Έτυχε να χρειαστώ έναν ράφτη, και κάποιος μου σύστησε τον Αλί. Ο Αλί έμενε κάπου στα δικαστήρια. Έψαχνα αλλά δεν μπορούσα να βρω το ραφτάδικο του. Δεν υπήρχε κάποια πινακίδα, ούτε είχα κάποιο τηλέφωνο για να επικοινωνήσω μαζί του.Μια ηλικιωμένη κυρία μου έδειξε ένα πολύ μικρό σπιτάκι που δεν το είχε πάρει το μάτι μου...
Μια αυλή που μου θύμιζε τις ταινίες της δεκαετίας του '70: Καθαρή, φτωχική.
Χτύπησα την πόρτα. Άνοιξε ένας , ψηλός , καλοβαλμένος κύριος, περίπου 40 χρονών με γκριζομαύρα μαλλιά. Τότε ήταν η πρώτη φορά που είδα τον Αλί. «Περάστε» μου είπε με πολύ καλά Ελληνικά.
Το ραφτάδικο του ήταν πολύ μικρότερο από ότι φαινόταν από έξω. Ήταν χωρισμένο σε δύο δωμάτια Στην κρεβατοκάμαρα του υπήρχε ένα στενό κρεβάτι, μια μικρή τηλεόραση, και ένα τραπεζάκι. Πάνω στο τραπεζάκι, μισό καρβέλι ψωμί. Στο κομοδίνο ένα τασάκι πλημμυρισμένο στα αποτσίγαρα...
Καθώς πρόβαρα το σακάκι, μου δόθηκε ευκαιρία να τον γνωρίσω. Είχε τέσσερις ραπτομηχανές για διαφορετικές δουλειές η κάθε μια. Τις είχε πάρει σε πολύ καλή τιμή από ένα ατελιέ που έκλεισε λόγω της κρίσης. «Με προσέχει πολύ ο θεός και με βοηθάει όσο μπορεί» μου είπε χαρακτηριστικά. Οι τρεις ραπτομηχανές βρίσκονταν στο δωματιάκι που εργαζόταν, και η τέταρτη ήταν στην πολύ μικρή κρεβατοκάμαρα του.
Η καταγωγή του ήταν από την Περσία. Είναι εδώ και δέκα χρόνια στην Ελλάδα και τα τελευταία τέσσερα στα Χανιά. Μου μιλούσε με νοσταλγία για την πατρίδα του και το πόσο του λείπει η οικογένεια του. Ο πατέρας του πέθανε όταν εκείνος ήταν έντεκα χρονών από άσθμα, οπότε ο Αλί ασχολιόταν από τότε με το ράψιμο. Το όνειρο του είναι να παντρευτεί και να μαζέψει αρκετά χρήματα ώστε να επιστρέψει στην πατρίδα του, να ξαναδεί την μητέρα και τον αδερφό του. «Θέλω πολύ να επιστρέψω πίσω, αλλά πως να το κάνω... Είμαι εδώ δέκα χρόνια και δεν έχω ούτε χαρτιά, δεν έχω μαζέψει αρκετά χρήματα για να κάνω κάτι δικό μου στην πατρίδα μου. Πως θα επιστρέψω πίσω; Πως θα αντικρίσω την μάνα μου; Γιατί έλειπα τόσα χρόνια; Τι έκανα;».
Στον τοίχο είχε κρεμασμένη μια κορνίζα, μια μικρή φωτογραφία μιας μαυροντυμένης, αυστηρής γυναίκας με μερικούς άλλους πίνακες. Πίνακες με παραστάσεις ανακατεμένες από την Βικτωριανή εποχή, την Αναγέννηση, μέχρι και την ζωή των Masai.
Παρά το μέγεθος του σπιτιού και ραφτάδικου του, ο Αλί έδινε στέγη σε 8 ψυχούλες εκεί μέσα. Έναν σκύλο, έναν γάτο και έξι καναρινάκια. Συγκράτησα το όνομα ενός καναρινιού που το είχε ονομάσει «ζούζου» λόγω του παιχνιδιάρικου τραγουδιού του. Μου είπε ότι είναι πολύ καλό για ένα σπιτικό να έχει καναρίνια. «Είναι πολύ ευαίσθητα πλάσματα, αν ποτέ τύχει να βρει κακό το σπιτικό σου, θα ξεψυχήσουν εκείνα για να σε προστατέψουν». Ο Αλί έχει αδυναμία στον σκύλο του, όπως και εκείνος στο αφεντικό του. «Τον βρήκα κουτάβι στον δρόμο και τον μεγάλωσα. Ξέρει όλες τις εντολές: κάτσε, σήκω, κυλίσου». Μιλούσε με τεράστια αγάπη για τα ζωάκια του, ήταν η συντροφιά του.
«Μου αρέσει η ζωγραφική» μουρμούρισε όσο στο στόμα του κρατούσε μερικές καρφίτσες, «θα σου δείξω». Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και έβγαλε από το κομοδίνο ένα πολύ μεγάλο φάκελο. Ήταν γεμάτος ζωγραφιές με στυλό. «Ένα λάθος και πρέπει να το πετάξεις, αλλά περνάει ωραία η ώρα σου με την ζωγραφική», είπε.
Όλες οι ζωγραφιές του έκρυβαν νόστο και επιρροή από την πατρίδα. Μου έκανε εντύπωση μια πεταλούδα, που στο πέταγμα της καιγόταν, πάνω από ένα κερί. Κάτω από την ζωγραφιά, μια ακαταλαβίστικη πρόταση.
-Τι γράφεις εδώ;
-Είναι Περσικά, «Δεν αξίζει να χαρίζεις την καρδιά σου σε κανέναν...»
Έβαλε τις καρφίτσες, σημάδεψε το ύφασμα και του έδωσα το σακάκι. Πήρα τον αριθμό του και τον χαιρέτησα, «Ευχαριστώ πολύ, χάρηκα που σε γνώρισα» μου είπε.
Όσο περπατούσα στον δρόμο ένιωθα ένα σφίξιμο, ένα δυσβάσταχτο «γιατί;». Σκεφτόμουν, πως γίνεται έναν τέτοιο άνθρωπο σαν τον Αλί να τον «πετύχεις» στον δρόμο, και να τον λιανίσεις στο ξύλο;;; Πόσο άδικος και ρηχός πρέπει να είσαι για να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους σε κατηγορίες...