπάνιο. Δίπλωνε τα μακριά του χέρια γύρω απ' τη μέση μου, πείραζε την κοιλιά μου, μου χαμογελούσε καθώς άγγιζε το στήθος μου κι εγώ τιναζόμουν σα να μην ήθελα τάχα. Μετά με έπνιγε. Τα χέρια του μια μάζα άμορφη, χρώματα δεν ξεχώριζα κι έπειτα μαύρο μόνο να τυλίγονται στο κορμί μου, στα πόδια μου, στο στήθος μου, στο λαιμό μου, έκλειναν τα μάτια μου και με έσφιγγε μέχρι που η μπανιέρα γέμιζε με έναν εμετό ονείρων και σκέψεων που ποτέ δε φανερώθηκαν, ποτέ κανένας δεν έμαθε, ποτέ δεν τις άκουσα κι εγώ η ίδια.