Υγρασία μαρτυρούν οι λάμπες κατά μήκος του, γύρω από την ψιλόλιγνη σιλουέτα τους. Που τις έχεις ανάγκη. Να είναι δίπλα σου, να σε βοηθούν. Να σου δείχνουν τον δρόμο, να σε προστατεύουν. Αλλά εσύ, σημασία δεν τους δίνεις. Παρά μόνο όταν μες το παράπονο τρεμοπαίξουν. Σαν τις γυναίκες που τρεμοπαίζει η φλόγα της καρδιάς τους σαν πάψουν να τις δείχνουν τα ματοτσίνορα σου.
Άσε με λίγο, μη με κρατάς. Θέλω να παίξω για λίγο. Λατρεύω να ανηφορίζω αυτό το πλακόστρωτο με κλειστά μάτια, στα δεξιά. Αργά. Βαδίζω αργά πάνω στις ριγέ πλάκες γι αυτούς που βλέπουν με τα μάτια της ψυχής. Μπας και δω κι εγώ λίγο.
Άνοιξη συναισθημάτων ξαφνικά. Ένιωσα την υγρασία στα μικρά σωληνάκια που οδηγούν τον παγωμένο και αρωματισμένο από το μουσκεμένο χώμα, αέρα, βαθιά στα σωθικά μου. Άκουσα το θρόισμα των φύλλων. Σαν κοκάλινα κρόταλα με σιμώνουν ρυθμικά τα βήματα ενός τετράποδου φίλου. Ένα χάδι. Λίγη ανιδιοτελής αγάπη. Ένα αναπάντεχο δώρο. Το απόλαυσα.
Συνεχίζω με μάτια σφαλιστά την υπέροχη αυτή ανηφόρα. Αφήνομαι πάνω στις γραμμές. Μέχρι και το περπάτημα το νιώθω διαφορετικό. Πρώτα η φτέρνα και εκατοστό-εκατοστό πιο πολύ έως ότου ακουμπήσει και το τελευταίο δάχτυλο. Και πάλι απτήν αρχή. Σε αυτό τον δρόμο κάθε δευτερόλεπτο παίρνει αξία.
Τι στιγμές... περνάν και φεύγουν όπως τα ζευγάρια που τον περπατούν ανέμελα, βυθισμένα στην πλάνη του έρωτα τους. Ζαλισμένα από το μεθυστικό άρωμα των γιασεμιών και τον νυχτολούλουδων από τον ωραιότερο θερινό σινεμά της Ευρώπης, προσπαθούν να συγχρονίσουν το βήμα τους. Γελούν. Νεαροί τραβούν την ανηφόρα τους αφήνοντας σε κάθε τους βήμα την αγχόνη της καθημερινής βιοπάλης. Ηλικιωμένοι δύουν με ηρεμία κατηφορίζοντας αμέριμνα. Όλοι είναι εδώ.
Πλανόδιοι μουσικοί με ταξιδεύουν στις άκρες του κόσμου. Ένα σαξόφωνο τζαμάρει με ένα σαντούρι. Μαγεία. Νιώθω πως αν τους προσπεράσω θα χαθούν μες την ομίχλη της υγρασίας. Ένα ελαφρύ σήκωμα των φρυδιών αντικαθιστά την μπακέτα του μαέστρου που θα δώσει το σύνθημα για ένα αρμονικό φινάλε. Κοιτάζονται στα μάτια επιβραβεύοντας ο ένας τον άλλον. Γελάνε με το παράξενο πάντρεμα που καταφέρανε. Είχαν ξεχάσει να αφήσουν στα πόδια τους το καπέλο ανάποδα.
Σκοτεινές φιγούρες χορεύουν υπό τον ρυθμό κρουστών και τυμπάνων, έναν εξωτικό χορό. Ξυπόλητοι. Τα μάτια τους αστράφτουν σαν τα μάτια της γάτας που κατηφορίζει λικνιζόμενη στην άκρη του δρόμου, πάνω στο μαντράκι που χωρίζει και οριοθετεί το χθές με το σήμερα. Κάτσε. Να δούμε τον κόσμο ή την φωτισμένη ακρόπολη; Διάλεξε ποιον κόσμο θες να βάλεις πλάτη. Έστω και για λίγο. Πάμε. Η υγρασία περνάει ύπουλα μέσα σου. Ας συνεχίσουμε, κι ας τελειώσει. Θα το ξανακάνουμε αν το θες.
Μια γυναίκα μέσα στα μετάξια κάθεται και τραγουδά. Στην αγκαλιά της ένα ούτι. Παίζει και τραγουδά καημούς. Μικρασιάτικα τραγούδια του ξεριζωμού. Τα δάχτυλα της γλιστρούν στο άταστο μπράτσο του, τρεμάμενα, για να δώσουν χρώμα. Έτσι όπως τρέμει η φωνή της που βγαίνει από μέσα της βαθιά. Το στόμα ανοιγοκλείνει, για να μην τρομάξω. Απλά.
Αναλαμπών φωτάκια αεροπλάνων σε χαμηλές πτήσεις, γλιστρώντας ανάμεσα στους περαστικούς, μαρτυρούν ποδηλάτες χαμογελαστούς.
Δυο μπάτσοι στέκονται στο τέλος του δρόμου με φόντο τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Δίπλα στην στάση του κόκκινου λεωφορείου που αποβιβάζει τουρίστριες. Με ζελέ στο μαλλί και φραπέ στο χέρι, δίπλα στις μεγάλου κυβισμού μηχανές μου. Να μου θυμίζουν ότι πάντα και παντού τίποτα δεν είναι τέλειο. Μια μουτζούρα στο πεντάγραμμο μου να μου χαλάει το μέτρο. Μία παραφωνία. Μια λάθος πινελιά στην τελευταία ακουαρέλα μου.
Χωρίς να μπορώ να την αλλάξω, συνεχίζω πάνω σε αυτή...